Η ΣΑΓΚΑΤΑΒΑ ΤΩΝ ΟΝΕΙΡΩΝ
Πριν από σένα, σε δρόμους άγνωστους, τα βήματά μου σέρνονταν πίσω από το σώμα μου και μπροστά, η καρδιά μου οδηγός, κρατώντας στα δυο χέρια της σφιχτά, της φαντασίας την εικόνα.
Ποια ήσουν;
Πριν από σένα, η ανάσα θόλωνε το παγωμένο τζάμι. Τα δάχτυλα του νου μου έγραφαν με ηλιαχτίδες το άγνωστο όνομά σου.
Ποιο ήταν;
Σε γλώσσα άγνωστη, πανάρχαια γραμμένο, τα μάτια έκλεινα για να σε δω.
Πριν από σένα, μες την απέραντη έρημο των ανθρώπων, σε δρόμους μυστικούς μοναχικός διαβάτης, χωρίς πυξίδα, έψαχνα για σε βρω.
Πού ήσουν;
Χανόταν η άυλη εικόνα σου μες τα κομμάτια του καθρέφτη της ψυχής. Το μακρινό αστέρι, άγρυπνος κλειδοκράτορας, κρατάει το χρυσό κλειδί του πόθου μου· κι οι μέρες της ζωής μου στην κλεψύδρα τρέχουν. Λαχανιασμένο το μολύβι κυνηγά τις λέξεις και φωνάζει:
— Αργείς πολύ κι ο χρόνος σου τελειώνει!
Πριν από σένα, σε δρόμους άγνωστους, τα βήματά μου σέρνονταν πίσω από το σώμα μου και μπροστά, η καρδιά μου οδηγός, κρατώντας στα δυο χέρια της σφιχτά, της φαντασίας την εικόνα.
Ποια ήσουν;
Πριν από σένα, η ανάσα θόλωνε το παγωμένο τζάμι. Τα δάχτυλα του νου μου έγραφαν με ηλιαχτίδες το άγνωστο όνομά σου.
Ποιο ήταν;
Σε γλώσσα άγνωστη, πανάρχαια γραμμένο, τα μάτια έκλεινα για να σε δω.
Πριν από σένα, μες την απέραντη έρημο των ανθρώπων, σε δρόμους μυστικούς μοναχικός διαβάτης, χωρίς πυξίδα, έψαχνα για σε βρω.
Πού ήσουν;
Χανόταν η άυλη εικόνα σου μες τα κομμάτια του καθρέφτη της ψυχής. Το μακρινό αστέρι, άγρυπνος κλειδοκράτορας, κρατάει το χρυσό κλειδί του πόθου μου· κι οι μέρες της ζωής μου στην κλεψύδρα τρέχουν. Λαχανιασμένο το μολύβι κυνηγά τις λέξεις και φωνάζει:
— Αργείς πολύ κι ο χρόνος σου τελειώνει!
Τρέχει το μπλε στου άσπρου του χαρτιού τις ρίγες, στις αποβάθρες, στους σταθμούς, στα ονειροδρόμια, τα δρομολόγια στο άπειρο να προλάβει. Απ’ το μικρό το κόκκινο το αγριολούλουδο, ψηλά στο μαύρο βράχο πάνω απˊ το ποτάμι, που αυθαδιάζει ταξιδεύοντας στον κύκλο της ζωής, στο αύριο, στο σίγουρο ταξίδι του, που άρχισε απ’ το χθες. Μαύρος ο βράχος, σαν τον απελπισμένο έρωτα, κόκκινο το λουλούδι, σαν την επιθυμία. Στο μαύρο-κόκκινο, η μπίλια τρέχει συνεχώς, στης τύχης το αέναο παιχνίδι, σαν το δικό μου το ταξίδι το ονειρικό.
Στις χρυσαφένιες τις ακτές της Καραϊβικής, που τα κορμιά ο ήλιος καίει κι ο έρωτας φλογίζει, λίγο πιο νότια απ’ του Καρκίνου τον Τροπικό, στις εκβολές του ποταμού του Κανιμάρ. Μες σε χιλιάδες βότσαλα, πολύχρωμα, το ένα, τ’ ομορφότερο, με το λευκό, στιλπνό του σμάλτο, που πάνω του γραμμένο έχει τ’ όνομά σου, μικρή γοργόνα απαλά το ακούμπησε, εκεί που το κορμί σου άφησε το αποτύπωμά του.
