Πολλές φορές στις συζητήσεις τους με τη παρέα του, τον κατηγόρησαν ότι σκόπιμα και από υπολογισμό, έπαιρνε το μέρος των γυναικών και τις
υπερασπιζόταν, για να κερδίσει την εύνοιά τους,για να ξεχωρίσει από τους υπόλοιπους άντρες. Αυτό ήταν άδικο. Και ήταν η μισή αλήθεια. Γιατί
δεν έπαιρνε το μέρος των γυναικών γενικώς και αορίστως. Πράγματι, έπαιρνε το μέρος τους και τις υπερασπιζόταν με θέρμη, αλλά εκείνες τις
γυναίκες που ανήκαν σ εκείνη τη κατηγορία των αδικημένων από τις περιστάσεις ίσως, αλλά κυρίως όμως θύματα της οικονομικής εξάρτησής
τους από τους άντρες και της αντίληψης μιας κοινωνίας που εξελισσόταν με αργούς ρυθμούς. Το θεωρούσε πολύ άδικο για τις γυναίκες που
επέστρεφαν στο σπίτι από τη δουλειά τους, όπως και οι άντρες, αλλά ενώ αυτοί μπορούσαν να χαλαρώσουν και να ξεκουραστούν. είτε
ξαπλώνοντας, είτε χαζεύοντας στη τηλεόραση, είτε βγαίνοντας με τους φίλους τους, εκείνες έπρεπε να συνεχίσουν να εργάζονται στο σπίτι.
Μάλιστα, σκληρότερα ίσως απ ότι στην εργασία τους, και κυρίως με τη ψυχολογική καταπίεση όλων, ότι "έτσι πρέπει", χωρίς καμιά ανταμοιβή
φυσικά και χωρίς καμιά αναγνώριση της προσφοράς τους, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων. Έπρεπε και δυστυχώς σε πολλές περιπτώσεις ακόμα
και σήμερα, να μαγειρέψουν, να φροντίσουν τα παιδιά και το σπίτι, να βάλουν πλυντήριο, να σιδερώσουν και γενικά να κάνουν ένα σωρό δουλειές που έχει ανάγκη ένα σπιτικό και η οικογένεια, χωρίς να είναι πουθενά γραμμένο, εκτός βέβαια από τα μυαλά της ανδροκρατούμενης κοινωνίας, ότι όλα αυτά είναι υποχρέωση μόνο των γυναικών. Δε συμφωνούσε καθόλου μ αυτή την ιδιότυπη ασυλία των ανδρών και τον κακώς
εννοούμενο ανδρισμό με τη στερεότυπη δικαιολογία:"αυτά είναι γυναικείες δουλειές. Αυτό μας έλειπε τώρα να πλύνουμε και τα πιάτα.Σιγά να μη
βγούμε στο μπαλκόνι να απλώσουμε και τα κυλοτάκια της γυναίκας μας". Αυτό βέβαια είναι μια φτηνή δικαιολογία και μια επιπόλαιη αντιμετώπιση του προβλήματος, γιατί μέσα από μια συζήτηση, εύκολα θα βρεθεί, τι μπορεί και τι δε μπορεί να κάνει ένας άντρας, ώστε να γίνει
ένας δίκαιος καταμερισμός.Σ αυτό βέβαια πρέπει να συμβάλλουν και οι γυναίκες με το να μη παραιτούνται από τη διεκδίκηση της ισότητας μέσα στο σπίτι, αλλά και με το να κατανοούν, ότι δεν είναι το ίδιο αποδεκτό από κάθε άντρα, από τη ψυχοσύνθεσή του, να κάνει όλες τις δουλειές του
σπιτιού. Άλλωστε, δε πρέπει να ξεχνούν ότι για τη διαμόρφωση του χαρακτήρα κάθε άντρα, βασικό ρόλο έχει παίξει μια άλλη γυναίκα, η μάνα του.
Που ενώ καμαρώνει για το γιο της που η γυναίκα του τον έχει"αφέντη"στο σπίτι και του τα δίνει όλα στο χέρι, παραπονιέται για τη κόρη της και
την"ατυχία" της που ο άντρας της "την έχει δούλα και τα περιμένει όλα στο χέρι".
Όταν ήταν γύρω στα είκοσι, λίγο πριν πάει φαντάρος, μια Κυριακή, που θα πήγαιναν με τη παρέα του ημερήσια εκδρομή στη Σαλαμίνα, σηκώθηκε
το πρωί προσεκτικά να μη ξυπνήσει τους άλλους που κοιμούνταν στο σπίτι, πήρε τη βούρτσα και τις μπογιές κι έκατσε στο σκαλί της πόρτας για
να βάψει τα παπούτσια του.Νόμιζε δηλαδή ότι κοιμούνταν όλοι, γιατί ούτε που κατάλαβε πως του άρπαξε η μάνα του απ τα χέρια βούρτσες και
παπούτσια και κυρίως γιατί αυτό το αυστηρό ύφος και ο θυμός! Την απάντηση του την έδωσε η ίδια:— Τι κάνεις εκεί; Άστα κάτω. Εσύ είσαι ικανός όταν παντρευτείς να βάφεις και τα παπούτσια της γυναίκας σου".Έμεινε με την απορία τι ήταν εκείνο που έκανε το μυαλό της μητέρας του να θεωρεί τόσο κακό το να βάψει ένας άντρας τα παπούτσια της γυναίκας του, αλλά από τότε έκανε ότι περνούσε απ το χέρι του, ώστε, στο
μέλλον, καμιά μάνα να η σκέφτεται έτσι. Πάντως, όταν ήταν παιδί, τότε που για πρώτη φορά ένοιωσε την αδικία εις βάρος της μητέρας του, δεν
ήταν τόσο γενική η άποψή του. Σκεφτόταν μόνο εκείνη και το πόσο δύσκολο θα ήταν γι αυτή και κυρίως δεν ένοιωθε ότι την αδικούσε ο πατέρας του. Όταν η μητέρα του άρχισε να δουλεύει για να συμβάλλει κι αυτή στις ανάγκες της οικογένειάς τους, απορούσε πώς άντεχε να τα
βγάζει πέρα και η σύγκριση μ εκείνες τις γυναίκες που δεν εργάζονταν είτε γιατί δεν είχαν ανάγκη να εργασθούν, είτε γιατί δε έβρισκαν δουλειά
γεννούσε στο παιδικό του μυαλό την εις βάρος της αδικία. Μια αδικία που δεν αφορούσε το πατέρα του, αφού κι αυτός προσπαθούσε μ όλες του
τις δυνάμεις, άσχετα αν τα κατάφερνε η όχι σ εκείνες τις πολύ δύσκολες συνθήκες των μεταπολεμικών χρόνων. Έτσι, η αδικία είχε να κάνει με
την "ατυχία" της μητέρας του και της οικογένειάς του, που ήταν φτωχοί δηλαδή κι εκείνη ήταν αναγκασμένη να δουλεύει. Το παιδικό μυαλό του
δε μπορούσε ακόμα να συλλάβει τις αιτίες της αδικίας κι ότι οι ρίζες της βρίσκονταν στις κοινωνικές και πολιτικές δομές ενός άδικου καπιταλιστικού συστήματος και μιας ανδροκρατούμενης κοινωνίας με κόμπλεξ και ταμπού. Με το καιρό και με την είσοδο της γυναίκας στην
αγορά εργασίας, είτε σαν εργάτρια ή υπάλληλος, είτε σαν επιστήμονας και επιχειρηματίας, πέρα από όποιες άλλες μορφές, κοινωνικές ή ρατσιστικές, συγκεκριμενοποιήθηκε στο μυαλό του καθώς μεγάλωνε και διαμορφωνόταν η πολιτική αντίληψή του, σαν η "μάχη" ανάμεσα στα
δύο φύλλα.Αυτό όμως, πολύ αργότερα από τις πρώτες του ανησυχίες. Πάντως, οι πρώτοι προβληματισμοί του τον βασάνιζαν όταν ήταν ακόμα
πολύ μικρός. Ήταν στη Εˊ τάξη του Δημοτικού σχολείου, όταν ζήτησε από τη μητέρα του για πρώτη φορά να τον πάρει μια μέρα μαζί της στη δουλειά. Ήθελε να δει και να ζήσει μια μέρα από κοντά, μαζί της τη δουλειά της.Δεν είχε καμιά εικόνα για το τι μπορούσε να σημαίνει αυτό. Και
ήθελε να μάθει. Από πολύ μικρός, για κάθε τι που του έλεγαν ζητούσε να του το αποδείξουν. Το πιο δύσκολο απ όλα που ζητούσε να του το
αποδείξουν, ήταν η ύπαρξη του θεού. Πού "μένει", τι "δουλειά" κάνει, γιατί κρύβεται και γιατί δεν έχουν καμιά φωτογραφία του να δει πώς είναι.
Η μητέρα του του έλεγε οτι αν ήθελε αποδείξεις για το θεό, έπρεπε να πάει στο Κατηχητικό Σχολείο, όπως όλα τα παιδιά και να ρωτήσει το
παπά αν υπάρχουν αποδείξεις και να του τις δείξει. Πήγε μία μόνο φορά, ο παπάς έπιασε το πατέρα του αγανακτισμένος για τις ερωτήσεις που του έκανε ο γιος του, και "ποιος αντίχρηστος του τα μαθαίνει αυτά" κι εκείνος, παρά τις ξυλιές που έφαγε δε πήγε ποτέ ξανά.Πώς να τον πείσει η
καημένη η μητέρα του για το καλό και δίκαιο θεό, όταν καθημερινά βίωναν όλη αυτή την αδικία; Πώς να εξηγήσει τον άδικο κατατρεγμό του
πατέρα του -και κατά συνέπεια όλης της οικογένειάς του- χωρίς να αντιδρά κανένας θεός ή εκπρόσωπός του; Έτυχε μάλιστα κάποιο περιστατικό την ίδια περίοδο που αφαίρεσε από τη μητέρα του όποιο επιχείρημα για να τον πείσει. Κάποιος συγχωριανός που κατάλαβε ότι
κόντευε η ώρα του, ζήτησε να του φέρουν το παπά για να εξομολογηθεί. Όταν εκείνος έφθασε, του εξομολογήθηκε ότι κατά τη διάρκεια της
Γερμανικής κατοχής, όταν ήταν φύλακας στις αποθήκες με τα σιτηρά και τα άλευρα που είχαν επιτάξει οι Γερμανοί, τα δεκαπέντε σακιά αλεύρι
που είχαν χαθεί τα είχαν πάρει οι αντάρτες. Δε μίλησε όμως γιατί τέτοια εντολή είχε πάρει. Άλλωστε, και οι δυο συγχωριανοί του που εκτέλεσαν
οι κατακτητές, ήταν κι εκείνοι μέλη της αντίστασης, ήξεραν κι αυτοί πως είχε το θέμα αλλά δε μίλησαν παρ όλο που ήξεραν ότι θα τους εκτελέσουν. Κι αν τώρα το εξομολογούνταν, το έκανε γιατί ήθελε να το βγάλει από μέσα του.Κι όταν ο παπάς τελείωσε την εξομολόγηση - που
ζητούσε επίμονα να μάθει τα ονόματα και των άλλων αντιστασιακών- χωρίς να χάσει καιρό πήγε στο σταθμό της χωροφυλακής και ζήτησε το
μοίραρχο. Αυτός έλειπε κι ο ενωμοτάρχης δεν έστεργε να κάνει πράξη τη παρότρυνση του παπά να συλλάβει τον "εγκληματία". Βρήκαν το
μοίραρχο αργά τα μεσάνυχτα κι όλοι μαζί πήγαν να συλλάβουν το κλέφτη. Έστω κι αν τα κλοπιμαία αποτελούσαν προϊόν αρπαγής από τους
Γερμανούς, έστω κι αν αφορούσε περίοδο πολέμου και το κυριότερο, ο ίδιος ο παπάς παραβίαζε το απόρρητο της εξομολόγησης. Εξήγησαν στους αναστατωμένους συγγενείς του ότι έπρεπε να τους ακολουθήσει στο σταθμό. Κι επέμεναν να τους πει τα ονόματα και των άλλων
συνεργατών του στην οργάνωση. Εκείνος, εμβρόντητος κι αποσβωλωμένος τους άκουγε, κοίταξε μ ένα πικρό χαμόγελο το παπά του είπε:
—Παπά μου! Παπά μου, πώς θα σταθείς αντίκρυ στο θεό; Δε φοβάσαι; Έκανε να σηκωθεί, δε τα κατάφερε, έγειρε στο μαξιλάρι του κι έσβησε. Οι
χωροφύλακες δεν έκαναν τη σύλληψη, την άλλη μέρα όμως έπρεπε να προστατέψουν το παπά από τις άγριες διαθέσεις των χωριανών και τα
μουρμουρητά ακόμα και των πιο συντηρητικών κατοίκων του χωριού που θεώρησαν ασυγχώρητη τη πράξη του παπά. Μετά απ αυτό η καημένη η μητέρα του που δεν είχε αποδείξεις για την ύπαρξη του θεού, κι απ την άλλη οι άνθρωποι της εκκλησίας αποδεικνύονταν τόσο άπονοι και καταδότες ακόμα κι ετοιμοθάνατων ανθρώπων παραβιάζοντας το απόρρητο της εξομολόγησης, παραιτήθηκε απ τη προσπάθεια να τον πείσει. Δεν του είπε ποτέ ξανά να πάει στο κατηχητικό. Οι απορίες του για το θεό -τουλάχιστον για εκείνη τη περίοδο της παιδικής ηλικίας - δε λύθηκαν και οι σχέσεις του με την εκκλησία ποτέ δεν ήταν καλές. Μάλιστα, χρόνια αργότερα θα χειροτέρευαν.
υπερασπιζόταν, για να κερδίσει την εύνοιά τους,για να ξεχωρίσει από τους υπόλοιπους άντρες. Αυτό ήταν άδικο. Και ήταν η μισή αλήθεια. Γιατί
δεν έπαιρνε το μέρος των γυναικών γενικώς και αορίστως. Πράγματι, έπαιρνε το μέρος τους και τις υπερασπιζόταν με θέρμη, αλλά εκείνες τις
γυναίκες που ανήκαν σ εκείνη τη κατηγορία των αδικημένων από τις περιστάσεις ίσως, αλλά κυρίως όμως θύματα της οικονομικής εξάρτησής
τους από τους άντρες και της αντίληψης μιας κοινωνίας που εξελισσόταν με αργούς ρυθμούς. Το θεωρούσε πολύ άδικο για τις γυναίκες που
επέστρεφαν στο σπίτι από τη δουλειά τους, όπως και οι άντρες, αλλά ενώ αυτοί μπορούσαν να χαλαρώσουν και να ξεκουραστούν. είτε
ξαπλώνοντας, είτε χαζεύοντας στη τηλεόραση, είτε βγαίνοντας με τους φίλους τους, εκείνες έπρεπε να συνεχίσουν να εργάζονται στο σπίτι.
