Ήπιε την τελευταία γουλιά από το καφέ του, ακούμπησε το φλιτζάνι στο πιατάκι και το έσπρωξε στο κέντρο του τραπεζιού. Έριξε μια ματιά στη μητέρα του που καθόταν στο ίδιο τραπέζι, στα δεξιά του χωρίς να μιλά από ώρα βυθισμένη στις δικές της σκέψεις. Είχε αφοσιωθεί στο
κέντημά της και τα χέρια της δούλευαν μηχανικά, αλλά το μυαλό της κάπου ταξίδευε. Το ήξερε πολύ καλά αυτό το ύφος. Σίγουρα κάτι την
απασχολούσε κι έψαχνε τρόπο ν αρχίσει τη κουβέντα, αυτός όμως δεν είχε διάθεση για συζήτηση. Όχι τώρα. Όση ώρα έπινε το καφέ του
αμίλητος, είχε πάρει την απόφασή του. Θα πήγαινε στο σπίτι του καπετάνιου. Από τη στιγμή που αποφάσισε να κάνει αυτό το ταξίδι στο νησί του,
αλλά και πριν, όταν ακόμα ήταν στο νοσοκομείο, ένοιωθε την επιθυμία, την ανάγκη, να επισκεφθεί το παλιό σπίτι. Ήταν σα να τον καλούσε μια
φωνή. Σηκώθηκε αποφασιστικά και πήρε το μπουφάν του από τη κρεμάστρα. Η μητέρα του, ξαφνιασμένη από την απότομη κίνησή του, διέκοψε
το κέντημά της κι ανήσυχη τον ρώτησε: — Για πού το βαλες γιε μου;
Η μέρα βρισκόταν σ εκείνο το σημείο που δεν μπορείς να πεις αν είναι αργά το μεσημέρι ή νωρίς το απόγευμα. Είχε ακόμα δυνατό ήλιο αλλά
..."είναι Γενάρης" σκέφθηκε μέσα του. "Άν είναι να πάω, πρέπει να φύγω τώρα γιατί νυχτώνει γρήγορα, δε πρέπει να καθυστερήσω άλλο".
Στην απέναντι πλευρά του κόλπου, ο ήλιος έλουζε το τοπίο και γενναιόδωρος, πριν πάει να συναντήσει τους ανθρώπους στο άλλο ημισφαίριο της
γης, χάριζε τις τελευταίες του ζεστές ακτίνες. Σαν μια τεράστια αγκαλιά, έκλεινε μέσα της τη ταραγμένη θάλασσα του κόλπου, τις καταπράσινες πλαγιές των απέναντι βουνών με τους ελαιώνες και το μικρό χωριό του πατέρα του, που κούρνιαζε στη πλαγιά του λόφου, στην
άκρη της ρεματιάς. Κι εκείνο, σα να θελε να τον ευχαριστήσει για το δώρο του, λες και του απαντούσε με σήματα Μορς, οπτικά όχι ηχητικά,
καθώς το αντιφέγγισμά του πάνω στα βιτρώ του καμπαναριού της εκκλησίας του Άη—Γιώργη, αντανακλούσε τη λάμψη του παιχνιδίζοντας.
— Θα πάω στο σπίτι του καπετάνιου, απάντησε στην ερώτηση της μητέρας του.
— Στο σπίτι του καπετάνιου; επανέλαβε εκείνη ερωτηματικά με απορία κι ανησυχία μαζί στο πρόσωπό της.
— Πού τα θυμήθηκες γιε μου παλιού ουρανού χαλάσματα; Κοντεύει τέσσερις, ώσπου να πας και να γυρίσεις θα χει νυχτώσει, του είπε ρίχνοντας μια κλεφτή ματιά έξω από τη τζαμαρία. Κοίταξε κι αυτός έξω και χαμογέλασε. Η μητέρα του ήξερε πάντα την ώρα, κάθε στιγμή της
μέρας χωρίς να κοιτάξει κανένα ρολόι. Πώς το κατάφερνε; Αν μάλιστα είχε ήλιο όπως τώρα, μπορούσε να σου πει την ώρα με απόκλιση μόνο
μερικών λεπτών. Μάλλον από τις σκιές. Καθώς φορούσε το μπουφάν του για να φύγει, παρατήρησε ότι οι σκιές των δέντρων της αυλής
έφταναν μέχρι το δρόμο στην άκρη της θάλασσας. Του ήρθε στο μυαλό η παροιμία που τους έλεγε όταν ήταν παιδιά και της ζητούσαν να τους
επιτρέψει να παίξουν λίγο ακόμα:"Μακρύναν οι σκιές, έφτασε η νύχτα". Που σήμαινε ότι έπρεπε να μαζευτούν στο σπιτι.Τέλος το παιχνίδι.
— Πες μου μάνα, τη ρώτησε χωρίς να απαντήσει στα ερωτήματά της.Πέρασες καθόλου από κει; Τι έγινε μετά το θάνατο του Θοδωρή και της
μάνας του; Εμφανίστηκε ποτέ κανένας; Τι απέγιναν το σπίτι και τα κτήματα, τα λάδια στο λιοτρίβι;
— Αχ γιε μου, αναστέναξε εκείνη.Απ όπου φύγει ο θεός, λημεριάζει ο διάβολος. Χαμένα πήγαν όλα. Αφού θα πας θα τα δεις μόνος σου. Γιατί
ότι και να σου πω εγώ, εσύ θα πας. Το σπίτι ρήμαξε όπως και τα κτήματα. Σου πονάει η ψυχή να τα βλέπεις πως καταντήσανε. Όσο για τα λάδια,
τα φάγανε οι επιτήδειοι. Το λιοτρίβι το είδες και μόνος σου καθώς ερχόσουν, σχεδόν γκρεμίστηκε. Ούτε κιούπι δεν έμεινε, πού να βρεθεί το λάδι; Μ αυτό το παράπονο έφυγε ο καημένος ο Θοδωρής, που δε μπόρεσε το αφεντικό του να δει πόσο αβγάτησε τη περιουσία του. Τόνοι λάδια!