Στις χρυσαφένιες τις ακτές της Καραϊβικής, που τα κορμιά ο ήλιος καίει κι ο έρωτας φλογίζει, λίγο πιο νότια απ’ του Καρκίνου τον Τροπικό, στις εκβολές του ποταμού του Κανιμάρ. Μες σε χιλιάδες βότσαλα, πολύχρωμα, το ένα, τ’ ομορφότερο, με το λευκό, στιλπνό του σμάλτο, που πάνω του γραμμένο έχει τ’ όνομά σου, μικρή γοργόνα απαλά το ακούμπησε, εκεί που το κορμί σου άφησε το αποτύπωμά του.
Πέρα, στο Σούνιο, στο βιγλάτορα ναό του Ποσειδώνα, που κατοπτεύει τον Ευβοϊκό και το Αιγαίο, αφήνομαι στη δίκαιη κρίση της θεάς Νέμεσης που προστατεύει τη γειτονική αρχαία Ραμνούντα, να με δικάσει δίκαια, που τ’ όνομά σου σκάλισα στα πάλλευκα τα μάρμαρα των αιώνων, δίπλα σ’ αυτό του Λόρδου Βύρωνα, γνώση και θύμηση μαζί, παντοτινή.
Στην άλλη άκρη του Αιγαίου Πελάγους, κρατώντας τ’ αφρισμένα χαλινάρια των κυμάτων, με σύμμαχο τον άνεμο να με οδηγεί, ξημέρωμα ροδόχρωμο με φέρνει στην Καισάρεια της Καππαδοκίας, στο Κόραμα. Εκεί, στων ρόδων την κοιλάδα και της προσευχής, χάνομαι στους λαβύρινθους του ασβεστόλιθου, σε κόσμους κάποιας άλλης εποχής. Μέσα από πόρτες διάπλατα ανοιχτές, με τις αμπάρες του καιρού κομματιασμένες, απ’ το παρόν στο παρελθόν, φτωχός προσκυνητής, τα λαξευμένα κατεβαίνω τα σκαλιά, που μ’ οδηγούν, στα βάθη της ψυχής και σε υπόγεια κελιά. Σ’ αυτές τις πόλεις τις υπόγειες, στις αγιογραφίες, στο παρεκκλήσι τ’ άφθαρτο του Αγίου Βασιλείου, τα μάτια μου ιερόσυλα αντικρίζουν τη μορφή σου. Εκεί, προσεύχομαι στην εκκλησιά του Αλ Ναζάρ, ποτέ μάτι κακό να μη σε δει.
Από τις στέπες της άγριας, της παγωμένης Σιβηρίας, όταν την άνοιξη το χώμα της με κρότο δυνατό της νέας ζωής τον ερχομό προαναγγέλλει, καθώς δυο ιδρωμένα άλογα, σαν άνεμος καλπάζουν με τα περήφανα κεφάλια τους ψηλά: Το ένα είναι ολόλευκο, το άλλο μαύρο με λευκές βούλες. Και τα δυο μαζί γίνονται ένα: βέλος ασπρόμαυρο, που σημαδεύει την καρδιά μου.
Εκεί, πιο πέρα, λίγο ψηλότερα στο λόφο, στις κοκκινωπές τις πέτρες, με τα γαμψά του νύχια και το κοφτερό του βλέμμα, ο άγριος αϊτός, αφέντης και κριτής της μοίρας του, σ’ ένα μικρό, σταχτί αγριοπερίστερο μετρά το χρόνο που απομένει στη ζωή του. Κι αυτό, χωρίς ακόμα να το ξέρει, πετώντας ξένοιαστο για τελευταία φορά, μετρά με τις μικρές φτερούγες του, το απέραντο της γης και τ’ ουρανού. Κι όταν ο αϊτός, του κόσμου του αφέντης ανηλεής κρύβει τον Ήλιο όταν ανοίγει τα φτερά του, δρεπανιφόρο άρμα τ’ ουρανού, τρομακτικό, ψυχές και σύμβολα χωρίς διάκριση θερίζει, μια στάλα αίμα απ’ το αγριοπερίστερο, στην άκρη ενός φτερού που πέφτει στροβιλίζοντας, κόκκινα βάφει τα νερά του ποταμού, που τ’ αγριολούλουδα της άνοιξης ποτίζει. Το άλικο του αίματος γίνεται της φωτιάς το κόκκινο, και η βουή απ’ τις φλόγες που χορεύουν στον αέρα, φέρνει εικόνες από μακριά και ήχους που είδα κι άκουσα αιώνες πριν, τα μάτια κλείνοντας και τα αυτιά μου. Κι όπως ο παγωμένος άνεμος φυσά πάνω απ’ της Μήθυμνας το κάστρο το μεσαιωνικό, εσύ χορεύεις στα λιθόστρωτα στενά της πόλης, όταν στην άρπα η Σαπφώ άγνωστες νότες παίζει κι απαγγέλλει ποιήματα, που ακόμα δεν έχουν γραφεί.