Μάλιστα, σκληρότερα ίσως απ ότι στην εργασία τους, και κυρίως με τη ψυχολογική καταπίεση όλων, ότι "έτσι πρέπει", χωρίς καμιά ανταμοιβή
φυσικά και χωρίς καμιά αναγνώριση της προσφοράς τους, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων. Έπρεπε και δυστυχώς σε πολλές περιπτώσεις ακόμα
και σήμερα, να μαγειρέψουν, να φροντίσουν τα παιδιά και το σπίτι, να βάλουν πλυντήριο, να σιδερώσουν και γενικά να κάνουν ένα σωρό δουλειές που έχει ανάγκη ένα σπιτικό και η οικογένεια, χωρίς να είναι πουθενά γραμμένο, εκτός βέβαια από τα μυαλά της ανδροκρατούμενης κοινωνίας, ότι όλα αυτά είναι υποχρέωση μόνο των γυναικών. Δε συμφωνούσε καθόλου μ αυτή την ιδιότυπη ασυλία των ανδρών και τον κακώς
εννοούμενο ανδρισμό με τη στερεότυπη δικαιολογία:"αυτά είναι γυναικείες δουλειές. Αυτό μας έλειπε τώρα να πλύνουμε και τα πιάτα.Σιγά να μη
βγούμε στο μπαλκόνι να απλώσουμε και τα κυλοτάκια της γυναίκας μας". Αυτό βέβαια είναι μια φτηνή δικαιολογία και μια επιπόλαιη αντιμετώπιση του προβλήματος, γιατί μέσα από μια συζήτηση, εύκολα θα βρεθεί, τι μπορεί και τι δε μπορεί να κάνει ένας άντρας, ώστε να γίνει
ένας δίκαιος καταμερισμός.Σ αυτό βέβαια πρέπει να συμβάλλουν και οι γυναίκες με το να μη παραιτούνται από τη διεκδίκηση της ισότητας μέσα στο σπίτι, αλλά και με το να κατανοούν, ότι δεν είναι το ίδιο αποδεκτό από κάθε άντρα, από τη ψυχοσύνθεσή του, να κάνει όλες τις δουλειές του
σπιτιού. Άλλωστε, δε πρέπει να ξεχνούν ότι για τη διαμόρφωση του χαρακτήρα κάθε άντρα, βασικό ρόλο έχει παίξει μια άλλη γυναίκα, η μάνα του.
Που ενώ καμαρώνει για το γιο της που η γυναίκα του τον έχει"αφέντη"στο σπίτι και του τα δίνει όλα στο χέρι, παραπονιέται για τη κόρη της και
την"ατυχία" της που ο άντρας της "την έχει δούλα και τα περιμένει όλα στο χέρι".
Όταν ήταν γύρω στα είκοσι, λίγο πριν πάει φαντάρος, μια Κυριακή, που θα πήγαιναν με τη παρέα του ημερήσια εκδρομή στη Σαλαμίνα, σηκώθηκε
το πρωί προσεκτικά να μη ξυπνήσει τους άλλους που κοιμούνταν στο σπίτι, πήρε τη βούρτσα και τις μπογιές κι έκατσε στο σκαλί της πόρτας για
να βάψει τα παπούτσια του.Νόμιζε δηλαδή ότι κοιμούνταν όλοι, γιατί ούτε που κατάλαβε πως του άρπαξε η μάνα του απ τα χέρια βούρτσες και
παπούτσια και κυρίως γιατί αυτό το αυστηρό ύφος και ο θυμός! Την απάντηση του την έδωσε η ίδια:— Τι κάνεις εκεί; Άστα κάτω. Εσύ είσαι ικανός όταν παντρευτείς να βάφεις και τα παπούτσια της γυναίκας σου".Έμεινε με την απορία τι ήταν εκείνο που έκανε το μυαλό της μητέρας του να θεωρεί τόσο κακό το να βάψει ένας άντρας τα παπούτσια της γυναίκας του, αλλά από τότε έκανε ότι περνούσε απ το χέρι του, ώστε, στο
μέλλον, καμιά μάνα να η σκέφτεται έτσι. Πάντως, όταν ήταν παιδί, τότε που για πρώτη φορά ένοιωσε την αδικία εις βάρος της μητέρας του, δεν
ήταν τόσο γενική η άποψή του. Σκεφτόταν μόνο εκείνη και το πόσο δύσκολο θα ήταν γι αυτή και κυρίως δεν ένοιωθε ότι την αδικούσε ο πατέρας του. Όταν η μητέρα του άρχισε να δουλεύει για να συμβάλλει κι αυτή στις ανάγκες της οικογένειάς τους, απορούσε πώς άντεχε να τα
βγάζει πέρα και η σύγκριση μ εκείνες τις γυναίκες που δεν εργάζονταν είτε γιατί δεν είχαν ανάγκη να εργασθούν, είτε γιατί δε έβρισκαν δουλειά
γεννούσε στο παιδικό του μυαλό την εις βάρος της αδικία. Μια αδικία που δεν αφορούσε το πατέρα του, αφού κι αυτός προσπαθούσε μ όλες του
τις δυνάμεις, άσχετα αν τα κατάφερνε η όχι σ εκείνες τις πολύ δύσκολες συνθήκες των μεταπολεμικών χρόνων. Έτσι, η αδικία είχε να κάνει με
την "ατυχία" της μητέρας του και της οικογένειάς του, που ήταν φτωχοί δηλαδή κι εκείνη ήταν αναγκασμένη να δουλεύει. Το παιδικό μυαλό του
δε μπορούσε ακόμα να συλλάβει τις αιτίες της αδικίας κι ότι οι ρίζες της βρίσκονταν στις κοινωνικές και πολιτικές δομές ενός άδικου καπιταλιστικού συστήματος και μιας ανδροκρατούμενης κοινωνίας με κόμπλεξ και ταμπού. Με το καιρό και με την είσοδο της γυναίκας στην
αγορά εργασίας, είτε σαν εργάτρια ή υπάλληλος, είτε σαν επιστήμονας και επιχειρηματίας, πέρα από όποιες άλλες μορφές, κοινωνικές ή ρατσιστικές, συγκεκριμενοποιήθηκε στο μυαλό του καθώς μεγάλωνε και διαμορφωνόταν η πολιτική αντίληψή του, σαν η "μάχη" ανάμεσα στα
δύο φύλλα.Αυτό όμως, πολύ αργότερα από τις πρώτες του ανησυχίες. Πάντως, οι πρώτοι προβληματισμοί του τον βασάνιζαν όταν ήταν ακόμα
πολύ μικρός. Ήταν στη Εˊ τάξη του Δημοτικού σχολείου, όταν ζήτησε από τη μητέρα του για πρώτη φορά να τον πάρει μια μέρα μαζί της στη δουλειά. Ήθελε να δει και να ζήσει μια μέρα από κοντά, μαζί της τη δουλειά της.Δεν είχε καμιά εικόνα για το τι μπορούσε να σημαίνει αυτό. Και
ήθελε να μάθει. Από πολύ μικρός, για κάθε τι που του έλεγαν ζητούσε να του το αποδείξουν. Το πιο δύσκολο απ όλα που ζητούσε να του το
αποδείξουν, ήταν η ύπαρξη του θεού. Πού "μένει", τι "δουλειά" κάνει, γιατί κρύβεται και γιατί δεν έχουν καμιά φωτογραφία του να δει πώς είναι.
Η μητέρα του του έλεγε οτι αν ήθελε αποδείξεις για το θεό, έπρεπε να πάει στο Κατηχητικό Σχολείο, όπως όλα τα παιδιά και να ρωτήσει το
παπά αν υπάρχουν αποδείξεις και να του τις δείξει. Πήγε μία μόνο φορά, ο παπάς έπιασε το πατέρα του αγανακτισμένος για τις ερωτήσεις που του έκανε ο γιος του, και "ποιος αντίχρηστος του τα μαθαίνει αυτά" κι εκείνος, παρά τις ξυλιές που έφαγε δε πήγε ποτέ ξανά.Πώς να τον πείσει η
καημένη η μητέρα του για το καλό και δίκαιο θεό, όταν καθημερινά βίωναν όλη αυτή την αδικία; Πώς να εξηγήσει τον άδικο κατατρεγμό του
πατέρα του -και κατά συνέπεια όλης της οικογένειάς του- χωρίς να αντιδρά κανένας θεός ή εκπρόσωπός του; Έτυχε μάλιστα κάποιο περιστατικό την ίδια περίοδο που αφαίρεσε από τη μητέρα του όποιο επιχείρημα για να τον πείσει. Κάποιος συγχωριανός που κατάλαβε ότι
κόντευε η ώρα του, ζήτησε να του φέρουν το παπά για να εξομολογηθεί. Όταν εκείνος έφθασε, του εξομολογήθηκε ότι κατά τη διάρκεια της
Γερμανικής κατοχής, όταν ήταν φύλακας στις αποθήκες με τα σιτηρά και τα άλευρα που είχαν επιτάξει οι Γερμανοί, τα δεκαπέντε σακιά αλεύρι
που είχαν χαθεί τα είχαν πάρει οι αντάρτες. Δε μίλησε όμως γιατί τέτοια εντολή είχε πάρει. Άλλωστε, και οι δυο συγχωριανοί του που εκτέλεσαν
οι κατακτητές, ήταν κι εκείνοι μέλη της αντίστασης, ήξεραν κι αυτοί πως είχε το θέμα αλλά δε μίλησαν παρ όλο που ήξεραν ότι θα τους εκτελέσουν. Κι αν τώρα το εξομολογούνταν, το έκανε γιατί ήθελε να το βγάλει από μέσα του.Κι όταν ο παπάς τελείωσε την εξομολόγηση - που
ζητούσε επίμονα να μάθει τα ονόματα και των άλλων αντιστασιακών- χωρίς να χάσει καιρό πήγε στο σταθμό της χωροφυλακής και ζήτησε το
μοίραρχο. Αυτός έλειπε κι ο ενωμοτάρχης δεν έστεργε να κάνει πράξη τη παρότρυνση του παπά να συλλάβει τον "εγκληματία". Βρήκαν το
μοίραρχο αργά τα μεσάνυχτα κι όλοι μαζί πήγαν να συλλάβουν το κλέφτη. Έστω κι αν τα κλοπιμαία αποτελούσαν προϊόν αρπαγής από τους
Γερμανούς, έστω κι αν αφορούσε περίοδο πολέμου και το κυριότερο, ο ίδιος ο παπάς παραβίαζε το απόρρητο της εξομολόγησης. Εξήγησαν στους αναστατωμένους συγγενείς του ότι έπρεπε να τους ακολουθήσει στο σταθμό. Κι επέμεναν να τους πει τα ονόματα και των άλλων
συνεργατών του στην οργάνωση. Εκείνος, εμβρόντητος κι αποσβωλωμένος τους άκουγε, κοίταξε μ ένα πικρό χαμόγελο το παπά του είπε:
—Παπά μου! Παπά μου, πώς θα σταθείς αντίκρυ στο θεό; Δε φοβάσαι; Έκανε να σηκωθεί, δε τα κατάφερε, έγειρε στο μαξιλάρι του κι έσβησε. Οι
χωροφύλακες δεν έκαναν τη σύλληψη, την άλλη μέρα όμως έπρεπε να προστατέψουν το παπά από τις άγριες διαθέσεις των χωριανών και τα
μουρμουρητά ακόμα και των πιο συντηρητικών κατοίκων του χωριού που θεώρησαν ασυγχώρητη τη πράξη του παπά. Μετά απ αυτό η καημένη η μητέρα του που δεν είχε αποδείξεις για την ύπαρξη του θεού, κι απ την άλλη οι άνθρωποι της εκκλησίας αποδεικνύονταν τόσο άπονοι και καταδότες ακόμα κι ετοιμοθάνατων ανθρώπων παραβιάζοντας το απόρρητο της εξομολόγησης, παραιτήθηκε απ τη προσπάθεια να τον πείσει. Δεν του είπε ποτέ ξανά να πάει στο κατηχητικό. Οι απορίες του για το θεό -τουλάχιστον για εκείνη τη περίοδο της παιδικής ηλικίας - δε λύθηκαν και οι σχέσεις του με την εκκλησία ποτέ δεν ήταν καλές. Μάλιστα, χρόνια αργότερα θα χειροτέρευαν.