Χαμένα πήγαν όλα! Τι να τα κάνει τώρα ο Στράτος εκεί που βρίσκετε και τον τρώνε τα ψάρια; Σώπασε λίγο και τάχα αδιάφορα ξαναρώτησε:
— Δε μου είπες ποτέ γιε μου, τι έγινε εκείνη τη Πέμπτη με τη Ρόζα πριν φύγεις στην Αθήνα.Είχες πάει να την αποχαιρετήσεις κι αντί να μείνεις εκεί το βράδυ όπως είχες πει, γύρισες τα μεσάνυχτα.
Γύρισε και τη κοίταξε. Άπλωσε το χέρι του, χάιδεψε τα κάτασπρα καλοχτενισμένα μαλλιά της και βγήκε από τη πόρτα χωρίς να απαντήσει.
κέντημά της και τα χέρια της δούλευαν μηχανικά, αλλά το μυαλό της κάπου ταξίδευε. Το ήξερε πολύ καλά αυτό το ύφος. Σίγουρα κάτι την
απασχολούσε κι έψαχνε τρόπο ν αρχίσει τη κουβέντα, αυτός όμως δεν είχε διάθεση για συζήτηση. Όχι τώρα. Όση ώρα έπινε το καφέ του
αμίλητος, είχε πάρει την απόφασή του. Θα πήγαινε στο σπίτι του καπετάνιου. Από τη στιγμή που αποφάσισε να κάνει αυτό το ταξίδι στο νησί του,
αλλά και πριν, όταν ακόμα ήταν στο νοσοκομείο, ένοιωθε την επιθυμία, την ανάγκη, να επισκεφθεί το παλιό σπίτι. Ήταν σα να τον καλούσε μια
φωνή. Σηκώθηκε αποφασιστικά και πήρε το μπουφάν του από τη κρεμάστρα. Η μητέρα του, ξαφνιασμένη από την απότομη κίνησή του, διέκοψε
το κέντημά της κι ανήσυχη τον ρώτησε: — Για πού το βαλες γιε μου;
Η μέρα βρισκόταν σ εκείνο το σημείο που δεν μπορείς να πεις αν είναι αργά το μεσημέρι ή νωρίς το απόγευμα. Είχε ακόμα δυνατό ήλιο αλλά
..."είναι Γενάρης" σκέφθηκε μέσα του. "Άν είναι να πάω, πρέπει να φύγω τώρα γιατί νυχτώνει γρήγορα, δε πρέπει να καθυστερήσω άλλο".
Στην απέναντι πλευρά του κόλπου, ο ήλιος έλουζε το τοπίο και γενναιόδωρος, πριν πάει να συναντήσει τους ανθρώπους στο άλλο ημισφαίριο της
γης, χάριζε τις τελευταίες του ζεστές ακτίνες. Σαν μια τεράστια αγκαλιά, έκλεινε μέσα της τη ταραγμένη θάλασσα του κόλπου, τις καταπράσινες πλαγιές των απέναντι βουνών με τους ελαιώνες και το μικρό χωριό του πατέρα του, που κούρνιαζε στη πλαγιά του λόφου, στην
άκρη της ρεματιάς. Κι εκείνο, σα να θελε να τον ευχαριστήσει για το δώρο του, λες και του απαντούσε με σήματα Μορς, οπτικά όχι ηχητικά,
καθώς το αντιφέγγισμά του πάνω στα βιτρώ του καμπαναριού της εκκλησίας του Άη—Γιώργη, αντανακλούσε τη λάμψη του παιχνιδίζοντας.
— Θα πάω στο σπίτι του καπετάνιου, απάντησε στην ερώτηση της μητέρας του.
— Στο σπίτι του καπετάνιου; επανέλαβε εκείνη ερωτηματικά με απορία κι ανησυχία μαζί στο πρόσωπό της.
— Πού τα θυμήθηκες γιε μου παλιού ουρανού χαλάσματα; Κοντεύει τέσσερις, ώσπου να πας και να γυρίσεις θα χει νυχτώσει, του είπε ρίχνοντας μια κλεφτή ματιά έξω από τη τζαμαρία. Κοίταξε κι αυτός έξω και χαμογέλασε. Η μητέρα του ήξερε πάντα την ώρα, κάθε στιγμή της
μέρας χωρίς να κοιτάξει κανένα ρολόι. Πώς το κατάφερνε; Αν μάλιστα είχε ήλιο όπως τώρα, μπορούσε να σου πει την ώρα με απόκλιση μόνο
μερικών λεπτών. Μάλλον από τις σκιές. Καθώς φορούσε το μπουφάν του για να φύγει, παρατήρησε ότι οι σκιές των δέντρων της αυλής
έφταναν μέχρι το δρόμο στην άκρη της θάλασσας. Του ήρθε στο μυαλό η παροιμία που τους έλεγε όταν ήταν παιδιά και της ζητούσαν να τους
επιτρέψει να παίξουν λίγο ακόμα:"Μακρύναν οι σκιές, έφτασε η νύχτα". Που σήμαινε ότι έπρεπε να μαζευτούν στο σπιτι.Τέλος το παιχνίδι.
— Πες μου μάνα, τη ρώτησε χωρίς να απαντήσει στα ερωτήματά της.Πέρασες καθόλου από κει; Τι έγινε μετά το θάνατο του Θοδωρή και της
μάνας του; Εμφανίστηκε ποτέ κανένας; Τι απέγιναν το σπίτι και τα κτήματα, τα λάδια στο λιοτρίβι;
— Αχ γιε μου, αναστέναξε εκείνη.Απ όπου φύγει ο θεός, λημεριάζει ο διάβολος. Χαμένα πήγαν όλα. Αφού θα πας θα τα δεις μόνος σου. Γιατί
ότι και να σου πω εγώ, εσύ θα πας. Το σπίτι ρήμαξε όπως και τα κτήματα. Σου πονάει η ψυχή να τα βλέπεις πως καταντήσανε. Όσο για τα λάδια,
τα φάγανε οι επιτήδειοι. Το λιοτρίβι το είδες και μόνος σου καθώς ερχόσουν, σχεδόν γκρεμίστηκε. Ούτε κιούπι δεν έμεινε, πού να βρεθεί το λάδι; Μ αυτό το παράπονο έφυγε ο καημένος ο Θοδωρής, που δε μπόρεσε το αφεντικό του να δει πόσο αβγάτησε τη περιουσία του. Τόνοι λάδια!