Στην άλλη άκρη του Αιγαίου Πελάγους, κρατώντας τ’ αφρισμένα χαλινάρια των κυμάτων, με σύμμαχο τον άνεμο να με οδηγεί, ξημέρωμα ροδόχρωμο με φέρνει στην Καισάρεια της Καππαδοκίας, στο Κόραμα. Εκεί, στων ρόδων την κοιλάδα και της προσευχής, χάνομαι στους λαβύρινθους του ασβεστόλιθου, σε κόσμους κάποιας άλλης εποχής. Μέσα από πόρτες διάπλατα ανοιχτές, με τις αμπάρες του καιρού κομματιασμένες, απ’ το παρόν στο παρελθόν, φτωχός προσκυνητής, τα λαξευμένα κατεβαίνω τα σκαλιά, που μ’ οδηγούν, στα βάθη της ψυχής και σε υπόγεια κελιά. Σ’ αυτές τις πόλεις τις υπόγειες, στις αγιογραφίες, στο παρεκκλήσι τ’ άφθαρτο του Αγίου Βασιλείου, τα μάτια μου ιερόσυλα αντικρίζουν τη μορφή σου. Εκεί, προσεύχομαι στην εκκλησιά του Αλ Ναζάρ, ποτέ μάτι κακό να μη σε δει.
Από τις στέπες της άγριας, της παγωμένης Σιβηρίας, όταν την άνοιξη το χώμα της με κρότο δυνατό της νέας ζωής τον ερχομό προαναγγέλλει, καθώς δυο ιδρωμένα άλογα, σαν άνεμος καλπάζουν με τα περήφανα κεφάλια τους ψηλά: Το ένα είναι ολόλευκο, το άλλο μαύρο με λευκές βούλες. Και τα δυο μαζί γίνονται ένα: βέλος ασπρόμαυρο, που σημαδεύει την καρδιά μου.
Εκεί, πιο πέρα, λίγο ψηλότερα στο λόφο, στις κοκκινωπές τις πέτρες, με τα γαμψά του νύχια και το κοφτερό του βλέμμα, ο άγριος αϊτός, αφέντης και κριτής της μοίρας του, σ’ ένα μικρό, σταχτί αγριοπερίστερο μετρά το χρόνο που απομένει στη ζωή του. Κι αυτό, χωρίς ακόμα να το ξέρει, πετώντας ξένοιαστο για τελευταία φορά, μετρά με τις μικρές φτερούγες του, το απέραντο της γης και τ’ ουρανού. Κι όταν ο αϊτός, του κόσμου του αφέντης ανηλεής κρύβει τον Ήλιο όταν ανοίγει τα φτερά του, δρεπανιφόρο άρμα τ’ ουρανού, τρομακτικό, ψυχές και σύμβολα χωρίς διάκριση θερίζει, μια στάλα αίμα απ’ το αγριοπερίστερο, στην άκρη ενός φτερού που πέφτει στροβιλίζοντας, κόκκινα βάφει τα νερά του ποταμού, που τ’ αγριολούλουδα της άνοιξης ποτίζει. Το άλικο του αίματος γίνεται της φωτιάς το κόκκινο, και η βουή απ’ τις φλόγες που χορεύουν στον αέρα, φέρνει εικόνες από μακριά και ήχους που είδα κι άκουσα αιώνες πριν, τα μάτια κλείνοντας και τα αυτιά μου. Κι όπως ο παγωμένος άνεμος φυσά πάνω απ’ της Μήθυμνας το κάστρο το μεσαιωνικό, εσύ χορεύεις στα λιθόστρωτα στενά της πόλης, όταν στην άρπα η Σαπφώ άγνωστες νότες παίζει κι απαγγέλλει ποιήματα, που ακόμα δεν έχουν γραφεί.