Ήταν προς το τέλος της θητείας του, το 1966 παραμονές της χούντας όπως αποδείχτηκε εκ των υστέρων, όταν συνέβη αυτό που αποτέλεσε τη ταφόπλακα στις ήδη κακιές σχέσεις μαζί της. Ο λόχος της μονάδας στην οποία υπηρετούσε, διατάχθηκε τη Κυριακή (μια Κυριακή) να παραμείνει εντός του στρατοπέδου και να μη δοθεί καμιά άδεια εξόδου. Να μη λείψει κανείς επειδή θα ερχόταν ο Λοχαγός - ιερέας της μονάδας να εξομολογηθούν οι στρατιώτες. Αυτός είχε ήδη "φάει" 2-3 πενθήμερες ποινές φυλάκισης επειδή ήταν αδικαιολογήτως απών από τον υποχρεωτικό εκκλησιασμό του λόχου. Κι επειδή πλησίαζε ο καιρός να απολυθεί, για να μη φάει κι άλλη, με βαριά καρδιά αποφάσισε να πάρει μέρος στο μυστήριο. Ήταν πια μεσημέρι όταν ήρθε κι η σειρά του. Ρωτούσε όσους έβγαιναν, κυρίως τους "κολλητούς" του -τι ρωτάει ο παπάς -αλλά κανείς δε του έλεγε τίποτα επικαλούμενοι το απόρρητο της εξωμολόγησης. Μπήκε λοιπόν κι αυτός, χαιρέτισε το παπά (φορούσε κανονικό ράσσο, όχι στρατιωτική στολή) που του έδειξε να καθήσει σε μια ψάθινη καρέκλα που ήταν εκεί στην άκρη. Του είπε "Ότι ειπωθεί εδώ, πρέπει να παραμείνει εδώ μέσα. Ούτε λέξη δε θα βγει έξω και σε κανέναν". Γι αυτό κανείς δε λέει τίποτα σκέφθηκε αυτός. Ο παπάς, αφού ακούμπησε στο γραφείο που ήταν πίσω του, σταύρωσε τα χέρια του στο στήθος του και του είπε:" Τώρα ρε κωλόπαιδο, θα τα πεις όλα! Σε ποια οργάνωση είσαι, τι λέτε και τι κάνετε εκεί, σε ποιο σωματείο ανήκεις,όλα, όλα! Ακούς; Δε θα βγεις από δω μέσα αν δε μου τα πεις όλα!" Τον άκουγε αποσβωλομένος μη πιστεύοντας στ αυτιά του. Όταν συνήλθε, έγινε έξαλλος. Σηκώθηκε σαν ελατήριο, κόλλησε το πρόσωπό του στο πρόσωπο του παπά και του είπε: "Κάτι τέτοιοι σαν εσένα, στο τέλος θα τους διώξουν όλλους από την εκκλησία. Άντε γ......παπά! Και γυρίζοντάς του τη πλάτη βγήκε έξω. Ο παπάς πίσω του ωρυόταν: "Κάτσε κάτω, έλα δω, έλα πίσω αμέσως! Πού πας, θα σε περάσω στρατοδικείο!" Οι στρατιώτες άκουσαν τις φωνές και περίεργοι ρωτούσαν τι συνέβη. Όταν μετά από ώρα ηρέμησε, ήταν βέβαιος ότι η απόλυσή του θα έπαιρνε παράταση. Όταν μάλιστα τον ειδοποίησαν ότι το πρωΐ έπρεπε να παρουσιαστεί στο γραφείο του Συνταγματάρχη διοικητή της μονάδας, ήταν σίγουρος ότι τον περίμενε βαριά καμπάνα. Παραδόξως, όταν την άλλη μέρα το πρωΐ παρουσιάστηκε στο διοικητή, εκείνος ήρεμα και χωρίς αγριάδες του είπε ότι παραφέρθηκε, ότι παραβίασε όλους τους κανόνες υπακοής και στρατιωτικής πειθαρχίας κι ότι έπρεπε να τον τιμωρήσει παραδειγματικά. Αλλά επειδή όπως τον ενημέρωσαν είναι "καλός στρατιώτης", κι επειδή όπου να ναι απολύεται, δεν ήθελε να τον τιμωρήσει. Ούτε κι ο "ιερέας" ήθελε να τιμωρηθεί."Είναι βέβαιος ότι θα μεταμεληθείς και θα ζητήσεις συγνώμη" του είπε και τον τιμώρησε με το λιγώτερο που μπορούσε, με πέντε μέρες φυλάκιση. Δε ζήτησε ποτέ συγνώμη απ αυτό το παπά και δεν αποκατέστησε τη σχέση του με την εκκλησία. Δεν τα έβαζε όλα στο ίδιο σακί. Απλά, όπως εκείνος σεβόταν αυτό που πίστευε ο καθένας και τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις, ήθελε να σέβονται και τις δικές του επιφυλάξεις κι αντιρρήσεις. Υπήρχαν φωτεινά παραδείγματα ανθρώπων της εκκλησίας -ακόμα υπάρχουν και πάντα θα υπάρχουν - αλλά αυτός πίστευε οτι: "υπάρχουν αρκετοί καλοί τραγουδιστές, αλλά....το τραγούδι....Από πολύ μικρός πίστευε μόνο ότι μπορούσε να αποδειχτεί, να το δει, να το πιάσει κι όταν μεγάλωσε μόνο ότι μπορεί να αποδειχτεί επιστημονικά και τεκμηριωμένα. Η μάνα του δε του ξανάπε ποτέ να πάει στο κατηχητικό. Όταν λοιπόν τον άκουσε να της ζητάει να τον πάρει μαζί της, σκέφθηκε ότι το μόνο που μπορούσε να ελπίζει, ήταν να το ξεχάσει με
το καιρό. Του είπε ότι "κάποια" μέρα θα τον έπαιρνε μαζί της. Και την άκουσε να συμπληρώνει:"Είναι πολύ παλιός αυτός ο θεός γιε μου για να τον αλλάξουμε πια". Δεν ήξερε όμως αν μιλούσε σ εκείνον ή αν μονολογούσε. Από τότε, χωρίς να ξέρει πως και γιατί, μόλις εκείνη σηκωνόταν από το κρεββάτι
για να ετοιμαστεί για τη δουλειά, ξυπνούσε κι αυτός και τη παρακολουθούσε χωρίς να μιλά ώσπου να φύγει. Φορώντας το φανελένιο νυχτικό
της, κατέβαινε τη στενή ξύλινη σκάλα προσέχοντας να πατά ελαφρά για να μη τρίξει και ξυπνήσουν αυτός με τον αδελφό του κι ο πατέρας τους.
Άνοιγε τη πόρτα και πήγαινε στη μικρή κουζίνα που ήταν στα δεξιά του σπιτιού, για να πλυθεί, να πάρει λάδι και φυτιλάκια και να γυρίσει για να
ανάψει το καντήλι που ήταν στα εικονίσματα, στο κάτω δωμάτιο. Αφού έκανε την προσευχή της και το σταυρό της αρκετές φορές και μουρμουρίζοντας πάντα "δόξα να χεις, Κύριε", ετοίμαζε ότι επρόκειτο να πάρει μαζί της, ανάλογα και με το φαγητό που είχε μαγειρέψει αποβραδίς. Συνήθως, μαγείρευε από το προηγούμενο βράδυ, κι αφού έτρωγαν το βραδινό τους, το υπόλοιπο που έμενε για να φάνε την άλλη
μέρα το μεσημέρι που εκείνη θα έλειπε, αλλά κι αυτό που θα έπαιρνε μαζί της, το άδειαζε σε μια πήλινη πιατέλα και το έβαζε στο "φανάρι"— το
ψυγείο της εποχής. Ήταν μια μεταλλική κατασκευή, τετράγωνη, με πλευρές σαράντα επί πενήντα πόντους περίπου φάρδος και διώροφη, με ύψος
γύρω στους εξήντα πόντους. Γύρω -γύρω, είχε μια λεπτή σίτα για να αερίζονται τα τρόφιμα που έβαζαν μέσα, χωρίς όμως να μπορούν να εισχωρήσουν μύγες κι άλλα έντομα. Άνοιγε από τη μια πλευρά μ ένα πορτάκι με μάνταλο και στη κωνική οροφή του είχε ένα γάντζο από τον οποίο το κρεμούσαν στη πιο δροσερή γωνιά του σπιτιού. Όταν το φαγητό ήταν αρκετό - γιατί δεν ήταν πάντα - έπαιρνε το διθέσιο κατσαρολάκι της με την εσοχή για να μπαίνει το ένα μέσα στο άλλο και "κούμπωνε " με ένα μηχανισμό, έβαζε τόσο ώστε να μείνει αρκετό γι αυτόν, τον αδερφό του και το πατέρα τους και στο δεύτερο κατσαρολάκι έβαζε λίγα χόρτα, τα μόνα που ήταν σε αφθονία και που τα μάζευε η ίδια από τα χωράφια γύρω από το σπίτι. Αρκετές φορές την είχε δει να βάζει στο κατσαρολάκι της μόνο χόρτα, όταν το φαγητό ήταν λίγο και κάποια φορά
που τη ρώτησε γιατί το κάνει αυτό, εκείνη, ξαφνιασμένη που δεν είχε καταλάβει ότι τη παρακολουθούσε, του είπε ότι της πονούσε η κοιλιά της, "γι αυτό ". Ώσπου να καταλάβει ότι αυτό το έκανε για να μένει αρκετό φαγητό γι αυτούς, τον έτρωγε η έννοια γιατί η μητέρα του είχε τόσο
συχνά κοιλόπονο. Σ ένα μεσάλι -σε μια πετσέτα υφαντή - απ αυτές που ύφαινε η ίδια στον αργαλειό, όπως και τα περισσότερα απ τα ρούχα τους,
τύλιγε το ζυμωτό ψωμί της αφού πάντα το σταύρωνε τρεις φορές, λίγες ελιές κι ένα κρεμμύδι και το πιρούνι ή το κουτάλι της ανάλογα και με το φαγητό. Εκτός από τα χόρτα σχεδόν πάντα, στο σπίτι υπήρχε ψωμί. Το έφτιαχνε η ίδια στο μικρό φούρνο της αυλής. Μετά έδενε σταυρωτά
με τις τέσσερις άκρες το μεσάλι, το έβαζε στο καλάθι της, απαραίτητο εργαλείο για τη δουλειά της και το άφηνε δίπλα στη πόρτα για να το πάρει φεύγοντας. Πριν ντυθεί για να φύγει, πήγαινε στη τουαλέτα -"στο μέρος"-που βρισκόταν έξω από το σπίτι στην άκρη της αυλής. Ένα
ξύλινο παράπηγμα με μια μεγάλη στρογγυλή τρύπα στο σανιδένιο πάτωμα κι ένα βαθύ λάκκο από κάτω. Σίγουρα πάντως, έπρεπε να ξέρεις καλή "σκοποβολή" για να μην έχεις δυσάρεστα απρόοπτα και το χειμώνα, έπρεπε να είσαι αρκετά ανθεκτικός στο κρύο. Το τελευταίο μέρος της προετοιμασίας της, αφορούσε το "σαλβάρι"τη φαρδιά βράκα που φορούσαν όλες οι λιομαζώχτρες για να μπορούν να κάθονται στα πόδια τους
και να μαζεύουν τις ελιές, χωρίς το φόβο ότι κάποιος από τους άντρες του ταϊφά θα δει κάτι που δεν έπρεπε. "Χωρίς να βγάζουν φωτογραφίες" όπως έλεγαν οι ίδιες. Τέλος, ώσπου να ρίξει μια τελευταία ματιά μήπως είχε ξεχάσει κάτι, ακούγονταν απ το δρόμο οι φωνές του "ταϊφά", μιας
ομάδας είκοσι— εικοσιπέντε γυναικών, ανάλογα με την εποχή και το γαιοκτήμονα για τον οποίο εργάζονταν, άλλοτε περισσότερες κι άλλοτε
λιγότερες που τη καλούσαν να βγει στο δρόμο και να ενωθεί μαζί τους. Πριν δρασκελίσει το κατώφλι της πόρτας για να φύγει, έστρεφε πάντα
το κεφάλι της με ανησυχία προς το μέρος τους και με βαριά καρδιά έκλεινε τη πόρτα με τον εσωτερικό μάνταλο κι έφευγε. Η ίδια διαδικασία
κάθε μέρα, η ίδια αγωνία. Του είχε υποσχεθεί— μετά κι από τη τόση επιμονή του— ότι θα τον έπαιρνε μαζί της "κάποια" μέρα που δεν θα είχε σχολείο. Έπρεπε να ρωτήσει και το Κυρ -Δημητρό τον επιστάτη, αν μπορούσε να τον πάρει μαζί της στη δουλειά. Εκείνη θα προτιμούσε να γίνει
αυτό, όταν θα μάζευαν τις ελιές στο κάμπο που είναι πιο κοντά, γιατί έπρεπε να σκεφθεί και το άρρωστο πόδι του. Δεν ήταν πολύς καιρός που
είχε βγει από μια μεγάλη περιπέτεια με την υγεία του. Είχε προσβληθεί από πολιομυελίτιδα κι αφού έμεινε στο κρεββάτι ένα χρόνο σχεδόν παράλυτος, είχε γλυτώσει τα χειρότερα με μια ελαφρά ατροφία στο δεξί του πόδι κι έπρεπε να προσέχει πολύ.Δεν έπρεπε ακόμα να το κουράζει με πολύωρες πεζοπορίες. Όλα αυτά του τα είχε πει πολλές φορές μήπως τον μεταπείσει, αλλά που ν αλλάξει γνώμη αυτός. Και καθώς εκείνη τη χρονιά οι βροχές είχαν αρχίσει νωρίς και δεν έλεγαν να σταματήσουν, όταν επιτέλους σταμάτησαν, είχαν μείνει τα μακρινά κτήματα πάνω στα βουνά. Είχε πάρει και την άδεια από τον επιστάτη και περίμεναν να βρεθεί η κατάλληλη ευκαιρία για να πραγματοποιήσει την
υπόσχεσή της. Ήταν ένα Σάββατο βράδυ, όταν την ώρα που έτρωγαν, εκείνη τους είπε ότι θα δούλευαν και την άλλη μέρα, τη Κυριακή κι αφού δεν είχαν σχολείο, αν δεν είχε αλλάξει γνώμη μπορούσε να πάει μαζί της. Αυτός πέταξε απ τη χαρά του και στρώθηκε να γράψει τα μαθήματά του της Δευτέρας, αφού την άλλη μέρα θα πήγαινε στη "δουλειά". Όταν ο πατέρας του έκφρασε τις αντιρρήσεις του, τόσο για την απόσταση όσο
και για το κακό καιρό, έβαλε τα κλάματα και τους κατηγόρησε ότι λένε και ξελένε. Τελικά συμφώνησε κι αυτός κι αφού έγραψε τα μαθήματά του,
πήγε για ύπνο. Δεν ήθελε να κοιμηθεί επειδή φοβόταν ότι το πρωί δε θα τον ξυπνήσουν, αλλά η νύστα τον νίκησε.Όταν μάλιστα το πρωί τον ξύπνησαν, παραπονέθηκε γιατί αφού δεν έχει σχολείο δε τον άφησαν να κοιμηθεί, Ωστόσο συνήλθε, πετάχτηκε απ το στρώμα κι ετοιμάστηκε
γρήγορα. Την έβλεπε κι εκείνη να ετοιμάζεται, αλλά παρατήρησε διαφορές στην ετοιμασία εκείνο το πρωινό. Φαγητό για δύο άτομα με όλα τα σχετικά, διπλά ρούχα για εκείνον μήπως βραχεί και χρειαστεί να αλλάξει, κάποιο χοντρό ρούχο παραπάνω, μια χοντρή ζακέτα μήπως κρυώνει,
ακόμα και κολατσιό μήπως πεινάσει πριν το μεσημέρι. Όσο η μητέρα του ετοίμαζε ότι έπρεπε να πάρουν μαζί τους, παράλληλα προσπαθούσε να τον
κάνει να αλλάξει γνώμη, έστω και τη τελευταία στιγμή, αλλά αυτός δεν ήθ.ελε ν ακούσει κουβέντα. Κι όπως κάθε μέρα, την ίδια ώρα, οι φωνές
του ταϊφά τους καλούσαν να βγουν στο δρόμο.