Χαμένα πήγαν όλα! Τι να τα κάνει τώρα ο Στράτος εκεί που βρίσκετε και τον τρώνε τα ψάρια; Σώπασε λίγο και τάχα αδιάφορα ξαναρώτησε:
— Δε μου είπες ποτέ γιε μου, τι έγινε εκείνη τη Πέμπτη με τη Ρόζα πριν φύγεις στην Αθήνα.Είχες πάει να την αποχαιρετήσεις κι αντί να μείνεις εκεί το βράδυ όπως είχες πει, γύρισες τα μεσάνυχτα.
Γύρισε και τη κοίταξε. Άπλωσε το χέρι του, χάιδεψε τα κάτασπρα καλοχτενισμένα μαλλιά της και βγήκε από τη πόρτα χωρίς να απαντήσει.
Καθώς κατέβαινε το σκαλί της εξώπορτας για να φύγει στο δρόμο, την άκουσε να λέει χωρίς να καταλάβει αν απευθυνόταν σ αυτόν ή μονολογούσε:— Ούτε και τότε μου απάντησες γιε μου.
Προχώρησε, βγήκε στον ασφαλτοστρωμένο δρόμο κι έστριψε δεξιά, προς την έξοδο του κόλπου, προς το σπίτι του καπετάνιου.Λίγα μέτρα πιο
πέρα απ το σπίτι τους ήταν το "Εξοχικό κέντρο το Ακρογιάλι". Στη ρίζα του μικρού λόφου, δίπλα στα χωράφια με τις ελιές,κοντά στο μικρό γραφικό ψαρολίμανο με το κυματοθραύστη. Στάθηκε λίγο και παρατήρησε τη κατασκευή που είχαν φτιάξει για να προστατεύουν το κέντρο από
τους βοριάδες.Μερικές φορές, στ' αλήθεια ήταν τόσο δυνατοί που μπορούσαν να σηκώσουν ακόμα και τα γεμάτα τραπέζια με τις καρέκλες. ΄Ηταν
ένας τοίχος περίπου ογδόντα εκατοστά ύψος και τριάντα φάρδος.Από ανοιχτόχρωμη πέτρα της περιοχής. Καλοχτισμένη, με μαύρο τσιμέντο να
τονίζει τις ασύμμετρες ενώσεις της μιας πέτρας πάνω στην άλλη. Πάνω σ αυτόν το τοίχο, τετράγωνα μεταλλικά δοκάρια, σε απόσταση περίπου
δύο μέτρων το ένα από το άλλο, συγκρατούσαν γερά, διαφανή, άθραυστα πλαστικά τζάμια, που απέκρουαν τον άνεμο χωρίς να εμποδίζουν την
ορατότητα προς το χωριό και το βάθος του κόλπου. Με μια πρώτη ματιά, έδειχνε καλοφτιαγμένο κι εντυπωσιακό σαν αποτέλεσμα.Όμως, ο
συνδυασμός των υλικών του φάνηκε τερατώδης: πέτρα και πλαστικό! Ο πέτρινος τοίχος και τα πλαστικά παραπετάσματα.Η πέτρα, το πιο
ευγενικό, το πιο "πλούσιο" φτωχό προϊόν της γης και το πλαστικό, το πιο επιβλαβές, το πιο "άσχημο" όμορφο προϊόν που εφηύρε ο άνθρωπος
της τεχνολογίας. Θυμήθηκε, ότι πριν δυο χρόνια, είχε βρεθεί στην άλλη πλευρά του νησιού, σε μια περιοχή όπου πολλά μικρά εργαστήρια
κεραμικής έχουν δημιουργήσει μια παράδοση που την ακολουθούν και οι νεώτεροι και κάθε χρόνο τον Αύγουστο, σε μια μεγάλη υπαίθρια
έκθεση, επιδεικνύουν τα έργα τους, είχε νοιώσει το ίδιο συναίσθημα. Είχε πάει γι αυτή την έκθεση, και πριν αρχίσει την επίσκεψή του, κάθισε
να πιει ένα καφέ στη καφετέρια απέναντι. Κάθισε κοντά στο δρόμο, με θέα την είσοδο της έκθεσης, πάνω απ την οποία ένα μεγάλο πανώ με
όμορφα βυζαντινά γράμματα ανήγγειλε: "Ετήσια έκθεση κεραμεικής λαϊκής τέχνης. Αύγουστος 2001". Ο κόσμος είχε αρχίσει να πυκνώνει και
ανάμεσά τους πολλοί ξένοι. Ο ιδιοκτήτης της καφετέριας, για να οριοθετήσει το χώρο του, είχε βάλει στην άκρη της αυλής του και παράλληλα με το πεζοδρόμιο, σε απόσταση ενός μέτρου το ένα από το άλλο, μικρά μεταλλικά κολωνάκια. Στο πάνω μέρος είχε τοποθετήσει μικρές βάσεις,
πάνω στις οποίες είχε στερεώσει μικρές γλάστρες με βασιλικό.Η εικόνα του άρεσε πολύ κι έσκυψε να αναδέψει λίγο το φυτό για να μυρίσει.