Περνώντας απ’ του Μίνωα τα χρυσά παλάτια, νίκησα το Μινώταυρο, με δόρυ μαγικό και με το μίτο της Αριάδνης οδηγό στα βάθη της χαμένης Ατλαντίδας σε ζητώ. Κι εσύ, φορώντας πέπλο κεντημένο με ηλιαχτίδες και στα μαλλιά στεφάνι πορφυρό από ρουμπίνια, με οδηγείς κρατώντας με από το χέρι στης Σαντορίνης το ηλιοβασίλεμμα το ερωτικό.
Στη μακρινή τη Χώρα του Ανατέλλοντος Ηλίου, που ανθίζουν τα κίτρινα χρυσάνθεμα, μια πεταλούδα φτάνει από το Μεξικό, μαντατοφόρος φτερωτός του έρωτα. Το μήνυμά της ψιθυρίζει το ερωτικό σ’ ένα μπουμπούκι ανθισμένης κερασιάς, που πέφτει ντροπαλά, αργά στο χώμα, καθώς του Σαμουράι το σπαθί το κοφτερό, κόβει τις ενοχές και τα δεσμά του χθες.
Απ’ του Θιβέτ τα ουράνια τα υψίπεδα, στη Σαγκατάβα, τη γιορτή του Βούδα, καλπάζοντας με τα ιπτάμενα άλογα που μεταφέρουν των πιστών τις προσευχές, είδα μαζί με το υπέρτατο και το ασήμαντο. Στη Μανασαροβάρ, την ιερή τη λίμνη, είδα να καθρεφτίζεται στα θεϊκά νερά της το Κάιλας, το βουνό το αγέρωχο, του Βούδα το όρος το ιερό, και δίπλα, το ασήμαντο είδωλο, το δικό μου.
Σαν άλλος Παυσανίας, περιηγητής του κόσμου, πρεσβευτής σ’ αιώνιο ταξίδι, το ένα βήμα μου στο χθες, στο σήμερα το άλλο, από τα δάση τα αρχέγονα στις πολύβουες πολιτείες, ταξίδι κάνω σ’ όνειρο που δεν τελειώνει.
Με τις γαλέρες του Κολόμβου, του Πιζάρο, του Κορτές, θαλασσοπόροι και κατακτητές μαζί της Νέας Γης, ο κόσμος μεγαλώνει και ταυτόχρονα πεθαίνει στ’ όνομα του θεού που το σπαθί τους ευλογεί. Για νίκες και για λάφυρα από χρυσό και αίμα, αγάλματα βασιλικά και τάματα στον ήλιο, σπονδή στο νικητή Θεό, τον Σταυροφορεμένο, από του Ήλιου το Θεό και τ’ ουρανού το νικημένο.
Στη μακρινή τη Χώρα του Ανατέλλοντος Ηλίου, που ανθίζουν τα κίτρινα χρυσάνθεμα, μια πεταλούδα φτάνει από το Μεξικό, μαντατοφόρος φτερωτός του έρωτα. Το μήνυμά της ψιθυρίζει το ερωτικό σ’ ένα μπουμπούκι ανθισμένης κερασιάς, που πέφτει ντροπαλά, αργά στο χώμα, καθώς του Σαμουράι το σπαθί το κοφτερό, κόβει τις ενοχές και τα δεσμά του χθες.
Απ’ του Θιβέτ τα ουράνια τα υψίπεδα, στη Σαγκατάβα, τη γιορτή του Βούδα, καλπάζοντας με τα ιπτάμενα άλογα που μεταφέρουν των πιστών τις προσευχές, είδα μαζί με το υπέρτατο και το ασήμαντο. Στη Μανασαροβάρ, την ιερή τη λίμνη, είδα να καθρεφτίζεται στα θεϊκά νερά της το Κάιλας, το βουνό το αγέρωχο, του Βούδα το όρος το ιερό, και δίπλα, το ασήμαντο είδωλο, το δικό μου.