το καιρό. Του είπε ότι "κάποια" μέρα θα τον έπαιρνε μαζί της. Και την άκουσε να συμπληρώνει:"Είναι πολύ παλιός αυτός ο θεός γιε μου για να τον αλλάξουμε πια". Δεν ήξερε όμως αν μιλούσε σ εκείνον ή αν μονολογούσε. Από τότε, χωρίς να ξέρει πως και γιατί, μόλις εκείνη σηκωνόταν από το κρεββάτι
για να ετοιμαστεί για τη δουλειά, ξυπνούσε κι αυτός και τη παρακολουθούσε χωρίς να μιλά ώσπου να φύγει. Φορώντας το φανελένιο νυχτικό
της, κατέβαινε τη στενή ξύλινη σκάλα προσέχοντας να πατά ελαφρά για να μη τρίξει και ξυπνήσουν αυτός με τον αδελφό του κι ο πατέρας τους.
Άνοιγε τη πόρτα και πήγαινε στη μικρή κουζίνα που ήταν στα δεξιά του σπιτιού, για να πλυθεί, να πάρει λάδι και φυτιλάκια και να γυρίσει για να
ανάψει το καντήλι που ήταν στα εικονίσματα, στο κάτω δωμάτιο. Αφού έκανε την προσευχή της και το σταυρό της αρκετές φορές και μουρμουρίζοντας πάντα "δόξα να χεις, Κύριε", ετοίμαζε ότι επρόκειτο να πάρει μαζί της, ανάλογα και με το φαγητό που είχε μαγειρέψει αποβραδίς. Συνήθως, μαγείρευε από το προηγούμενο βράδυ, κι αφού έτρωγαν το βραδινό τους, το υπόλοιπο που έμενε για να φάνε την άλλη
μέρα το μεσημέρι που εκείνη θα έλειπε, αλλά κι αυτό που θα έπαιρνε μαζί της, το άδειαζε σε μια πήλινη πιατέλα και το έβαζε στο "φανάρι"— το
ψυγείο της εποχής. Ήταν μια μεταλλική κατασκευή, τετράγωνη, με πλευρές σαράντα επί πενήντα πόντους περίπου φάρδος και διώροφη, με ύψος
γύρω στους εξήντα πόντους. Γύρω -γύρω, είχε μια λεπτή σίτα για να αερίζονται τα τρόφιμα που έβαζαν μέσα, χωρίς όμως να μπορούν να εισχωρήσουν μύγες κι άλλα έντομα. Άνοιγε από τη μια πλευρά μ ένα πορτάκι με μάνταλο και στη κωνική οροφή του είχε ένα γάντζο από τον οποίο το κρεμούσαν στη πιο δροσερή γωνιά του σπιτιού. Όταν το φαγητό ήταν αρκετό - γιατί δεν ήταν πάντα - έπαιρνε το διθέσιο κατσαρολάκι της με την εσοχή για να μπαίνει το ένα μέσα στο άλλο και "κούμπωνε " με ένα μηχανισμό, έβαζε τόσο ώστε να μείνει αρκετό γι αυτόν, τον αδερφό του και το πατέρα τους και στο δεύτερο κατσαρολάκι έβαζε λίγα χόρτα, τα μόνα που ήταν σε αφθονία και που τα μάζευε η ίδια από τα χωράφια γύρω από το σπίτι. Αρκετές φορές την είχε δει να βάζει στο κατσαρολάκι της μόνο χόρτα, όταν το φαγητό ήταν λίγο και κάποια φορά
που τη ρώτησε γιατί το κάνει αυτό, εκείνη, ξαφνιασμένη που δεν είχε καταλάβει ότι τη παρακολουθούσε, του είπε ότι της πονούσε η κοιλιά της, "γι αυτό ". Ώσπου να καταλάβει ότι αυτό το έκανε για να μένει αρκετό φαγητό γι αυτούς, τον έτρωγε η έννοια γιατί η μητέρα του είχε τόσο
συχνά κοιλόπονο. Σ ένα μεσάλι -σε μια πετσέτα υφαντή - απ αυτές που ύφαινε η ίδια στον αργαλειό, όπως και τα περισσότερα απ τα ρούχα τους,
τύλιγε το ζυμωτό ψωμί της αφού πάντα το σταύρωνε τρεις φορές, λίγες ελιές κι ένα κρεμμύδι και το πιρούνι ή το κουτάλι της ανάλογα και με το φαγητό. Εκτός από τα χόρτα σχεδόν πάντα, στο σπίτι υπήρχε ψωμί. Το έφτιαχνε η ίδια στο μικρό φούρνο της αυλής. Μετά έδενε σταυρωτά
με τις τέσσερις άκρες το μεσάλι, το έβαζε στο καλάθι της, απαραίτητο εργαλείο για τη δουλειά της και το άφηνε δίπλα στη πόρτα για να το πάρει φεύγοντας. Πριν ντυθεί για να φύγει, πήγαινε στη τουαλέτα -"στο μέρος"-που βρισκόταν έξω από το σπίτι στην άκρη της αυλής. Ένα
ξύλινο παράπηγμα με μια μεγάλη στρογγυλή τρύπα στο σανιδένιο πάτωμα κι ένα βαθύ λάκκο από κάτω. Σίγουρα πάντως, έπρεπε να ξέρεις καλή "σκοποβολή" για να μην έχεις δυσάρεστα απρόοπτα και το χειμώνα, έπρεπε να είσαι αρκετά ανθεκτικός στο κρύο. Το τελευταίο μέρος της προετοιμασίας της, αφορούσε το "σαλβάρι"τη φαρδιά βράκα που φορούσαν όλες οι λιομαζώχτρες για να μπορούν να κάθονται στα πόδια τους
και να μαζεύουν τις ελιές, χωρίς το φόβο ότι κάποιος από τους άντρες του ταϊφά θα δει κάτι που δεν έπρεπε. "Χωρίς να βγάζουν φωτογραφίες" όπως έλεγαν οι ίδιες. Τέλος, ώσπου να ρίξει μια τελευταία ματιά μήπως είχε ξεχάσει κάτι, ακούγονταν απ το δρόμο οι φωνές του "ταϊφά", μιας
ομάδας είκοσι— εικοσιπέντε γυναικών, ανάλογα με την εποχή και το γαιοκτήμονα για τον οποίο εργάζονταν, άλλοτε περισσότερες κι άλλοτε
λιγότερες που τη καλούσαν να βγει στο δρόμο και να ενωθεί μαζί τους. Πριν δρασκελίσει το κατώφλι της πόρτας για να φύγει, έστρεφε πάντα
το κεφάλι της με ανησυχία προς το μέρος τους και με βαριά καρδιά έκλεινε τη πόρτα με τον εσωτερικό μάνταλο κι έφευγε. Η ίδια διαδικασία
κάθε μέρα, η ίδια αγωνία. Του είχε υποσχεθεί— μετά κι από τη τόση επιμονή του— ότι θα τον έπαιρνε μαζί της "κάποια" μέρα που δεν θα είχε σχολείο. Έπρεπε να ρωτήσει και το Κυρ -Δημητρό τον επιστάτη, αν μπορούσε να τον πάρει μαζί της στη δουλειά. Εκείνη θα προτιμούσε να γίνει
αυτό, όταν θα μάζευαν τις ελιές στο κάμπο που είναι πιο κοντά, γιατί έπρεπε να σκεφθεί και το άρρωστο πόδι του. Δεν ήταν πολύς καιρός που
είχε βγει από μια μεγάλη περιπέτεια με την υγεία του. Είχε προσβληθεί από πολιομυελίτιδα κι αφού έμεινε στο κρεββάτι ένα χρόνο σχεδόν παράλυτος, είχε γλυτώσει τα χειρότερα με μια ελαφρά ατροφία στο δεξί του πόδι κι έπρεπε να προσέχει πολύ.Δεν έπρεπε ακόμα να το κουράζει με πολύωρες πεζοπορίες. Όλα αυτά του τα είχε πει πολλές φορές μήπως τον μεταπείσει, αλλά που ν αλλάξει γνώμη αυτός. Και καθώς εκείνη τη χρονιά οι βροχές είχαν αρχίσει νωρίς και δεν έλεγαν να σταματήσουν, όταν επιτέλους σταμάτησαν, είχαν μείνει τα μακρινά κτήματα πάνω στα βουνά. Είχε πάρει και την άδεια από τον επιστάτη και περίμεναν να βρεθεί η κατάλληλη ευκαιρία για να πραγματοποιήσει την
υπόσχεσή της. Ήταν ένα Σάββατο βράδυ, όταν την ώρα που έτρωγαν, εκείνη τους είπε ότι θα δούλευαν και την άλλη μέρα, τη Κυριακή κι αφού δεν είχαν σχολείο, αν δεν είχε αλλάξει γνώμη μπορούσε να πάει μαζί της. Αυτός πέταξε απ τη χαρά του και στρώθηκε να γράψει τα μαθήματά του της Δευτέρας, αφού την άλλη μέρα θα πήγαινε στη "δουλειά". Όταν ο πατέρας του έκφρασε τις αντιρρήσεις του, τόσο για την απόσταση όσο
και για το κακό καιρό, έβαλε τα κλάματα και τους κατηγόρησε ότι λένε και ξελένε. Τελικά συμφώνησε κι αυτός κι αφού έγραψε τα μαθήματά του,
πήγε για ύπνο. Δεν ήθελε να κοιμηθεί επειδή φοβόταν ότι το πρωί δε θα τον ξυπνήσουν, αλλά η νύστα τον νίκησε.Όταν μάλιστα το πρωί τον ξύπνησαν, παραπονέθηκε γιατί αφού δεν έχει σχολείο δε τον άφησαν να κοιμηθεί, Ωστόσο συνήλθε, πετάχτηκε απ το στρώμα κι ετοιμάστηκε
γρήγορα. Την έβλεπε κι εκείνη να ετοιμάζεται, αλλά παρατήρησε διαφορές στην ετοιμασία εκείνο το πρωινό. Φαγητό για δύο άτομα με όλα τα σχετικά, διπλά ρούχα για εκείνον μήπως βραχεί και χρειαστεί να αλλάξει, κάποιο χοντρό ρούχο παραπάνω, μια χοντρή ζακέτα μήπως κρυώνει,
ακόμα και κολατσιό μήπως πεινάσει πριν το μεσημέρι. Όσο η μητέρα του ετοίμαζε ότι έπρεπε να πάρουν μαζί τους, παράλληλα προσπαθούσε να τον
κάνει να αλλάξει γνώμη, έστω και τη τελευταία στιγμή, αλλά αυτός δεν ήθ.ελε ν ακούσει κουβέντα. Κι όπως κάθε μέρα, την ίδια ώρα, οι φωνές
του ταϊφά τους καλούσαν να βγουν στο δρόμο.
Βγήκαν από το σπίτι και οι σκιές των δέντρων από το σχεδόν ολόγιομο φεγγάρι, τον τύλιξαν σαν τεράστια χέρια δράκου. Ο φόβος βούτηξε μέσα
του κι έκανε τη καρδιά του να φτερουγίσει σαν τρομαγμένο πουλί. Αναζήτησε το σίγουρο χέρι της μητέρας του, σφίχτηκε πάνω της και βγήκαν από
την αυλή με γρήγορο βήμα για να συναντήσουν τους άλλους. Όταν έφτασαν κοντά τους, καμιά εικοσιπενταριά άτομα τσούρμο, οι περισσότερες
νέες γυναίκες, στην ηλικία της μητέρας του, αλλά και λίγο μικρότερες και κάνα δυο μεγαλύτερες, όλες μαζί άρχισαν τον πειράζουν: "Καλώς το
το παλικάρι μας. Καλέ, τι όμορφος άντρας είναι αυτός; Ελένη, με θες για νύφη σου; Τον παντρεύομαι το γιο σου." Κι όταν τα πειράγματα αγρίεψαν και μια πεταχτούλα μελαχρινή που αργότερα αποδείχτηκε το πειραχτήρι του ταϊφά, με περιπαιχτικό ύφος ρώτησε:"Να δούμε πρώτα
αν έχει πουλί. Χωρίς πουλί τι να τον κάνουμε. Έχεις πουλί;" τον ρώτησε και καθώς τον πλησίαζε τάχα για να τον ψάξει, άρχισε να μετανιώνει,
αλλά ήταν πια αργά. Η μητέρα του τις παρακάλεσε να τον αφήσουν ήσυχο αλλά καμιά δεν άκουγε. Από τη δύσκολη θέση τον έβγαλε ο επιστάτης
που ενώ προπορευόταν, όταν άκουσε τα γέλια τους και τη βαβούρα, είχε κρατήσει το μουλάρι του κι όταν έφτασαν κοντά του, έβαλε μια δυνατή
φωνή: "Σκάστε πια, όρεξη που την έχετε πρωί-πρωί. Αφήστε ήσυχο το μωρό!" Αυτό το τελευταίο τον πλήγωσε πολύ αλλά για λίγο ησύχασαν και
γλύτωσε από τα ενοχλητικά πειράγματά τους. Όταν ξανάρχισαν να συζητούν και να γελούν, είχαν άλλα θέματα που αυτός δε τα καταλάβαινε αλλά αυτό δεν τον απασχολούσε. Από ώρα είχαν αφήσει το δρόμο κι ανηφόριζαν στο βουνό από ένα κακοτράχαλο μονοπάτι. Ακόμα κι αυτές που
ήταν συνηθισμένες στη καθημερινή πεζοπορία και την ανάβαση, δε μιλούσαν πια κάνοντας οικονομία στην ανάσα τους και στις δυνάμεις τους.