Αυτό που είδε όμως, έκανε τις τρίχες στο κεφάλι του να σηκωθούν όρθιες. Στη μέση της γλάστρας που τον είχε ξεγελάσει η τέλεια απομίμηση
του κεραμεικού, βροντοφώναζε η επιγραφή: PLASTELLAS. Όταν του έφεραν το καφέ που είχε παραγγείλει ρώτησε:— Πώς γίνεται σε μια περιοχή
που οι περισσότεροι ασχολούνται με την κεραμεική και σ όλα τα καταστήματα, ανεξάρτητα από το τι εμπορεύονται, πουλάνε κεραμεικά, πώς
γίνετε αυτοί να έχουν πλαστικές γλάστρες; Και ποιο διεστραμμένο μυαλό τις τοποθέτησε ακριβώς απέναντι από την έκθεση; Πλήρωσε το καφέ
του ρίχνοντας ένα χαρτονόμισμα στο δίσκο κι έφυγε αφήνοντας το σερβιτόρο μ ένα αποσβολωμένο ύφος να ψελλίζει: — Αλήθεια! Πώς δεν το
σκέφθηκε κανείς; Είναι προσβολή στους ανθρώπους και στο χώρο! Χαμογέλασε καθώς του ήρθαν στο μυαλό όλα αυτά. Ας είναι,σκέφθηκε. Δεν
είναι δα και η μόνη παραφωνία στο κόσμο.Από την άλλη πλευρά του ανεμοθραύστη, μεγάλες τέντες και φρίτζες από καλάμια και ροδοδάφνες,
προστάτευαν το χώρο από τον ήλιο. Και στα δεξιά της ταβέρνας, λίγο πριν το χαμηλό λόφο, μια τεράστια πληγή στο τοπίο διαμορφωμένη σε
υπαίθριο πάρκινγκ, προκαλούσε με τη γύμνια της. Η ξυσμένη έκταση, αποψιλωμένη από κάθε ίχνος φυτού, έμοιαζε μ ένα γιγάντιο πυρωμένο ταψί
με τα δυο— τρία παρκαρισμένα αυτοκίνητα, σκόρπια εδώ κι εκεί, να φαντάζουν σαν υπολείμματα φαγητού ξεχασμένα στο ταψί. Λένε ότι ο
άνθρωπος καταστρέφει το περιβάλλον, εκτοπίζοντας τα ζώα από το χώρο τους αναζητώντας νέους χώρους για τον εαυτό του. Η αλήθεια είναι
πως κι αυτός με τη σειρά του, εκτοπίζεται από το χώρο του και περιορίζεται από μηχανές και χρήσεις, που όχι μόνο δεν καλυτερεύουν τη ζωή
του και το μέλλον του, αλλά αντίθετα, και τη ζωή του δηλητηριάζουν και το μέλλον του χειροτερεύουν.
Ηλιοβασίλεμα στο Αιγαίο
Προσπέρασε το "Ακρογιάλι" κι αφού άφησε αριστερά και πίσω του το μικρό λιμανάκι, λίγο μετά τη στροφή φάνηκαν πάνω από τα άλλα δέντρα, οι
κορυφές των πανύψηλων ευκαλύπτων από την αυλή του σπιτιού του καπετάνιου. Το τοπίο, σημαντικά αλλαγμένο, του φάνηκε αγνώριστο. Κατά
μήκος του δρόμου μεγάλες διπλοκλειδωμένες σιδερένιες αυλόπορτες κι ανάμεσα στα δέντρα, διακρίνονται πολλά νεόκτιστα σπίτια με παρτέρια και λουλούδια και υπόστεγα για τα αυτοκίνητα των ιδιοκτητών τους. Δεν είναι κατοικίες μόνιμης διαμονής.Αυτό το καταλαβαίνει εύκολα κανείς αφού δεν υπάρχει ψυχή πουθενά. Εύκολα επίσης μπορεί να καταλάβει κάποιος ότι το μόνο που δεν απασχόλησε τους ιδιοκτήτες αυτών των
σπιτιών όταν τα κατασκεύαζαν, ήταν η αρμονία με το περιβάλλον και ο σεβασμός του. Παντού κυριαρχούν το μπετόν, το αλουμίνιο και το
πλαστικό. Από τις στέγες, τα αλουμινένια παράθυρα και τις πλαστικές πέργκολες, μέχρι τα διάσπαρτα εδώ κι εκεί πλαστικά βαρέλια και τους
κουβάδες.
Τι κρίμα, ψιθύρισε μονολογώντας. Απογοήτευση! Συντόμευσε το βημα του αν και ήδη πονούσε πολύ το κουτσό του πόδι. Στηριζόταν στο μπαστούνι του και προχωρούσε χωρίς να κοιτά το δρόμο. Είχε περάσει αρκετός χρόνος από το ατύχημά του, όμως ακόμα δεν μπορούσε να
συνηθίσει τη νέα πραγματικότητα και την εξάρτησή του από το μπαστούνι. Προσπαθούσε να διακρίνει ανάμεσα από τα σπίτια τους φράχτες και τα δέντρα, κάτι από το σπίτι του καπετάνιου. Σκουντουφλούσε σε πέτρες και λακκούβες του δρόμου με κίνδυνο κάθε φορά να πέσει, αλλά δεν τον ένοιαζε.Σαν να τον έκαιγε πυρετός! Ένοιωθε τα μάτια του να καίνε! Η όρασή του σα στρατιωτική περιπολία ανίχνευσης, αναζητούσε το παραμικρό σημάδι.Περισσότερο από φόβο για τα απομεινάρια, του εχθρού— καταστροφέα των αναμνήσεών του. Ένοιωθε συγκινημένος ανυπόμονος και νευρικός.Ξαναγυρνούσε εκεί απ όπου είχε φύγει πριν πενήντα σχεδόν χρόνια, έφηβος, μεσάνυχτα μιας πέμπτης, λίγες μέρες
πριν τα Χριστούγεννα του '58. Όσο πλησίαζε ο λαιμός του ξεραινόταν και το στομάχι του έσφιγγε. Είχε φτάσει σχεδόν. Αναζήτησε τη μικρή
ξύλινη σκάλα που έδεναν τη "τορπιλάκατο". Εκεί που αυτός και η Ροζάλμπα έκαναν το μπάνιο τους μαζί. Την έβλεπε να ξαπλώνει το θεικό της
κορμί στις σανίδες της, όχι για να μαυρίσει, όχι. Εκείνη την εποχή δεν υπήρχε η τρέλα για τα μαυρισμένα κορμιά. Το αντίθετο μάλιστα. Της
άρεσε όμως να αφήνετε στον ήλιο στον αέρα και στην αρμύρα της θάλασσας. Το μόνο που μπόρεσε να δει ήταν ο όγκος του τσιμέντου και τα
μισοφαγωμένα από το αλάτι της θάλασσας και τη σκουριά βαρέλια και μια— δυο σκουριασμένες τραβέρσες που προεξείχαν από την επιφάνεια
του νερού σαν περισκόπιο υποβρυχίου. Έστρεψε το βλέμμα του στο σπίτι. Οι φράχτες στο κτήμα πεσμένοι και κάπου— κάπου, κάποιος πάσσαλος
που στέκει με πείσμα όρθιος συγκρατώντας κάποιες άκρες απ τα σκουριασμένα σύρματα, μοιάζει περισσότερο με σκιάχτρο που δεν έχει πια
τίποτα να φοβίσει. Εκτός ίσως τον ίδιο το φόβο. Δεν υπάρχει ίχνος από τα λουλούδια στην αυλή παρά μόνο οι πέτρες από τα διαλυμένα
παρτέρια. Από τα δέντρα έχουν μείνει μόνο τα κούτσουρα των κορμών τους που φαντάζουν σαν άχρηστοι πάσσαλοι μπηγμένοι στο χώμα. Οι
πυκνές πλεξούδες από το αγιόκλημα και το γιασεμί, που άλλοτε μοσχοβολούσαν και στόλιζαν το χώρο, τώρα κείτονται ξεροί στο χώμα και πάνω
στους μισογκρεμισμένους τοίχους. Μοιάζουν με νεκρούς στρατιώτες που έπεσαν στη μάχη και κανείς δε νοιάστηκε να θάψει τα κουφάρια τους.