Σαν άλλος Παυσανίας, περιηγητής του κόσμου, πρεσβευτής σ’ αιώνιο ταξίδι, το ένα βήμα μου στο χθες, στο σήμερα το άλλο, από τα δάση τα αρχέγονα στις πολύβουες πολιτείες, ταξίδι κάνω σ’ όνειρο που δεν τελειώνει.
Με τις γαλέρες του Κολόμβου, του Πιζάρο, του Κορτές, θαλασσοπόροι και κατακτητές μαζί της Νέας Γης, ο κόσμος μεγαλώνει και ταυτόχρονα πεθαίνει στ’ όνομα του θεού που το σπαθί τους ευλογεί. Για νίκες και για λάφυρα από χρυσό και αίμα, αγάλματα βασιλικά και τάματα στον ήλιο, σπονδή στο νικητή Θεό, τον Σταυροφορεμένο, από του Ήλιου το Θεό και τ’ ουρανού το νικημένο.
Στη Βολιβία, στο Περού, στο Μεξικό, στ’ απομεινάρια των πολιτισμών, φαντάσματα των Ίνκας και των Μάγιας τριγυρνούν στου Μάτσου Πίκτσου τις κορφές και στην κοιλάδα του Κοπάν.
Καθώς τα λάφυρα μετρά η βασίλισσα Ισαβέλα, και ο θεός του αίματος το δικό του μερτικό, ο Ελ Γκρέκο προσπερνά με την παλέτα του και τα πινέλα, αναζητώντας την χαμένη του Χερόνιμα Δε Λας Κουέβας κι αγιογραφώντας έναν θεό, πολύ πιο ευσπλαχνικό.
Κι ο Δον Κιχώτης εφορμά με προσταγή του Θερβάντες, με την παλιά ασπίδα του και με τ’ ακόντιό του, ιππότης έσχατος του έρωτα, αλαφροϊσκιωτος προστάτης, για να συντρίψει ανεμόμυλους, εχθρούς του θλιβερούς.
Στη μακρινή, περήφανη, την Ιρλανδία των ξωτικών τη χώρα, καθώς η άρπα ζωντανεύει τη μελωδία των νερών και των δασών το θρόισμα, όταν με ζήλια η μανιασμένη θάλασσα τα βράχια της χτυπά και τα ιρλανδέζικα άλογα στο πράσινο καλπάζουν, κι όπως ο Πήγασος πετούν στη Γέφυρα των Γιγάντων, εκεί στους λόφους με τις πολυγωνικές τις πέτρες, ο Μπέρναρ Σω τις ιστορίες του γράφει για έναν κόσμο πιο πραγματικό.
Στους ποιητές και στους ζωγράφους της οδού Αρμπάτ, στη Μόσχα, παρήγγειλα ποιήματα να γράψουν με στοίχους μυστικούς και λέξεις άγνωστες, για έρωτες πονεμένους κι ανεκπλήρωτους, τραγούδια θεϊκά, του Πάνα ο αυλός να παίζει και σε καμβάδες αστροκέντητους πλεγμένους με την Πούλια, εικαστικό μεθύσι χρωματικό απ’ το ουράνιο τόξο.
Απ’ την αρχαία πόλη του Μακεδόνα βασιλιά, την Αλεξάνδρεια, με τη βιβλιοθήκη των σοφών τής Γης σ’ αιγυπτιακούς παπύρους, και το γιγάντιο φάρο της, στολίδι της Μεσογείου, προστάτης κι οδηγός μαζί, των θαλασσοπόρων του χθες.
Με τους νομάδες καμηλιέρηδες ταξιδευτές της ερήμου, στις αρχαίες Θήβες έφτασα, την πόλη των Φαραώ, δίπλα στις όχθες του θεϊκού τού Νείλου ποταμού και στη σκιά των πυραμίδων, των τάφων των βασιλικών είδα μπροστά μου να περνούν με τα ολόχρυσα αρματά τους, ο Χέοπας, ο Τουταγχαμών κι όλοι οι θεοί της αρχαίας Αιγύπτου. Λείπει μονάχα ο Αμένοφις, ο μονοθεϊστής Φαραώ, κι η όμορφη γυναίκα του, η βασίλισσα η Νεφερτίτη. Εκεί που αρχίζει η έρημος, σ’ οχυρωμένους λόφους, τη νέα πρωτεύουσα χτίζουνε, την πόλη της Αμάρνα, την πόλη την ολόχρυση, απ’ το χρυσό της Νουβίας, αφιερωμένη στον έναν και μοναδικό θεό, το ζωοδότη Ήλιο.