Στη πρωινή ησυχία, μόνο τα πέταλα απ το μουλάρι ακούγονταν που κλωτσούσε τις πέτρες. Η μητέρα του τον ένοιωθε να βαραίνει και να ξεμένει
καθώς τον κρατούσε από το χέρι κι έπρεπε να τον τραβά για να μπορεί να παρακολουθεί το ρυθμό τους. Αυτός αισθανόταν το πόδι του να παραλύει. Και τι δε θα δινε να μπορούσε να καθίσει λίγο να ξεκουραστεί. Όσο κι αν ο εγωισμός του δεν τον άφηνε να ζητήσει βοήθεια, μέσα του
παραδεχόταν πως έπρεπε να είχε ακούσει τη μητέρα του και να μείνει στο σπίτι. Όταν έφτασε στο αμήν να σωριαστεί κάτω, είδε πάλι δίπλα του
το μουλάρι του επιστάτη και τον άκουσε να λέει στη μητέρα του: "Ελένη, σήκωσέ τον να τον πάρω στο μουλάρι, γιατί θα σου μείνει στο δρόμο ".
Εκείνη, τον έπιασε από τη μέση και τον σήκωσε ψηλά ενώ ο επιστάτης τον άρπαξε από τις μασχάλες με τα δυνατά του χέρια και τον έκατσε στα
καπούλια του ζώου κι όταν άκουσε τη μητέρα του να τον ευχαριστεί, ψέλλισε κι αυτός μερικά "φχαριστώ, φχαριστώ πολύ". Αφού πιάστηκε από τη χοντρή πατατούκα του επιστάτη κι αφέθηκε να απολαύσει τη διαδρομή και την ανακούφιση από το κουρασμένο του πόδι.
Ο κυρ - Δημητρός ήταν ένας άντρας μετρίου αναστήματος, σχεδόν χοντρός, με μια κοιλιά που κρεμόταν πάνω από τη ζώνη του παντελονιού
του, με φαρδιές πλάτες ούτε όμορφος ούτε άσχημος στο πρόσωπο, μ ένα παχύ μουστάκι πάνω απ τα χείλη του, ίσως γιατί έτσι προσπαθούσε να
ισορροπήσει το τελείως καραφλό κρανίο του μέχρι το ύψος των αυτιών του το οποίο έκρυβε με μια σκουρόχρωμη τραγιάσκα. Την υπόλοιπη μέρα που θα ήταν μαζί θα παρατηρούσε επίσης ότι κάπνιζε πολύ. Άναβε το.τσιγάρο με τη γόπα του τσιγάρου που τέλειωνε, χωρίς να χρησιμοποιεί αναπτήρα κι ήταν πολύ αστείος με τα στραβά του πόδια όταν περπατούσε γέρνοντας το σώμα του δεξιά κι αριστερά. Τα πόδια του,
από τη πολύχρονη -ίσως -καβαλαρία στο μουλάρι ή από γεννησιμιού του, είχαν μια κλήση που.. άνοιγαν από τους μηρούς προς τα έξω ως τα γόνατα κι έκλειναν πάλι προς τα μέσα. Είχε τη φήμη γυναικά, όχι επειδή άρεσε στις γυναίκες, αλλά επειδή άπλωνε τα χέρια του όπου νόμιζε ότι μπορεί αλλά κι όπου δε μπορούσε επίσης χωρίς να τον νοιάζει αν ήταν δεκαπέντε ή εξηνταπέντε χρονών. Φοβόταν όμως τη γυναίκα του κι όταν
καταλάβαινε ότι κάποια μπορεί να κάνει φασαρία,τότε μόνο την απέφευγε. Και για κακή του τύχη, αλλά και για κακή τύχη όλων, την ημέρα που
αυτός είχε πάει μαζί τους, θα συνέβαινε το χειρότερο επεισόδιο. Είχε ξημερώσει πια όταν έφτασαν στο κτήμα, μετά από πεζοπορία μιάμισης ώρας και βάλε. Εκεί τους περίμενε ήδη ο αγωγιάτης με τα τέσσερα μουλάρια του με τα οποία θα μετέφερε τις ελιές που θα μάζευαν οι γυναίκες στο λιοτρίβι. Και πριν προλάβουν καλά -καλά να πουν καλημέρα, έφτασαν καλπάζοντας με ποδοβολητό που έκανε κομμάτια τη πρωινή ησυχία,
τέσσερις καβαλάρηδες με τα ιδρωμένα άλογά τους και ξεπέζεψαν καλημερίζοντας όλους με γέλια και πειράγματα, με τη ζωηράδα της νιότης τους. Ήταν και οι τέσσερις είκοσι -εικοσιπέντε χρονών το πολύ. Ήταν οι ραβδιστές. Τέσσερα γεροδεμένα παλικάρια, που μόλις τακτοποίησαν
τα άλογά τους, πήραν τις "τέμπλες" τους -κάτι μακρυά κι ευλίγιστα ραβδιά, με τα οποία έριχναν τις ελιές χτυπώντας δυνατά τα κλαδιά των
δέντρων - κι άρχισαν δουλειά. Τότε δεν υπήρχαν ακόμα τα πανιά και τα δίχτυα που απλώνουν σήμερα κι εύκολα μαζεύουν το καρπό. Τις
μάζευαν οι γυναίκες μία - μία με τα δάχτυλά τους να παγώνουν από το κρύο κι άλλοτε να πρήζονται από τα αγκάθια που τα τρυπούσαν. Όλοι,
άντρες και γυναίκες έπιασαν δουλειά κι η μέρα άρχισε να βρίσκει το ρυθμό της, με τον ήλιο ν ανεβαίνει σιγά - σιγά στον ουρανό παίζοντας με τα σύννεφα που έτρεχαν κυνηγημένα απ το βοριαδάκι. Δούλευαν όλοι εκτός απ αυτόν. Πήγε κοντά στη μητέρα του κι αφού παρατήρησε για λίγο το
γρήγορο ρυθμό των χεριών της καθώς μάζευε τις ελιές και τις έριχνε στο καλάθι της, κάθισε στο πλάι της και προσπάθησε να τη μιμηθεί.Απογοητεύτηκε γρήγορα από τον αργό ρυθμό του κι όταν πολύ σύντομα ένοιωσε τα δάχτυλά του να πονάνε από τα αγκάθια αλλά και το
κρύο, τα παράτησε χωρίς όμως να πει τίποτα σ εκείνη από εγωισμό. Τυλίχτηκε καλά στη χοντρή ζακέτα που του έδωσε η μητέρα του για να ζεσταθεί κι απομακρύνθηκε περιπλανώμενος εδώ κι εκεί ανάμεσα στα δέντρα. Όταν κάποια στιγμή η μητέρα του του φώναξε να φάει το κολατσιό του, κατάλαβε ότι όντως πεινούσε. Κάθισε στη ρίζα ενός δέντρου προστατεύοντας τη πλάτη του απ το παγωμένο άνεμο κι άρχισε να
τρώει το ψωμοτύρι του. Από εκεί που καθόταν, μπορούσε εύκολα να παρατηρήσει τις κρυφές ματιές που έριχναν οι ελεύθερες κοπέλες στα
παλικάρια και τα νοήματα που έκαναν αυτοί, ανεβασμένοι στα δέντρα ή καθώς περνούσαν από κοντά τους κι ανάμεσά τους για να πάνε απ το
ένα δέντρο στο άλλο. Ήταν μια πολύ δύσκολη κι επικίνδυνη δουλειά που απαιτούσε εκτός από δύναμη και ικανότητα να ισορροπείς πάνω στα δέντρα, χωρίς να κρατιέσαι από πουθενά την ώρα της δουλειάς, ακόμα και στα πιο απομακρυσμένα κλαδιά του δέντρου. Δεν ήταν λίγοι οι νέοι που είχαν σκοτωθεί κι ακόμα περισσότεροι οι σακατεμένοι. Οι γυναίκες δεν άργησαν να γεμίσουν τα τσουβάλια κι ο κυρ - Δημητρός φώναξε τον αγωγιάτη -τον έλεγαν Ταξιάρχη - και τον βοήθησε να φορτώσει τα μουλάρια για το πρώτο δρομολόγιο.Ως το μεσημέρι στη μία που σταμάτησαν όλοι για να φάνε, σ ένα πλάτωμα απάγκιο κάτω απ τα δέντρα, οι ώρες είχαν περάσει γρήγορα, σχεδόν ευχάριστα. Κάθισαν όλοι σένα μεγάλο
κύκλο κι.όλοι αντάλλαξαν κάτι απ το φαγητό τους με κάποιον άλλο. Τα πειράγματα ανάμεσα στ' αγόρια και τα κορίτσια έδιναν κι έπαιρναν. Οι
παντρεμένες κρυφογελούσαν καθώς σίγουρα θα θυμόντουσαν τα δικά τους όταν ήταν κι αυτές ανύπαντρες. Η ώρα του φαγητού πέρασε γρήγορα και με τη τελευταία μπουκιά ακόμα στο στόμα, ο επιστάτης άρχισε τα "άιντε, άιντε, πάμε να χωνέψουμε το φαΐ μας μη βαρυστομαχιάσουμε " όλοι άρχισαν τη δουλειά τους. Ένας από τους ραβδιστές άρχισε το τραγούδι και σύντομα όλοι έγιναν μια μεγάλη χορωδία, που ο αντίλαλός της, η ηχώ της, γέμισε τη ρεματιά.Είχαν ξαναγεμίσει τα τσουβάλια, όταν επέστρεψε ο Ταξιάρχης από το πρώτο δρομολόγιό του. Όταν έφαγε κι αυτός, αφού ξαναφόρτωσε τα μουλάρια με τη βοήθεια του επιστάτη, πήρε το δρόμο κατηφορίζοντας ξανά για το λιοτρίβι. Ο κυρ - Δημητρός τον ακολούθησε στο μονοπάτι κι αφού περπάτησαν για λίγο μαζί, ο Ταξιάρχης χάθηκε στη πρώτη στροφή κι αυτός συνέχισε απ την αντίθετη πλευρά ανάμεσα στα δέντρα. Η μέρα είχε γείρει προς το δεύτερο μισό της και το φως είχε αρχίσει να λιγοστεύει κάπως. Αυτός είχε απομακρυνθεί ψάχνοντας
κάποιο μέρος για να κατουρήσει χωρίς να τον βλέπουν, όταν του φάνηκε ότι άκουσε πνιχτές φωνές, κάτι σα λογομαχία, εκεί λίγο πιο πέρα κοντά στο ντάμι -στο μικρό σπιτάκι που χρησίμευε για αποθήκη των εργαλείων για τις δουλειές στο κτήμα. Δεν ήταν οι φωνές από τα τραγούδια.
Αυτά, ίσα - ίσα που έφταναν αχνά στ' αυτιά του καθώς είχε απομακρυνθεί αρκετά. Πλησίασε προς το μέρος που ακούγονταν οι φωνές κι έμεινε
μαρμαρωμένος απ αυτό που είδε. Ένας άντρας και μια γυναίκα χειρονομούσαν σπρώχνοντας ο ένας τον άλλο, σα να μάλωναν. Στην αρχή δεν
τους αναγνώρισε. Όταν πλησίασε όμως προσεκτικά λίγο ακόμα, είδε ότι επρόκειτο για τον επιστάτη. Αυτόν τον γνώρισε εύκολα. Είχε στριμώξει μια κοπέλα με τη πλάτη κολλημένη στο δέντρο. Ή την είχε πετύχει στο κατούρημα ή της είχε σπάσει τη βρακοζώνη από το σαλβάρι της, γιατί αυτό ήταν πεσμένο κάτω στα πόδια της κι ο κυρ -Δημητρός είχε χώσει το αριστερό του χέρι στο στήθος της κοπέλας κάτω από τα
ρούχα της και με το δεξί προσπαθούσε να σηκώσει τη φούστα της. Εκείνη αντιστεκόταν και του φώναζε "μη κυρ -Δημητρό, δε θέλω, μη, θα φωνάξω και θα γίνει κακό, μη σε παρακαλώ, θα μας δουν ", αλλά αυτός δεν άκουγε τίποτα. Είχε αναψοκοκκινήσει η μούρη του και ξερογλυφόταν. Η τραγιάσκα του είχε πέσει, η ιδρωμένη από την έξαψη καράφλα του γυάλιζε και τα μαλλιά του, έτσι όπως πετούσαν πίσω απ τα αυτιά του, ίδιος ο
διάβολος. "Έλα τώρα που κάνεις τη δύσκολη, της έλεγε. Αφού το θέλεις κι εσύ, θα περάσουμε ωραία ". Δε πρόλαβε να ακούσει τι απάντησε εκείνη. Ο θόρυβος από βήματα που πλησιάζουν τρέχοντας ακούστηκε, που όταν έφτασε κοντά ούρλιαξε: "Καλά το κατάλαβα ρε πούστη, από το πρωί γυρωφέρνεις τις γυναίκες όταν πάνε για κατούρημα. Σε είχα πάρει χαμπάρι. Τώρα θα στον κόψω ρε καριόλη και θα στον δώσω να τον φας".
Και λέγοντας αυτά, τράβηξε από τη μέση του, απ το ζωνάρι του ένα μαχαίρι, πέταξε στην άκρη το θηκάρι του κι όρμησε κατά πάνω του. ΄Ετσι
όπως ήταν νεώτερος και πιο ψηλός, έλεγες πάει, τελειώσανε τα ψωμιά του επιστάτη, θα τον μακελέψει.Αποδείχτηκε όμως, ευτυχώς γι αυτόν,
ότι αν και ήταν κοντός και χοντρούλης, ήταν επίσης δυνατός κι ευκίνητος. Είχε παρατήσει τη κοπέλα και κρατώντας κι αυτός το μαχαίρι του,
πισωπατούσε έτοιμος να προστατέψει τον εαυτό του. Η κοπέλα, αφού έφτιαξε τα ρούχα της, άρχισε να παρακαλά το παλικάρι, να μη του κάνει
κακό. "΄Αστον Ερμόλαε, σε παρακαλώ, δεν έγινε τίποτα, άστον. Αφού τον ξέρεις, άχρηστος είναι, άστον για χατήρι μου ". "Για το χατήρι σου Αργυρώ μου θα τον σφάξω σαν αρνί. Τόλμησε κι άπλωσε χέρι πάνω σου; Εδώ θα του ανοίξω το τάφο του ", της είπε και τον γυρόφερνε ψάχνοντας τη κατάλληλη στιγμή για να τον χτυπήσει.
Η κοπέλα αφού είδε ότι δεν έπιαναν τόπο τα παρακάλια της, έβαλε τις φωνές.
"Βοήθεια! Βοήθεια! Ελένηηη! Μιχάληηη! Βοήθεια, καλέ θα σφαχτούνε! Ελένηηη! Την άκουσε να φωνάζει τη μάνα του κι έναν απ τους ραβδιστές.