Στο μεγάλο μπαλκόνι, μικρά και μεγάλα ξερά κλαδιά, σπασμένα από τους πανύψηλους ευκαλύπτους και παρασυρμένα εκεί από τον άνεμο. Ένα
παχύ στρώμα από ξερά φύλλα έχει σκεπάσει τα μαρμάρινα σκαλιά. Κάποιο ανοιχτό παραθυρόφυλλο απ τα βορινά παράθυρα, τρίζει και χτυπά
μονότονα διαλαλώντας το παράπονό του. Νοιώθει έναν πόνο αβάσταχτο, σαν κάτι να κόβει τις σάρκες του. Ήξερε ότι θα τα έβρισκε διαφορετικά
απ ότι τα άφησε. Φανταζόταν μια εικόνα εγκατάλειψης, κάποια φθορά. Όχι όμως αυτό! Αυτό δεν μπορούσε να το φαντασθεί.Ή δεν ήθελε. Με λίγα
βήματα ακόμα φτάνει στην είσοδο του κτήματος. Αρκετά χρόνια μετά τη κατασκευή του σπιτιού, όταν έφτιαξαν το δρόμο, τον ασφαλτόστρωσαν
και τον ανέβασαν ψηλότερα από το δρομάκι που οδηγούσε στο σπίτι. Τώρα η μεγάλη καγκελόπορτα με το ένα της πορτόφυλλο πεσμένο,
πνιγμένο από τα αγριόχορτα και τα βούρλα που έχουν απλωθεί παντού και το άλλο όρθιο ακόμα αλλά πιο κοντό αφού έχει χάσει ύψος από τον
υπερυψωμένο δρόμο, χρησιμεύει πια μόνο για στήριγμα αναρρίχησης στα άγρια βάτα. Μόνο μερικές ροδοδάφνες, σκόρπια εδώ κι εκεί με τα
καχεκτικά λευκά και ροζ λουλουδάκια τους και τα γιγάντια κουφάρια των ευκαλύπτων με τα λιγοστά πράσινα κλαδιά στις κορφές τους έμειναν
να θυμίζουν κάτι από το μικρό παράδεισο που κάποτε υπήρχε εκεί. ˊΟλος ο χώρος, το χώμα, τα δέντρα και τα ερείπια, ο αέρας που πλανιέται
στην ατμόσφαιρα ανάμεσα και πάνω απ όλα κι απ αυτόν, νοιώθει πως ανατριχιάζουν μαζί του. Πιάνει την άκρη της πόρτας για να κατεβεί το
σκαλί και να πλησιάσει το σπίτι αλλά δεν.μπορεί. Όλη αυτή η εγκατάλειψη και η μιζέρια τον εμποδίζουν. Η θλίψη κι ο πόνος σαν προτεταμένο
χέρι με τεντωμένο δάχτυλο τον ακουμπά στο στήθος και δεν τον αφήνει να προχωρήσει. Ίσως για να τον προστατέψει από το σκώρο του
θανάτου που αργά αλλά σταθερά κατατρώει τα πάντα. Το τελευταίο καιρό νοιώθει πολύ ευσυγκίνητος και τώρα περισσότερο από κάθε άλλη φορά. Δε βρίσκει από που να πιαστεί για να αντιδράσει. Τα δάκρυά του κυλούν ανεξέλεγκτα, φτάνουν ως τα σωθικά του και τον
καίνε. Πριν ουρλιάξει με απόγνωση, σαν τελευταία γραμμή άμυνας, το ένστικτο της αυτοσυντήρησης ανοίγει ένα— ένα όλα τα κουτάκια με τις
αναμνήσεις του, όσα είχε φυλάξει καλά όλα αυτά τα χρόνια στη σκέψη του και σαν κάποιο χέρι αόρατο να παραμέρισε τα πέπλα της λήθης,
γυρίζει χρόνια πίσω. Τότε που ανταποκρινόμενος στη παράκληση του Στράτου, είχε έρθει εδώ για πρώτη φορά. Σαν βάλσαμο η παρηγορητική
διαπίστωση ότι έχει κρατήσει το λόγο του και την υπόσχεση που είχε δώσει στη Ροζάλμπα, να τη θυμάται πάντα, απλώνεται σ όλο του το σώμα,
βαθιά στη ψυχή του και τον ηρεμεί. Όχι γιατί προσπάθησε πολύ για να μη τη ξεχάσει, όχι, αλλά γιατί η ανάμνησή της αποδείχτηκε πυρίμαχη κι
ανθεκτική στο χρόνο. Με τα μάτια κλειστά και τα δάκρυά του να τρέχουν, αφήνοντας μικρά φωσφορίζοντα σημάδια για την επιστροφή του,
έφτασε στο παρελθόν που δεν είχε πάψει να νοσταλγεί. Με το δικό του φτερωτό Πήγασο της φαντασίας του και ξεπέζεψε εκεί, στην ίδια
πόρτα. Έμεινε για λίγο μετέωρος με το ένα πόδι στο παρόν και το άλλο στο νοσταλγικό παρελθόν πριν περάσει το μαγικό σύνορο, από τη μισο-
γκρεμισμένη πόρτα. Είναι απίστευτο πόσο καλύτερα μπορεί να δει κανείς μόνο με τις αισθήσεις, έχοντας κλειστά τα μάτια.