Καθώς τα λάφυρα μετρά η βασίλισσα Ισαβέλα, και ο θεός του αίματος το δικό του μερτικό, ο Ελ Γκρέκο προσπερνά με την παλέτα του και τα πινέλα, αναζητώντας την χαμένη του Χερόνιμα Δε Λας Κουέβας κι αγιογραφώντας έναν θεό, πολύ πιο ευσπλαχνικό.
Κι ο Δον Κιχώτης εφορμά με προσταγή του Θερβάντες, με την παλιά ασπίδα του και με τ’ ακόντιό του, ιππότης έσχατος του έρωτα, αλαφροϊσκιωτος προστάτης, για να συντρίψει ανεμόμυλους, εχθρούς του θλιβερούς.
Στη μακρινή, περήφανη, την Ιρλανδία των ξωτικών τη χώρα, καθώς η άρπα ζωντανεύει τη μελωδία των νερών και των δασών το θρόισμα, όταν με ζήλια η μανιασμένη θάλασσα τα βράχια της χτυπά και τα ιρλανδέζικα άλογα στο πράσινο καλπάζουν, κι όπως ο Πήγασος πετούν στη Γέφυρα των Γιγάντων, εκεί στους λόφους με τις πολυγωνικές τις πέτρες, ο Μπέρναρ Σω τις ιστορίες του γράφει για έναν κόσμο πιο πραγματικό.
Στους ποιητές και στους ζωγράφους της οδού Αρμπάτ, στη Μόσχα, παρήγγειλα ποιήματα να γράψουν με στοίχους μυστικούς και λέξεις άγνωστες, για έρωτες πονεμένους κι ανεκπλήρωτους, τραγούδια θεϊκά, του Πάνα ο αυλός να παίζει και σε καμβάδες αστροκέντητους πλεγμένους με την Πούλια, εικαστικό μεθύσι χρωματικό απ’ το ουράνιο τόξο.
Απ’ την αρχαία πόλη του Μακεδόνα βασιλιά, την Αλεξάνδρεια, με τη βιβλιοθήκη των σοφών τής Γης σ’ αιγυπτιακούς παπύρους, και το γιγάντιο φάρο της, στολίδι της Μεσογείου, προστάτης κι οδηγός μαζί, των θαλασσοπόρων του χθες.
Με τους νομάδες καμηλιέρηδες ταξιδευτές της ερήμου, στις αρχαίες Θήβες έφτασα, την πόλη των Φαραώ, δίπλα στις όχθες του θεϊκού τού Νείλου ποταμού και στη σκιά των πυραμίδων, των τάφων των βασιλικών είδα μπροστά μου να περνούν με τα ολόχρυσα αρματά τους, ο Χέοπας, ο Τουταγχαμών κι όλοι οι θεοί της αρχαίας Αιγύπτου. Λείπει μονάχα ο Αμένοφις, ο μονοθεϊστής Φαραώ, κι η όμορφη γυναίκα του, η βασίλισσα η Νεφερτίτη. Εκεί που αρχίζει η έρημος, σ’ οχυρωμένους λόφους, τη νέα πρωτεύουσα χτίζουνε, την πόλη της Αμάρνα, την πόλη την ολόχρυση, απ’ το χρυσό της Νουβίας, αφιερωμένη στον έναν και μοναδικό θεό, το ζωοδότη Ήλιο.
Κλείνω τα μάτια και πορεύομαι, ταξιδευτής στο χρόνο, απ’ το σήμερα στο χθες.