Από τις φωνές της, αυτός που έδειχνε να νοιάζεται περισσότερο, ήταν ο επιστάτης. Σίγουρα δε του άρεσε η τροπή που έπαιρνε η κατάσταση, γιατί δεν ήθελε να το μάθει η γυναίκα του κι άρχισε να ζητά ανακωχή.
"Με παρεξήγησες βρε Ερμόλαε, δεν έγινε τίποτα, δεν ακούς την Αργυρώ; Αφού σου το λέει κι αυτή, δεν έγινε τίποτα. Πες του κι εσύ Αργυρώ".
Ο Ερμόλαος όμως, όχι μόνο δεν είχε σκοπό να σταματήσει, αλλά αντίθετα, ετοιμάστηκε να ξεμπερδεύει μαζί του. Με μια γρήγορη κίνηση, άλλαξε
το κράτημα του μαχαιριού στο χέρι του, έτσι ώστε να μπορεί όταν.το κατεβάζει από πάνω προς τα κάτω, να καρφώσει τον αντίπαλό του. Τα μάτια του πετούσαν σπίθες και το πρόσωπό του είχε αγριέψει. Είχε αποφασίσει να σκοτώσει. Αλλά κι ο κυρ -Δημητρός, δεν ήταν εύκολος
αντίπαλος. Έτσι όπως τον έβλεπες με τη πρώτη ματιά, δεν τον υπολόγιζες, αλλά παρά τα κιλά του και το κοντό του μπόι, ήταν άνθρωπος δυνατός και σκληραγωγημένος. Κρατούσε το μαχαίρι του στη χούφτα του, έτσι που να μπορεί προτείνοντάς το μπροστά, να καρφώσει τον αντίπαλό του, αλλά για την ώρα, αυτό που τον ενδιέφερε περισσότερο, ήταν να αμύνεται και να αποφεύγει τα χτυπήματα του αντιπάλου του.
Ήταν επίσης φανερό ότι η ζυγαριά, είχε αρχίσει να γέρνει εις βάρος του. Ο χρόνος δεν ήταν σύμμαχός του. Το έβλεπες καθαρά στο πρόσωπό του
που εκτός από το βαριανάσαιμα και τον ιδρώτα που έτρεχε ποτάμι, είχε πάρει και μια απολογητική έκφραση. Δε θα άντεχε για πολύ ακόμα στην
ορμή του νεαρού αντιπάλου του. Αυτός γινόταν όλο και πιο απειλητικός κι ο επιστάτης είχε καταφέρει να αποφύγει δυο -τρία χτυπήματα με μόνο θύμα το πουκάμισό του, αλλά πόσο θα άντεχε ακόμα; Όταν μάλιστα άκουσε να πλησιάζουν τρέχοντας και φωνάζοντας ένα τσούρμο οι άντρες και οι γυναίκες του ταϊφά, ο Ερμόλαος αποφάσισε να τελειώνει μαζί του. Πήδηξε λίγο δεξιά για ν αποφύγει ένα χτύπημα του επιστάτη,
ενώ ταυτόχρονα ύψωσε το χέρι του και το κατέβασε με λύσσα κατά πάνω του. Αυτό το χτύπημα αν έβρισκε το στόχο του, σίγουρα θα
ήταν θανατηφόρο, αλλά ο επιστάτης μαζεύοντας και το τελευταίο σπυρί απ τη δύναμή του έγειρε προς τα πίσω και το απέφυγε. Ο Ερμόλαος
έκανε ένα βήμα μπροστά κι ανεβάζοντας με γρηγοράδα το μαχαίρι του προς τα πάνω και καθώς ο επιστάτης έσκυψε λίγο για να προστατέψει τη
κοιλιά του και το στομάχι του,το μαχαίρι του Ερμόλαου τον πέτυχε στην αριστερή πλευρά. Στην αρχή σκίζοντας μόνο τα ρούχα του, αλλά ανεβαίνοντας προς τα πάνω, άρχισε να σκίζει όλο και πιο βαθιά το γερμένο μπροστά σώμα του. Πρώτα από την αριστερή πλευρά και λίγο πάνω
από τη μέση του, στη συνέχεια περνώντας λίγο δεξιά απ το μέρος της καρδιάς αλλά και πιο βαθιά, κατέληξε να σκίσει το μπράτσο του από το
ποντίκι ψηλά ως τον ώμο, ανοίγοντάς το σα γαρύφαλλο κόκκινο και το αίμα του πετάχτηκε μπροστά. Αυτός έμεινε να κοιτά το πληγωμένο του
χέρι και το αίμα να τρέχει πριν ακόμα καταλάβει το πόνο. Ο άλλος βρήκε την ευκαιρία να του ρίξει μια καλοζυγισμένη δυνατή κλωτσιά με την
αρβύλα του ανάμεσα στα σκέλια, που τον έκανε να ουρλιάξει από το πόνο. Έπεσε πίσω ανάσκελα, πέταξε μακρυά το μαχαίρι του καθώς έπεφτε,
και με τα δυο του χέρια έπιασε τα σακατεμένα του αχαμνά. "Άι μανούλα μου, φώναξε. Με σακάτεψε ο άτιμος. Άι, άι, άι, τι πόνος είναι τούτος;"
Ο Ερμόλαος δεν έδειξε να νοιάζεται για το πόνο του επιστάτη. Μ ένα σάλτο, γονάτισε πάνω του, και όπως ήταν καθισμένος στο στήθος του, σήκωσε το μαχαίρι
του για να το καρφώσει στο στήθος του αντιπάλου του. Εκείνος, περισσότερο από ένστικτο, άφησε τα αχαμνά του κι έφερε τα χέρια του μπροστά σε θέση άμυνας την ώρα που η Αργυρώ ούρλιαζε: "Ερμόλαε, μη! Μη γίνεις φονιάς καλέ μου, μηηη! Το ίδιο δυνατά φώναζαν και οι άλλοι
που έτρεχαν να προλάβουν το κακό. Οι γυναίκες ωρύονταν όλες μαζί το ίδιο και οι τρις ραβδιστές. Όμως ο Ερμόλαος τυφλωμένος απ το θυμό του, δεν άκουγε κανέναν. Κι όταν ο Μιχάλης, ο ένας από τους τρις ραβδιστές του φώναξε: "Στάσου μωρέ, τι πας να κάνεις;" το μαχαίρι του ήταν
ψηλά έτοιμο να σκοτώσει. Ο Μιχάλης σκέφτηκε ότι δε προλάβαινε να κάνει πολλά πράγματα. Μ ένα σάλτο όμως έπεσε πάνω στον Ερμόλαο και τον παρέσυρε μαζί του κοτρωβαλόντας κι οι δυο τους μακριά από το πληγωμένο επιστάτη που δε πίστευε ότι την είχε γλυτώσει έστω και τη
τελευταία στιγμή. Η αναμπουμπούλα μ όλα τα επακόλουθά της άρχισε να καταλαγιάζει σιγά - σιγά και οι δυο μεγαλύτερες στην ηλικία γυναίκες,
ανέλαβαν να δέσουν τα τραύματά του. Εκείνος προσπαθούσε να δικαιολογήσει τ αδικαιολόγητα, έχοντας και το φόβο της Φρόσως, της γυναίκας του. "Βρε παιδιά, μη τυχόν και φτάσει τίποτα στ' αυτιά της γυναίκας μου σας παρακαλώ. Θα νομίζει ότι κάτι έγινε και ποιος την ακούει,
θα βρω το μπελά μου άδικα με τις παλαβομάρες του Ερμόλαου. Ακούς εκεί να λέει ότι ρίχτηκα στην Αργυρώ! Ποιος,εγώ! Αν είναι δυνατόν. Αντί
να μου ζητήσει συγνώμη που κόντεψε να με σκοτώσει, ζητάει και τα ρέστα. Άσε που με σακάτεψε. Άχρηστο θα με κατάντησε, πρέπει να πάω στο
γιατρό μήπως προλάβω το κακό ".
Όλοι ήξεραν βέβαια ότι το αντρόγυνο, μετά από δεκαπέντε χρόνια γάμου, δεν είχε παιδιά γιατί ο κυρ - Δημητρός ήταν τζούφιος. Ο κόσμος το
είχε τούμπανο κι αυτός κρυφό καμάρι. Όσο για τον Ερμόλαο, μετά το επεισόδιο φούσκωνε σα διάνος για το κατόρθωμά του κι απειλούσε ότι την
άλλη φορά που κάποιος θα τολμούσε να αγγίξει την Αργυρώ, δε θα γλίτωνε. Έτσι, ακόμα κι αυτοί που δεν υποψιάζονταν ότι κάτι τρέχει με τον
Ερμόλαο και την Αργυρώ, τώρα πια δεν είχαν καμιά αμφιβολία. Και η επίσημη αναγγελία των αρραβώνων τους έπειτα από λίγες μέρες το επιβεβαίωσε. Κι ενώ το περιστατικό μαθεύτηκε σ όλα τα χωριά της περιοχής -πως να κρατηθεί κάτι μυστικό όταν το ξέρουν εικοσιπέντε γυναίκες ;- η κυρα - Φρόσω δεν έμαθε τίποτα, όπως πάντα, για τα κατορθώματα του άντρα της ούτε αυτή τη φορά. Η Φρόσω ήταν κόρη του
κυρ - Αναστάση, του προηγούμενου επιστάτη του μεγαλοκτηματία. Ήταν καλή κοπέλα, μόνο που το αριστερό της μάτι ήταν άσπρο και γουρλωτό
σαν της αγελάδας. Από τι το έπαθε αυτό κανείς δεν ήξερε. Ο καημένος ο κυρ - Αναστάσης όμως ήξερε ότι μ αυτό το κουσούρι, ήταν δύσκολο να
τη παντρέψει, γι αυτό φρόντισε να της εξασφαλίσει μια καλή προίκα, που τη διαλαλούσε παντού: Ένα μεγάλο σπίτι στο καλύτερο μέρος του χωριού, ένα κτήμα με πολλά μόδια ελιές κι ένα χωράφι στο κάμπο, κοντά στη θάλασσα για τα καλοκαίρια τους όπως όλος ο "καλός " ο κόσμος.
Έφτιαξε και τη τσαρντάκα -ένα μικρό σπιτάκι από καλάμια γύρω -γύρω, με ροδοδάφνες και μυρτιές από πάνω για σκεπή, να χωράει το κρεββάτι
του αντρόγυνου κι ένα τραπέζι με δυο ψάθινα καθίσματα. Για να μένουν το καλοκαίρι και να κάνουν τα μπάνια τους, όπως όλος ο "καλός " ο
κόσμος. Παρ όλα αυτά, κανένα προξενιό δεν ερχόταν. Κι επειδή η Φρόσω είχε πατημένα τα εικοσιπέντε της, "μεγαλοκοπέλα "πια για την εποχή
της, ο κυρ - Αναστάσης σκέφτηκε το Δημητρό το παραγιό και βοηθό του. Ήταν φαφλατάς και σαχλαμάρας, αλλά γερός κι εργατικός, η αλήθεια να
λέγεται και ήξερε και τη δουλειά. Πήγε λοιπόν και βρήκε το αφεντικό του και κουβέντιασαν. Του είπε ότι ήρθε η ώρα να σταματήσει πια - ήταν
στα εβδομήντα πέντε - να πάρει τη σύνταξή του και να βρουν κάποιον να τον αντικαταστήσει. Κι αφού το αφεντικό δεν είχε κάποιον να προτείνει, ο κυρ-Αναστάσης πρότεινε να πάρουν το Δημητρό. Δεν έφερε καμιά αντίρρηση. "Εσύ ξέρεις Αναστάση, του είπε. Αν νομίζεις ότι κάνει ο Δημητρός βάλε στη θέση σου το Δημητρό ". Ο κυρ -Αναστάσης που ήξερε από πριν την εξέλιξη της κουβέντας με το αφεντικό του, -τόσα χρόνια μαζί, σχεδόν πενήντα χρόνια ήταν στη δούλεψή του- ήξερε τα χούγια του και πως να τον χειριστεί, φρόντισε από πριν να κλείσει το ραντεβού με το Δημητρό. " Το γοργόν και χάρην έχει" σκέφτηκε. Μίλησε λοιπόν με το Δημητρό για όλο τό "πακέτο": σπίτι, κτήματα, χωράφι στο κάμπο, με τη τσαρντάκα βέβαια και τη δουλειά, κυρίως τη δουλειά. Εκείνη την εποχή μετά το πόλεμο, ήταν μεγάλο κίνητρο. Αυτό σκέφτηκε κι ο Δημητρός -όχι πως τ άλλα του πεφταν λίγα-και είπε το ναι. Ο γάμος έγινε γρήγορα κι ο Δημητρός ανέλαβε επιστάτης. Χαλίφης στη θέση του
Χαλίφη. Και δεν άργησαν να φανούν τα χούγια του. Ήταν αυτό που λέμε "από μικρός φαινότανε ότι θα μεγαλώσει ". Τώρα που είχε και την εξουσία, άρχισε τις απλωτές. Οι γυναίκες από το ταϊφά πήγαν και βρήκαν το κυρ - Ανέστη και παραπονέθηκαν για τα καμώματά του. Και πως αυτός, ένας τίμιος άνθρωπος, είχε βάλει στο πόδι του αυτόν το ζαμπαρά, το γυναικά, που ρίχνεται ακόμα και στις γάτες; Τα παράπονα των γυναικών σε συνδυασμό με την αργοπορία να αποκτήσει εγγονάκι, τον ανάγκασαν να μιλήσει στο γαμπρό του και να του βάλει χρονικά περιθώρια: "Σ ένα χρόνο το πολύ, η Φρόσω έπρεπε να μείνει έγκυος και να σταματήσουν τα παράπονα των γυναικών, αλλιώς... " Ο Δημητρός δικαιολογήθηκε ότι "τα παιδιά μπορούμε να τα κάνουμε όποτε θέλουμε, γιατί να βιαστούμε; Να χαρούμε και λίγο τη ζωή μας, να γλεντίσουμε
τώρα που είμαστε νέοι!" Ο κυρ - Αναστάσης θα πέθαινε με την απορία πως γλεντούν τη ζωή τους, αφού σα ζευγάρι δεν έβγαιναν μαζί, ούτε μια
φορά έξω από το σπίτι. Κι αν "γλεντούν " στο σπίτι, γιατί δε φαίνονται τα αποτελέσματα; Χωρίς απάντηση στις απορίες του έμεινε ο
κυρ - Αναστάσης αφού τρεις μήνες μετά πέθανε. Φυσικά δε πρόλαβε να δει εγγονάκι-έτσι κι αλλιώς δεν επρόκειτο να δει ποτέ- κι έμεινε η
Φρόσω να απειλεί το Δημητρό ότι "αν μάθει πως κοίταξε ποτέ άλλη γυναίκα, θα τον διώξει από το σπίτι". Ευτυχώς, ποτέ δεν "έμαθε" τίποτα και
το ζευγάρι συνέχιζε τη ζωή του. Τώρα, μετά απ αυτό το επεισόδιο, πως θα δικαιολογούσε το μακελεμένο του χέρι και τα σφαγμένα πλευρά του,
μόνο αυτή ήξερε. Πάντως η Φρόσω, ούτε αυτή τη φορά δε θα "μάθαινε" τίποτα.