κορυφές των πανύψηλων ευκαλύπτων από την αυλή του σπιτιού του καπετάνιου. Το τοπίο, σημαντικά αλλαγμένο, του φάνηκε αγνώριστο. Κατά
μήκος του δρόμου μεγάλες διπλοκλειδωμένες σιδερένιες αυλόπορτες κι ανάμεσα στα δέντρα, διακρίνονται πολλά νεόκτιστα σπίτια με παρτέρια και λουλούδια και υπόστεγα για τα αυτοκίνητα των ιδιοκτητών τους. Δεν είναι κατοικίες μόνιμης διαμονής.Αυτό το καταλαβαίνει εύκολα κανείς αφού δεν υπάρχει ψυχή πουθενά. Εύκολα επίσης μπορεί να καταλάβει κάποιος ότι το μόνο που δεν απασχόλησε τους ιδιοκτήτες αυτών των
σπιτιών όταν τα κατασκεύαζαν, ήταν η αρμονία με το περιβάλλον και ο σεβασμός του. Παντού κυριαρχούν το μπετόν, το αλουμίνιο και το
πλαστικό. Από τις στέγες, τα αλουμινένια παράθυρα και τις πλαστικές πέργκολες, μέχρι τα διάσπαρτα εδώ κι εκεί πλαστικά βαρέλια και τους
κουβάδες.
Τι κρίμα, ψιθύρισε μονολογώντας. Απογοήτευση! Συντόμευσε το βημα του αν και ήδη πονούσε πολύ το κουτσό του πόδι. Στηριζόταν στο μπαστούνι του και προχωρούσε χωρίς να κοιτά το δρόμο. Είχε περάσει αρκετός χρόνος από το ατύχημά του, όμως ακόμα δεν μπορούσε να
συνηθίσει τη νέα πραγματικότητα και την εξάρτησή του από το μπαστούνι. Προσπαθούσε να διακρίνει ανάμεσα από τα σπίτια τους φράχτες και τα δέντρα, κάτι από το σπίτι του καπετάνιου. Σκουντουφλούσε σε πέτρες και λακκούβες του δρόμου με κίνδυνο κάθε φορά να πέσει, αλλά δεν τον ένοιαζε.Σαν να τον έκαιγε πυρετός! Ένοιωθε τα μάτια του να καίνε! Η όρασή του σα στρατιωτική περιπολία ανίχνευσης, αναζητούσε το παραμικρό σημάδι.Περισσότερο από φόβο για τα απομεινάρια, του εχθρού— καταστροφέα των αναμνήσεών του. Ένοιωθε συγκινημένος ανυπόμονος και νευρικός.Ξαναγυρνούσε εκεί απ όπου είχε φύγει πριν πενήντα σχεδόν χρόνια, έφηβος, μεσάνυχτα μιας πέμπτης, λίγες μέρες
πριν τα Χριστούγεννα του '58. Όσο πλησίαζε ο λαιμός του ξεραινόταν και το στομάχι του έσφιγγε. Είχε φτάσει σχεδόν. Αναζήτησε τη μικρή
ξύλινη σκάλα που έδεναν τη "τορπιλάκατο". Εκεί που αυτός και η Ροζάλμπα έκαναν το μπάνιο τους μαζί. Την έβλεπε να ξαπλώνει το θεικό της
κορμί στις σανίδες της, όχι για να μαυρίσει, όχι. Εκείνη την εποχή δεν υπήρχε η τρέλα για τα μαυρισμένα κορμιά. Το αντίθετο μάλιστα. Της
άρεσε όμως να αφήνετε στον ήλιο στον αέρα και στην αρμύρα της θάλασσας. Το μόνο που μπόρεσε να δει ήταν ο όγκος του τσιμέντου και τα
μισοφαγωμένα από το αλάτι της θάλασσας και τη σκουριά βαρέλια και μια— δυο σκουριασμένες τραβέρσες που προεξείχαν από την επιφάνεια
του νερού σαν περισκόπιο υποβρυχίου. Έστρεψε το βλέμμα του στο σπίτι. Οι φράχτες στο κτήμα πεσμένοι και κάπου— κάπου, κάποιος πάσσαλος
που στέκει με πείσμα όρθιος συγκρατώντας κάποιες άκρες απ τα σκουριασμένα σύρματα, μοιάζει περισσότερο με σκιάχτρο που δεν έχει πια
τίποτα να φοβίσει. Εκτός ίσως τον ίδιο το φόβο. Δεν υπάρχει ίχνος από τα λουλούδια στην αυλή παρά μόνο οι πέτρες από τα διαλυμένα
παρτέρια. Από τα δέντρα έχουν μείνει μόνο τα κούτσουρα των κορμών τους που φαντάζουν σαν άχρηστοι πάσσαλοι μπηγμένοι στο χώμα. Οι
πυκνές πλεξούδες από το αγιόκλημα και το γιασεμί, που άλλοτε μοσχοβολούσαν και στόλιζαν το χώρο, τώρα κείτονται ξεροί στο χώμα και πάνω
στους μισογκρεμισμένους τοίχους. Μοιάζουν με νεκρούς στρατιώτες που έπεσαν στη μάχη και κανείς δε νοιάστηκε να θάψει τα κουφάρια τους.