Αφήνω πίσω μου τους γιγάντιους νερόμυλους και στην καρδιά της ερήμου της Συρίας, αρχαία μνημεία με υποδέχονται και θρυλικές μορφές. Δεξιά κι αριστερά, στον πιο μακρύ γνωστό αρχαίο δρόμο, στην πόλη της περήφανης βασίλισσας Ζηνοβίας, της πόλης της Παλμύρας τα ερείπια, απομεινάρια της μανίας των Ρωμαίων κατακτητών πριν οδηγήσουν τη Ζηνοβία αιχμάλωτη για εκδίκηση στη Ρώμη.
Ταξίδεψα στον Ινδικό, καβάλα στη ράχη των μουσώνων, απ’ τη Βομβάη ως το Μαδράς, ως πέρα στην Καλκούτα. Κι από το Μπαγκλαντές, στις εκβολές του Γάγγη, με το ιερό ποτάμι, έφτασα στα βάθη της Ινδίας, εκεί που ο θρύλος μπερδεύεται με το έπος Μαχαμπαράτα. Αν στην Ινδία βρεθείς, την ώρα που ξημερώνει, κι ακούσεις στεναγμό που την καρδιά πληγώνει, μη φοβηθείς: Ο Σαχ Τζαχάν στη Μουμτάζ Μαχάλ γι’ αγάπη ψιθυρίζει: Λέει στην αγαπημένη του παλάτι πως θα χτίσει που στους αιώνες θα μιλά για το μεγάλο έρωτά τους, του κόσμου τ’ ομορφότερο ανθρώπινο μνημείο κοντά στα Ιμαλάια, στην Άγρα, στο Νεπάλ, με τ’ όνομα τ’ αγαπημένο της: Παλάτι Ταζ Μαχάλ.
Ακόμα κι αν το ήθελα να σε ξεχάσω,
πώς;
Αφήνω πίσω μου τους γιγάντιους νερόμυλους και στην καρδιά της ερήμου της Συρίας, αρχαία μνημεία με υποδέχονται και θρυλικές μορφές. Δεξιά κι αριστερά, στον πιο μακρύ γνωστό αρχαίο δρόμο, στην πόλη της περήφανης βασίλισσας Ζηνοβίας, της πόλης της Παλμύρας τα ερείπια, απομεινάρια της μανίας των Ρωμαίων κατακτητών πριν οδηγήσουν τη Ζηνοβία αιχμάλωτη για εκδίκηση στη Ρώμη.
Ταξίδεψα στον Ινδικό, καβάλα στη ράχη των μουσώνων, απ’ τη Βομβάη ως το Μαδράς, ως πέρα στην Καλκούτα. Κι από το Μπαγκλαντές, στις εκβολές του Γάγγη, με το ιερό ποτάμι, έφτασα στα βάθη της Ινδίας, εκεί που ο θρύλος μπερδεύεται με το έπος Μαχαμπαράτα. Αν στην Ινδία βρεθείς, την ώρα που ξημερώνει, κι ακούσεις στεναγμό που την καρδιά πληγώνει, μη φοβηθείς: Ο Σαχ Τζαχάν στη Μουμτάζ Μαχάλ γι’ αγάπη ψιθυρίζει: Λέει στην αγαπημένη του παλάτι πως θα χτίσει που στους αιώνες θα μιλά για το μεγάλο έρωτά τους, του κόσμου τ’ ομορφότερο ανθρώπινο μνημείο κοντά στα Ιμαλάια, στην Άγρα, στο Νεπάλ, με τ’ όνομα τ’ αγαπημένο της: Παλάτι Ταζ Μαχάλ.
Ακόμα κι αν το ήθελα να σε ξεχάσω,
πώς;
Kάρφωσες την εικόνα σου, στης θύμησης τον τοίχο, με δυο καρφιά δίπλα στου νου την πόρτα. Το ένα είναι ροδόχρωμο, απ’ το χαμόγελό σου, το άλλο γκριζοπράσινο, απ’ το χρώμα των ματιών σου, πολύ μακριά και τα δυο περάσανε τον τοίχο, έφτασαν στην καρδιά μου οι μυτερές τους άκρες, που αιμορραγεί, αφήνοντας μικρά σημάδια κόκκινα, ίχνη αόρατα στου ουρανού τις στράτες, απ’ τα δικά μου ατέλειωτα φανταστικά ταξίδια.
Πέραμα Γέρας, Λέσβος, Μάιος 2007
Πέραμα Γέρας, Λέσβος, Μάιος 2007