Στο κτήμα μετά από ώρα, εκτός από το πόνο που δυνάμωνε όσο πέρναγε η ώρα στις πληγές του επιστάτη, τα πράγματα ησύχαζαν σιγά - σιγά.
Όλοι βιάστηκαν να δουλέψουν γρηγορότερα για να καλύψουν το χαμένο χρόνο. Το κρύο ήταν τσουχτερό κι είχε αρχίσει να νυχτώνει πια, όταν φόρτωσαν στα μουλάρια τα τελευταία τσουβάλια και πήραν το δρόμο του γυρισμού. Μπορεί για τους μεγάλους όλα αυτά να ήταν γεγονότα με
ιδιαίτερο ενδιαφέρον και να τους έβγαζαν από τη καθημερινή ρουτίνα τους, γι' αυτόν όμως δεν ήταν το ίδιο. Ήταν πολύ μικρός ακόμα για να
καταλάβει και να εξηγήσει τις πράξεις των μεγάλων. Μόνος του, χωρίς τη παρέα του όλη την ημέρα, ένοιωθε πολύ κουρασμένος και το μόνο
που ήθελε ήταν να γυρίσει στο σπίτι του και στον αδελφό του. Σκεφτόταν όμως με την απλή λειτουργία του παιδικού μυαλού του ότι, αν αυτός
που δεν έκανε τίποτα όλη τη μέρα ένοιωθε τόσο κουρασμένος, πόσο κουρασμένη θα έπρεπε να ήταν η μητέρα του, αλλά και οι άλλες γυναίκες κι
όμως θα γύριζαν στο σπίτι, όπου τις περίμενε η δουλειά που απαιτούσε το νοικοκυριό και η οικογένεια. Είχε μετανοιώσει που δεν είχε ακούσει τη μητέρα του να μείνει στο σπίτι όμως τώρα, ένοιωθε μέσα του πως την αγαπούσε ακόμα πιο πολύ κι ήταν βέβαιος για την αδικία που γινόταν
σ αυτήν και σ όλες τις εργαζόμενες γυναίκες. Μετά από την εμπειρία αυτή, έμεινε ριζωμένη βαθιά μέσα του η πεποίθηση, πριν κρίνει μια γυναίκα -αλλά και κάθε άνθρωπο -να μετρά το μέγεθος της αδικίας που της γίνεται.
Οι τέσσερις ραβδιστές, σέλωσαν τα άλογά τους και πριν φύγουν καληνύχτισαν τις γυναίκες, όχι όμως και τον επιστάτη. Αυτό ήταν μήνυμα, ότι αν έδιωχνε τον Ερμόλαο, έπρεπε να ξέρει ότι θα έφευγαν όλοι μαζί του. Κι ο κυρ -Δημητρός ήξερε ότι αυτή την εποχή δεν θα έβρισκε κανένα
αντικαταστάτη πολύ περισσότερο τέσσερις. Ανέβηκαν στα άλογά τους κι απομακρύνθηκαν με γρήγορο καλπασμό.
Ο Ερμόλαος όμως, όχι μόνο δεν είχε σκοπό να σταματήσει, αλλά αντίθετα, ετοιμάστηκε να ξεμπερδεύει μαζί του. Με μια γρήγορη κίνηση, άλλαξε
το κράτημα του μαχαιριού στο χέρι του, έτσι ώστε να μπορεί όταν.το κατεβάζει από πάνω προς τα κάτω, να καρφώσει τον αντίπαλό του. Τα μάτια του πετούσαν σπίθες και το πρόσωπό του είχε αγριέψει. Είχε αποφασίσει να σκοτώσει. Αλλά κι ο κυρ -Δημητρός, δεν ήταν εύκολος
αντίπαλος. Έτσι όπως τον έβλεπες με τη πρώτη ματιά, δεν τον υπολόγιζες, αλλά παρά τα κιλά του και το κοντό του μπόι, ήταν άνθρωπος δυνατός και σκληραγωγημένος. Κρατούσε το μαχαίρι του στη χούφτα του, έτσι που να μπορεί προτείνοντάς το μπροστά, να καρφώσει τον αντίπαλό του, αλλά για την ώρα, αυτό που τον ενδιέφερε περισσότερο, ήταν να αμύνεται και να αποφεύγει τα χτυπήματα του αντιπάλου του.
Ήταν επίσης φανερό ότι η ζυγαριά, είχε αρχίσει να γέρνει εις βάρος του. Ο χρόνος δεν ήταν σύμμαχός του. Το έβλεπες καθαρά στο πρόσωπό του
που εκτός από το βαριανάσαιμα και τον ιδρώτα που έτρεχε ποτάμι, είχε πάρει και μια απολογητική έκφραση. Δε θα άντεχε για πολύ ακόμα στην
ορμή του νεαρού αντιπάλου του. Αυτός γινόταν όλο και πιο απειλητικός κι ο επιστάτης είχε καταφέρει να αποφύγει δυο -τρία χτυπήματα με μόνο θύμα το πουκάμισό του, αλλά πόσο θα άντεχε ακόμα; Όταν μάλιστα άκουσε να πλησιάζουν τρέχοντας και φωνάζοντας ένα τσούρμο οι άντρες και οι γυναίκες του ταϊφά, ο Ερμόλαος αποφάσισε να τελειώνει μαζί του. Πήδηξε λίγο δεξιά για ν αποφύγει ένα χτύπημα του επιστάτη,
ενώ ταυτόχρονα ύψωσε το χέρι του και το κατέβασε με λύσσα κατά πάνω του. Αυτό το χτύπημα αν έβρισκε το στόχο του, σίγουρα θα
ήταν θανατηφόρο, αλλά ο επιστάτης μαζεύοντας και το τελευταίο σπυρί απ τη δύναμή του έγειρε προς τα πίσω και το απέφυγε. Ο Ερμόλαος
έκανε ένα βήμα μπροστά κι ανεβάζοντας με γρηγοράδα το μαχαίρι του προς τα πάνω και καθώς ο επιστάτης έσκυψε λίγο για να προστατέψει τη
κοιλιά του και το στομάχι του,το μαχαίρι του Ερμόλαου τον πέτυχε στην αριστερή πλευρά. Στην αρχή σκίζοντας μόνο τα ρούχα του, αλλά ανεβαίνοντας προς τα πάνω, άρχισε να σκίζει όλο και πιο βαθιά το γερμένο μπροστά σώμα του. Πρώτα από την αριστερή πλευρά και λίγο πάνω
από τη μέση του, στη συνέχεια περνώντας λίγο δεξιά απ το μέρος της καρδιάς αλλά και πιο βαθιά, κατέληξε να σκίσει το μπράτσο του από το
ποντίκι ψηλά ως τον ώμο, ανοίγοντάς το σα γαρύφαλλο κόκκινο και το αίμα του πετάχτηκε μπροστά. Αυτός έμεινε να κοιτά το πληγωμένο του
χέρι και το αίμα να τρέχει πριν ακόμα καταλάβει το πόνο. Ο άλλος βρήκε την ευκαιρία να του ρίξει μια καλοζυγισμένη δυνατή κλωτσιά με την
αρβύλα του ανάμεσα στα σκέλια, που τον έκανε να ουρλιάξει από το πόνο. Έπεσε πίσω ανάσκελα, πέταξε μακρυά το μαχαίρι του καθώς έπεφτε,
και με τα δυο του χέρια έπιασε τα σακατεμένα του αχαμνά. "Άι μανούλα μου, φώναξε. Με σακάτεψε ο άτιμος. Άι, άι, άι, τι πόνος είναι τούτος;"
Ο Ερμόλαος δεν έδειξε να νοιάζεται για το πόνο του επιστάτη. Μ ένα σάλτο, γονάτισε πάνω του, και όπως ήταν καθισμένος στο στήθος του, σήκωσε το μαχαίρι
του για να το καρφώσει στο στήθος του αντιπάλου του. Εκείνος, περισσότερο από ένστικτο, άφησε τα αχαμνά του κι έφερε τα χέρια του μπροστά σε θέση άμυνας την ώρα που η Αργυρώ ούρλιαζε: "Ερμόλαε, μη! Μη γίνεις φονιάς καλέ μου, μηηη! Το ίδιο δυνατά φώναζαν και οι άλλοι
που έτρεχαν να προλάβουν το κακό. Οι γυναίκες ωρύονταν όλες μαζί το ίδιο και οι τρις ραβδιστές. Όμως ο Ερμόλαος τυφλωμένος απ το θυμό του, δεν άκουγε κανέναν. Κι όταν ο Μιχάλης, ο ένας από τους τρις ραβδιστές του φώναξε: "Στάσου μωρέ, τι πας να κάνεις;" το μαχαίρι του ήταν
ψηλά έτοιμο να σκοτώσει. Ο Μιχάλης σκέφτηκε ότι δε προλάβαινε να κάνει πολλά πράγματα. Μ ένα σάλτο όμως έπεσε πάνω στον Ερμόλαο και τον παρέσυρε μαζί του κοτρωβαλόντας κι οι δυο τους μακριά από το πληγωμένο επιστάτη που δε πίστευε ότι την είχε γλυτώσει έστω και τη
τελευταία στιγμή. Η αναμπουμπούλα μ όλα τα επακόλουθά της άρχισε να καταλαγιάζει σιγά - σιγά και οι δυο μεγαλύτερες στην ηλικία γυναίκες,
ανέλαβαν να δέσουν τα τραύματά του. Εκείνος προσπαθούσε να δικαιολογήσει τ αδικαιολόγητα, έχοντας και το φόβο της Φρόσως, της γυναίκας του. "Βρε παιδιά, μη τυχόν και φτάσει τίποτα στ' αυτιά της γυναίκας μου σας παρακαλώ. Θα νομίζει ότι κάτι έγινε και ποιος την ακούει,
θα βρω το μπελά μου άδικα με τις παλαβομάρες του Ερμόλαου. Ακούς εκεί να λέει ότι ρίχτηκα στην Αργυρώ! Ποιος,εγώ! Αν είναι δυνατόν. Αντί
να μου ζητήσει συγνώμη που κόντεψε να με σκοτώσει, ζητάει και τα ρέστα. Άσε που με σακάτεψε. Άχρηστο θα με κατάντησε, πρέπει να πάω στο
γιατρό μήπως προλάβω το κακό ".
Όλοι ήξεραν βέβαια ότι το αντρόγυνο, μετά από δεκαπέντε χρόνια γάμου, δεν είχε παιδιά γιατί ο κυρ - Δημητρός ήταν τζούφιος. Ο κόσμος το
είχε τούμπανο κι αυτός κρυφό καμάρι. Όσο για τον Ερμόλαο, μετά το επεισόδιο φούσκωνε σα διάνος για το κατόρθωμά του κι απειλούσε ότι την
άλλη φορά που κάποιος θα τολμούσε να αγγίξει την Αργυρώ, δε θα γλίτωνε. Έτσι, ακόμα κι αυτοί που δεν υποψιάζονταν ότι κάτι τρέχει με τον
Ερμόλαο και την Αργυρώ, τώρα πια δεν είχαν καμιά αμφιβολία. Και η επίσημη αναγγελία των αρραβώνων τους έπειτα από λίγες μέρες το επιβεβαίωσε. Κι ενώ το περιστατικό μαθεύτηκε σ όλα τα χωριά της περιοχής -πως να κρατηθεί κάτι μυστικό όταν το ξέρουν εικοσιπέντε γυναίκες ;- η κυρα - Φρόσω δεν έμαθε τίποτα, όπως πάντα, για τα κατορθώματα του άντρα της ούτε αυτή τη φορά. Η Φρόσω ήταν κόρη του
κυρ - Αναστάση, του προηγούμενου επιστάτη του μεγαλοκτηματία. Ήταν καλή κοπέλα, μόνο που το αριστερό της μάτι ήταν άσπρο και γουρλωτό
σαν της αγελάδας. Από τι το έπαθε αυτό κανείς δεν ήξερε. Ο καημένος ο κυρ - Αναστάσης όμως ήξερε ότι μ αυτό το κουσούρι, ήταν δύσκολο να
τη παντρέψει, γι αυτό φρόντισε να της εξασφαλίσει μια καλή προίκα, που τη διαλαλούσε παντού: Ένα μεγάλο σπίτι στο καλύτερο μέρος του χωριού, ένα κτήμα με πολλά μόδια ελιές κι ένα χωράφι στο κάμπο, κοντά στη θάλασσα για τα καλοκαίρια τους όπως όλος ο "καλός " ο κόσμος.