Στο μεγάλο μπαλκόνι, μικρά και μεγάλα ξερά κλαδιά, σπασμένα από τους πανύψηλους ευκαλύπτους και παρασυρμένα εκεί από τον άνεμο. Ένα
παχύ στρώμα από ξερά φύλλα έχει σκεπάσει τα μαρμάρινα σκαλιά. Κάποιο ανοιχτό παραθυρόφυλλο απ τα βορινά παράθυρα, τρίζει και χτυπά
μονότονα διαλαλώντας το παράπονό του. Νοιώθει έναν πόνο αβάσταχτο, σαν κάτι να κόβει τις σάρκες του. Ήξερε ότι θα τα έβρισκε διαφορετικά
απ ότι τα άφησε. Φανταζόταν μια εικόνα εγκατάλειψης, κάποια φθορά. Όχι όμως αυτό! Αυτό δεν μπορούσε να το φαντασθεί.Ή δεν ήθελε. Με λίγα
βήματα ακόμα φτάνει στην είσοδο του κτήματος. Αρκετά χρόνια μετά τη κατασκευή του σπιτιού, όταν έφτιαξαν το δρόμο, τον ασφαλτόστρωσαν
και τον ανέβασαν ψηλότερα από το δρομάκι που οδηγούσε στο σπίτι. Τώρα η μεγάλη καγκελόπορτα με το ένα της πορτόφυλλο πεσμένο,
πνιγμένο από τα αγριόχορτα και τα βούρλα που έχουν απλωθεί παντού και το άλλο όρθιο ακόμα αλλά πιο κοντό αφού έχει χάσει ύψος από τον
υπερυψωμένο δρόμο, χρησιμεύει πια μόνο για στήριγμα αναρρίχησης στα άγρια βάτα. Μόνο μερικές ροδοδάφνες, σκόρπια εδώ κι εκεί με τα
καχεκτικά λευκά και ροζ λουλουδάκια τους και τα γιγάντια κουφάρια των ευκαλύπτων με τα λιγοστά πράσινα κλαδιά στις κορφές τους έμειναν
να θυμίζουν κάτι από το μικρό παράδεισο που κάποτε υπήρχε εκεί. ˊΟλος ο χώρος, το χώμα, τα δέντρα και τα ερείπια, ο αέρας που πλανιέται
στην ατμόσφαιρα ανάμεσα και πάνω απ όλα κι απ αυτόν, νοιώθει πως ανατριχιάζουν μαζί του. Πιάνει την άκρη της πόρτας για να κατεβεί το
σκαλί και να πλησιάσει το σπίτι αλλά δεν.μπορεί. Όλη αυτή η εγκατάλειψη και η μιζέρια τον εμποδίζουν. Η θλίψη κι ο πόνος σαν προτεταμένο
χέρι με τεντωμένο δάχτυλο τον ακουμπά στο στήθος και δεν τον αφήνει να προχωρήσει. Ίσως για να τον προστατέψει από το σκώρο του
θανάτου που αργά αλλά σταθερά κατατρώει τα πάντα. Το τελευταίο καιρό νοιώθει πολύ ευσυγκίνητος και τώρα περισσότερο από κάθε άλλη φορά. Δε βρίσκει από που να πιαστεί για να αντιδράσει. Τα δάκρυά του κυλούν ανεξέλεγκτα, φτάνουν ως τα σωθικά του και τον
καίνε. Πριν ουρλιάξει με απόγνωση, σαν τελευταία γραμμή άμυνας, το ένστικτο της αυτοσυντήρησης ανοίγει ένα— ένα όλα τα κουτάκια με τις
αναμνήσεις του, όσα είχε φυλάξει καλά όλα αυτά τα χρόνια στη σκέψη του και σαν κάποιο χέρι αόρατο να παραμέρισε τα πέπλα της λήθης,
γυρίζει χρόνια πίσω. Τότε που ανταποκρινόμενος στη παράκληση του Στράτου, είχε έρθει εδώ για πρώτη φορά. Σαν βάλσαμο η παρηγορητική
διαπίστωση ότι έχει κρατήσει το λόγο του και την υπόσχεση που είχε δώσει στη Ροζάλμπα, να τη θυμάται πάντα, απλώνεται σ όλο του το σώμα,
βαθιά στη ψυχή του και τον ηρεμεί. Όχι γιατί προσπάθησε πολύ για να μη τη ξεχάσει, όχι, αλλά γιατί η ανάμνησή της αποδείχτηκε πυρίμαχη κι
ανθεκτική στο χρόνο. Με τα μάτια κλειστά και τα δάκρυά του να τρέχουν, αφήνοντας μικρά φωσφορίζοντα σημάδια για την επιστροφή του,
έφτασε στο παρελθόν που δεν είχε πάψει να νοσταλγεί. Με το δικό του φτερωτό Πήγασο της φαντασίας του και ξεπέζεψε εκεί, στην ίδια
πόρτα. Έμεινε για λίγο μετέωρος με το ένα πόδι στο παρόν και το άλλο στο νοσταλγικό παρελθόν πριν περάσει το μαγικό σύνορο, από τη μισο-
γκρεμισμένη πόρτα. Είναι απίστευτο πόσο καλύτερα μπορεί να δει κανείς μόνο με τις αισθήσεις, έχοντας κλειστά τα μάτια.
Μπροστά του είναι
ένα μεγάλο περιφραγμένο κτήμα που αρχίζει από το δρόμο στην άκρη της θάλασσας και φτάνει ψηλά ως το βουνό. Στα πόδια του βουνού, εκεί που τελειώνουν οι βελανιδιές οι κουμαριές και οι μυρτιές, σε απόσταση περίπου διακοσίων μέτρων από τη θάλασσα είναι χτισμένο το σπίτι.