Έφτιαξε και τη τσαρντάκα -ένα μικρό σπιτάκι από καλάμια γύρω -γύρω, με ροδοδάφνες και μυρτιές από πάνω για σκεπή, να χωράει το κρεββάτι
του αντρόγυνου κι ένα τραπέζι με δυο ψάθινα καθίσματα. Για να μένουν το καλοκαίρι και να κάνουν τα μπάνια τους, όπως όλος ο "καλός " ο
κόσμος. Παρ όλα αυτά, κανένα προξενιό δεν ερχόταν. Κι επειδή η Φρόσω είχε πατημένα τα εικοσιπέντε της, "μεγαλοκοπέλα "πια για την εποχή
της, ο κυρ - Αναστάσης σκέφτηκε το Δημητρό το παραγιό και βοηθό του. Ήταν φαφλατάς και σαχλαμάρας, αλλά γερός κι εργατικός, η αλήθεια να
λέγεται και ήξερε και τη δουλειά. Πήγε λοιπόν και βρήκε το αφεντικό του και κουβέντιασαν. Του είπε ότι ήρθε η ώρα να σταματήσει πια - ήταν
στα εβδομήντα πέντε - να πάρει τη σύνταξή του και να βρουν κάποιον να τον αντικαταστήσει. Κι αφού το αφεντικό δεν είχε κάποιον να προτείνει, ο κυρ-Αναστάσης πρότεινε να πάρουν το Δημητρό. Δεν έφερε καμιά αντίρρηση. "Εσύ ξέρεις Αναστάση, του είπε. Αν νομίζεις ότι κάνει ο Δημητρός βάλε στη θέση σου το Δημητρό ". Ο κυρ -Αναστάσης που ήξερε από πριν την εξέλιξη της κουβέντας με το αφεντικό του, -τόσα χρόνια μαζί, σχεδόν πενήντα χρόνια ήταν στη δούλεψή του- ήξερε τα χούγια του και πως να τον χειριστεί, φρόντισε από πριν να κλείσει το ραντεβού με το Δημητρό. " Το γοργόν και χάρην έχει" σκέφτηκε. Μίλησε λοιπόν με το Δημητρό για όλο τό "πακέτο": σπίτι, κτήματα, χωράφι στο κάμπο, με τη τσαρντάκα βέβαια και τη δουλειά, κυρίως τη δουλειά. Εκείνη την εποχή μετά το πόλεμο, ήταν μεγάλο κίνητρο. Αυτό σκέφτηκε κι ο Δημητρός -όχι πως τ άλλα του πεφταν λίγα-και είπε το ναι. Ο γάμος έγινε γρήγορα κι ο Δημητρός ανέλαβε επιστάτης. Χαλίφης στη θέση του
Χαλίφη. Και δεν άργησαν να φανούν τα χούγια του. Ήταν αυτό που λέμε "από μικρός φαινότανε ότι θα μεγαλώσει ". Τώρα που είχε και την εξουσία, άρχισε τις απλωτές. Οι γυναίκες από το ταϊφά πήγαν και βρήκαν το κυρ - Ανέστη και παραπονέθηκαν για τα καμώματά του. Και πως αυτός, ένας τίμιος άνθρωπος, είχε βάλει στο πόδι του αυτόν το ζαμπαρά, το γυναικά, που ρίχνεται ακόμα και στις γάτες; Τα παράπονα των γυναικών σε συνδυασμό με την αργοπορία να αποκτήσει εγγονάκι, τον ανάγκασαν να μιλήσει στο γαμπρό του και να του βάλει χρονικά περιθώρια: "Σ ένα χρόνο το πολύ, η Φρόσω έπρεπε να μείνει έγκυος και να σταματήσουν τα παράπονα των γυναικών, αλλιώς... " Ο Δημητρός δικαιολογήθηκε ότι "τα παιδιά μπορούμε να τα κάνουμε όποτε θέλουμε, γιατί να βιαστούμε; Να χαρούμε και λίγο τη ζωή μας, να γλεντίσουμε
τώρα που είμαστε νέοι!" Ο κυρ - Αναστάσης θα πέθαινε με την απορία πως γλεντούν τη ζωή τους, αφού σα ζευγάρι δεν έβγαιναν μαζί, ούτε μια
φορά έξω από το σπίτι. Κι αν "γλεντούν " στο σπίτι, γιατί δε φαίνονται τα αποτελέσματα; Χωρίς απάντηση στις απορίες του έμεινε ο
κυρ - Αναστάσης αφού τρεις μήνες μετά πέθανε. Φυσικά δε πρόλαβε να δει εγγονάκι-έτσι κι αλλιώς δεν επρόκειτο να δει ποτέ- κι έμεινε η
Φρόσω να απειλεί το Δημητρό ότι "αν μάθει πως κοίταξε ποτέ άλλη γυναίκα, θα τον διώξει από το σπίτι". Ευτυχώς, ποτέ δεν "έμαθε" τίποτα και
το ζευγάρι συνέχιζε τη ζωή του. Τώρα, μετά απ αυτό το επεισόδιο, πως θα δικαιολογούσε το μακελεμένο του χέρι και τα σφαγμένα πλευρά του,
μόνο αυτή ήξερε. Πάντως η Φρόσω, ούτε αυτή τη φορά δε θα "μάθαινε" τίποτα.
Στο κτήμα μετά από ώρα, εκτός από το πόνο που δυνάμωνε όσο πέρναγε η ώρα στις πληγές του επιστάτη, τα πράγματα ησύχαζαν σιγά - σιγά.
Όλοι βιάστηκαν να δουλέψουν γρηγορότερα για να καλύψουν το χαμένο χρόνο. Το κρύο ήταν τσουχτερό κι είχε αρχίσει να νυχτώνει πια, όταν φόρτωσαν στα μουλάρια τα τελευταία τσουβάλια και πήραν το δρόμο του γυρισμού. Μπορεί για τους μεγάλους όλα αυτά να ήταν γεγονότα με
ιδιαίτερο ενδιαφέρον και να τους έβγαζαν από τη καθημερινή ρουτίνα τους, γι' αυτόν όμως δεν ήταν το ίδιο. Ήταν πολύ μικρός ακόμα για να
καταλάβει και να εξηγήσει τις πράξεις των μεγάλων. Μόνος του, χωρίς τη παρέα του όλη την ημέρα, ένοιωθε πολύ κουρασμένος και το μόνο
που ήθελε ήταν να γυρίσει στο σπίτι του και στον αδελφό του. Σκεφτόταν όμως με την απλή λειτουργία του παιδικού μυαλού του ότι, αν αυτός
που δεν έκανε τίποτα όλη τη μέρα ένοιωθε τόσο κουρασμένος, πόσο κουρασμένη θα έπρεπε να ήταν η μητέρα του, αλλά και οι άλλες γυναίκες κι
όμως θα γύριζαν στο σπίτι, όπου τις περίμενε η δουλειά που απαιτούσε το νοικοκυριό και η οικογένεια. Είχε μετανοιώσει που δεν είχε ακούσει τη μητέρα του να μείνει στο σπίτι όμως τώρα, ένοιωθε μέσα του πως την αγαπούσε ακόμα πιο πολύ κι ήταν βέβαιος για την αδικία που γινόταν
σ αυτήν και σ όλες τις εργαζόμενες γυναίκες. Μετά από την εμπειρία αυτή, έμεινε ριζωμένη βαθιά μέσα του η πεποίθηση, πριν κρίνει μια γυναίκα -αλλά και κάθε άνθρωπο -να μετρά το μέγεθος της αδικίας που της γίνεται.
Οι τέσσερις ραβδιστές, σέλωσαν τα άλογά τους και πριν φύγουν καληνύχτισαν τις γυναίκες, όχι όμως και τον επιστάτη. Αυτό ήταν μήνυμα, ότι αν έδιωχνε τον Ερμόλαο, έπρεπε να ξέρει ότι θα έφευγαν όλοι μαζί του. Κι ο κυρ -Δημητρός ήξερε ότι αυτή την εποχή δεν θα έβρισκε κανένα
αντικαταστάτη πολύ περισσότερο τέσσερις. Ανέβηκαν στα άλογά τους κι απομακρύνθηκαν με γρήγορο καλπασμό.
Λίγο πριν πάρουν το δρόμο του
γυρισμού καθώς ο Ταξιάρχης φόρτωσε και το τελευταίο μουλάρι, η μητέρα του τον παρακάλεσε αν μπορούσε να πάρει μαζί του, καβάλα σε
κάποιο απ όλα και το γιο της και να τον αφήσει περνώντας στο σπίτι. Εκείνος δέχτηκε και πριν απ όλους άρχισαν να κατηφορίζουν στο δρομάκι
του γυρισμού. Πίσω τους ερχόταν ο ταϊφάς, χωρίς τα πρωινά γέλια καιτα πειράγματα. Ήταν τόσο κουρασμένοι όλοι που κάνεις δεν είχε όρεξη
ούτε για κουβέντα. Σιγά - σιγά, καθώς τα μουλάρια προχωρούσαν με πιο γρήγορο και σταθερό βηματισμό, άρχισαν να ξεμακραίνουν κι έπαψαν
αρχικά να τους ακούν και μετά να τους βλέπουν, και λόγω της απόστασης αλλά και της νύχτας που είχε πέσει και περιόριζε την ορατότητα.
Όταν έφτασαν στο σπίτι του, ο Ταξιάρχης τον κατέβασε και τον ρώτησε αν πέρασε καλά τη μέρα του. Του απάντησε μ ένα ξερό όχι και τρέχοντας χωρίς να τον ευχαριστήσει και να τον καληνυχτίσει καν, μπήκε στο σπίτι του. Από το χαρούμενο και γεμάτο προσδοκίες πρωινό.ξεκίνημα της Κυριακάτικης περιπέτειάς του, είχαν μείνει μόνο.η κούραση κι ο πόνος στη μέση του και στο πόδι του, η απογοήτευση και δυο άγνωστες λέξεις που είχε ακούσει. Τη μία βέβαια την είχε ξανακούσει, αλλά παρέμενε άγνωστη, αφού όταν ρώτησε τη μητέρα του τι σημαίνει η
λέξη "πούστης ", εκείνη αφού το κοίταξε ξαφνιασμένη του απάντησε ότι είναι κακή λέξη και να μη την επαναλαμβάνει, αλλά είναι μικρός ακόμα για να του εξηγήσει τη σημασία της. Η άλλη ήταν η λέξη "καριόλης " που άκουσε τον Ερμόλαο να τη φωνάζει στον επιστάτη, αλλά αυτή τη φορά
είχε αποφασίσει να ρωτήσει το πατέρα του. Οι άντρες καταλαβαίνουν καλύτερα ο ένας τον άλλο σκέφτηκε, αλλά θα τον ρωτούσε μια άλλη φορά όχι σήμερα. Ήταν πολύ κουρασμένος κι όταν ο αδελφός του τον ρώτησε πως πέρασε τη μέρα του, απάντησε: "Χάλια, αλλά θα σου πω αύριο.
Τώρα νυστάζω. Πάντως να ξέρεις, δεν έχει καθόλου πλάκα να κάνεις παρέα με τους μεγάλους. Αυτοί σκοτώνονται στ' αλήθεια και καμαρώνουν
κι από πάνω". Ξεντύθηκε κι έπεσε στο στρώμα να κοιμηθεί, χωρίς να φάει και χωρίς να περιμένει να γυρίσει η μητέρα του. Λίγο πριν το πάρει ο ύπνος πάντως, την άκουσε που έφτασε και γυρίζοντας απ το άλλο πλευρό μουρμούρισε: "Τώρα αρχίζει το άλλο μεροκάματο, του σπιτιού, της
καλής νοικοκυράς".
Αφιερωμένο στη μητέρα μου, που στις 5 του Μάρτη έκλεισε ένας χρόνος από το θάνατό της, και σ όλες τις εργαζόμενες γυναίκες.
Αθήνα Μάης 2008.
γυρισμού καθώς ο Ταξιάρχης φόρτωσε και το τελευταίο μουλάρι, η μητέρα του τον παρακάλεσε αν μπορούσε να πάρει μαζί του, καβάλα σε
κάποιο απ όλα και το γιο της και να τον αφήσει περνώντας στο σπίτι. Εκείνος δέχτηκε και πριν απ όλους άρχισαν να κατηφορίζουν στο δρομάκι
του γυρισμού. Πίσω τους ερχόταν ο ταϊφάς, χωρίς τα πρωινά γέλια καιτα πειράγματα. Ήταν τόσο κουρασμένοι όλοι που κάνεις δεν είχε όρεξη
ούτε για κουβέντα. Σιγά - σιγά, καθώς τα μουλάρια προχωρούσαν με πιο γρήγορο και σταθερό βηματισμό, άρχισαν να ξεμακραίνουν κι έπαψαν
αρχικά να τους ακούν και μετά να τους βλέπουν, και λόγω της απόστασης αλλά και της νύχτας που είχε πέσει και περιόριζε την ορατότητα.
Όταν έφτασαν στο σπίτι του, ο Ταξιάρχης τον κατέβασε και τον ρώτησε αν πέρασε καλά τη μέρα του. Του απάντησε μ ένα ξερό όχι και τρέχοντας χωρίς να τον ευχαριστήσει και να τον καληνυχτίσει καν, μπήκε στο σπίτι του. Από το χαρούμενο και γεμάτο προσδοκίες πρωινό.ξεκίνημα της Κυριακάτικης περιπέτειάς του, είχαν μείνει μόνο.η κούραση κι ο πόνος στη μέση του και στο πόδι του, η απογοήτευση και δυο άγνωστες λέξεις που είχε ακούσει. Τη μία βέβαια την είχε ξανακούσει, αλλά παρέμενε άγνωστη, αφού όταν ρώτησε τη μητέρα του τι σημαίνει η
λέξη "πούστης ", εκείνη αφού το κοίταξε ξαφνιασμένη του απάντησε ότι είναι κακή λέξη και να μη την επαναλαμβάνει, αλλά είναι μικρός ακόμα για να του εξηγήσει τη σημασία της. Η άλλη ήταν η λέξη "καριόλης " που άκουσε τον Ερμόλαο να τη φωνάζει στον επιστάτη, αλλά αυτή τη φορά
είχε αποφασίσει να ρωτήσει το πατέρα του. Οι άντρες καταλαβαίνουν καλύτερα ο ένας τον άλλο σκέφτηκε, αλλά θα τον ρωτούσε μια άλλη φορά όχι σήμερα. Ήταν πολύ κουρασμένος κι όταν ο αδελφός του τον ρώτησε πως πέρασε τη μέρα του, απάντησε: "Χάλια, αλλά θα σου πω αύριο.
Τώρα νυστάζω. Πάντως να ξέρεις, δεν έχει καθόλου πλάκα να κάνεις παρέα με τους μεγάλους. Αυτοί σκοτώνονται στ' αλήθεια και καμαρώνουν
κι από πάνω". Ξεντύθηκε κι έπεσε στο στρώμα να κοιμηθεί, χωρίς να φάει και χωρίς να περιμένει να γυρίσει η μητέρα του. Λίγο πριν το πάρει ο ύπνος πάντως, την άκουσε που έφτασε και γυρίζοντας απ το άλλο πλευρό μουρμούρισε: "Τώρα αρχίζει το άλλο μεροκάματο, του σπιτιού, της
καλής νοικοκυράς".
Αφιερωμένο στη μητέρα μου, που στις 5 του Μάρτη έκλεισε ένας χρόνος από το θάνατό της, και σ όλες τις εργαζόμενες γυναίκες.
Αθήνα Μάης 2008.