Ένα μεγάλο δίπατο σπίτι με μια φαρδιά μαρμάρινη σκάλα που οδηγεί στον επάνω όροφο και σε μια μεγάλη βεράντα. Γύρω— γύρω στη βεράντα
κάγκελα βαμμένα λευκά κι ανάμεσά τους μικρά δελφίνια σε διάφορες ακανόνιστες κολυμβητικές στάσεις, βαμμένα μαύρα, έτσι που.η αντίθεση
άσπρο— μαύρο αποσπά αμέσως τη προσοχή. Τα κάγκελα μοιάζουν με κομμάτια από χοντρό σχοινί που δένουν κάθετα στο πάνω μέρος της κουπαστής και περνώντας μέσα από τρύπες στο κάτω μέρος, καταλήγουν σε καλοδεμένους κόμπους. Είναι στ' αλήθεια μια εντυπωσιακή κατα -
σκευή και σίγουρα ο τεχνίτης σιδηρουργός που την έφτιαξε, σαν γνήσιος απόγονος του Ήφαιστου κατάφερε να αποδώσει ακριβώς την ιδέα του
ιδιοκτήτη: Να μοιάζει με κουπαστή πλοίου. Περισσότερο γι αυτό άλλωστε όλοι το ήξεραν σαν "το σπίτι του καπετάνιου" παρά επειδή στ' αλήθεια ο
ίδιος ήταν καπετάνιος. Στο μπροστινό μέρος του σπιτιού, σε κάθε όροφο, δεξιά κι αριστερά απ τις μεγάλες πόρτες, υπάρχουν από δυο μεγάλα
παράθυρα που βλέπουν ανατολικά στη θάλασσα και πιο πέρα, απέναντι, στην άλλη πλευρά του κόλπου, στα κατάφυτα από ελιές βουνά. Υπάρχουν
ακόμη δυο παράθυρα στη νότια πλευρά που βλέπουν στην έξοδο του κόλπου, στο πέλαγος και δύο βορινά. Από εκεί μπορείς να δεις μέσα από τα δέντρα και τη ρεματιά, μακρυά το χωριό, τη προκυμαία και τη προβλήτα, εκεί που δένουν τα πλοία, το μεγάλο σαπωνοποιείο, το παλιό
ελαιοτριβείο και γύρω— γύρω τις τεράστιες αποθήκες. Ακόμα πιο μακρυά, στο βάθος του κόλπου, τα βράδια εκτός από τα φώτα του χωριού
φαίνονται τα φώτα στις ιαματικές πηγές και στα παραθαλάσσια σπίτια, σαν ένα μεγάλο ημικύκλιο, σαν ένα γιγάντιο φωτισμένο πέταλο. Στο πίσω
μέρος του σπιτιού υπάρχουν μεγάλες αποθήκες και υπόστεγα και μέχρι τη μέση του βουνού, φτάνει το κτήμα με τα λιόδεντρα. Επειδή η κλήση
του εδάφους σε κάποοια σημεία είναι απότομη κατηφορική, έχουν φτιάξει πεζούλες, "σέτια" όπως τα λένε για να διευκολύνετε η συγκομιδή του καρπού,
αλλά και για να συγκρατούνται τα νερά της βροχής το χειμώνα. Είναι μάλιστα με τέτοιο αριστοτεχνικό τρόπο κατασκευασμένες αυτές οι πεζούλες, "ξεροτρόχαλες", πέτρα πάνω στη πέτρα, χωρίς τσιμέντο ή άλλο υλικό να τις συγκρατεί μεταξύ τους.Τόσο μαστορικά κι αρμονικά η μία σε σχέση με την άλλη, ώστε, αν τις κοιτάξεις από χαμηλά, από κάτω προς τα πάνω κι από κάποια γωνία λοξά, μοιάζουν σαν ένα μεγάλο
κάνιστρο γεμάτο όχι με λουλούδια αλλά με δέντρα. Μπροστά στο σπίτι, υπάρχει ένας μεγάλος κήπος με πολλά θαμνώδη φυτά και λουλούδια
που από κάποιο σημείο και μετά, λίγο περισσότερο από το μισό, καταλήγει σ ένα μπαξέ που φτάνει ως το δρόμο στη θάλασσα. Δεξιά κι αριστερά
απ το σπίτι αλλά και μέσα στο κήπο, μπροστά, υπάρχουν σκόρπια κι ακανόνιστα, πάνω από δέκα ευκάλυπτοι, απροσδιόριστης ηλικίας που κανείς
δε ξέρει αν είναι αυτοφυείς ή κάποιος— και πότε— τους έχει φυτέψει. Όμως ρίχνουν τη πυκνή σκιά τους το καλοκαίρι και προκαλούν δέος με
τον όγκο τους. Στη βόρεια πλευρά του κτήματος και ακριβώς πάνω στην οριογραμμή του, μια πυκνή και καλοστοιχισμένη σειρά από λεύκες,
προστατεύει από τους βόρειους άνεμους και οριοθετεί την ιδιοκτησία στα βόρεια σύνορά της. Στην αυλή του σπιτιού, μια μεγάλη ποικιλία από
λουλούδια: τριανταφυλλιές και γαρυφαλλιές κάθε χρώματος, κατιφέδες και φουγκέτες και ήλιους και στις άκρες ροδοδάφνες, σκίνα κι αγριομαστιχές. Πάνω στους χαμηλούς τοίχους, γιασεμιά κι αγιόκλημ α κι ανάμεσά τους πολλά οπωροφόρα δέντρα. Ένα χωμάτινο δρομάκι,
οδηγεί στην άκρη του μπαξέ και στη φαρδιά καγκελόπορτα που βγάζει στο δρόμο. ˊΈνας δρόμος χωμάτινος, στενός, που αποτελεί προέκταση
του κτήματος κι ανάμεσά στο δρόμο και το κτήμα, ένα, χαντάκι -αγωγός για τα νερά του χειμώνα. Στην άλλη πλευρά του δρόμου, απ τη μεριά της
θάλασσας, ένας τοίχος χτισμένος με μεγάλες πέτρες, συγκρατεί τη φθορά του και τον προστατεύει από τη μανία των κυμάτων της θάλασσας
και τις άγριες φουρτούνες της. Αυτό το χτιστό ανάχωμα, μήκους τριακοσίων περίπου μέτρων, είναι το μοναδικό τμήμα που πληρεί κάπως τον
ορισμό "δρόμος" και ξεχωρίζει από τον υπόλοιπο που είναι περισσότερο ένα μονοπάτι, σημάδι κι αυτό της οικονομικής δυνατότητας του
ιδιοκτήτη. Στην άκρη του δρόμου, δυο τσιμεντένια σκαλιά κατεβαίνουν στη θάλασσα, στη παραλία. Μια παραλία με γκριζόμαυρη άμμο, που μερικά μέτρα πιο μέσα, μικρές αμμουδερές χάνονται ανάμεσα στα μακρυά μαύρα και πράσινα φύκια. Υπάρχουν ακόμη σκόρπια μικρά βραχάκια
με πολλούς αχινούς πάνω τους και γύρω τους. Αυτό καθιστούσε δύσκολη την είσοδο στο νερό κι είχε αναγκάσει τον ιδιοκτήτη του σπιτιού να
φτιάξει μια στενόμακρη ξύλινη σκάλα, που άρχιζε απ την ακτή κι έφτανε στα δεκαπέντε μέτρα μήκος περίπου, ως εκεί που το βάθος της θάλασσας ήταν δύο μέτρα. Ήταν μια κατασκευή που είχε σαν βάση άδεια βαρέλια, από τα οποία είχαν αφαιρεθεί το πάνω και κάτω μέρος και τα
είχαν γεμίσει με τσιμέντο. Στα βαθύτερα σημεία είχαν τοποθετήσει δύο, το ένα πάνω στο άλλο, φτιάχνοντας έτσι μια στέρεη βάση πάνω στην
οποία στερέωσαν χοντρές σανίδες κι έφτιαξαν μια αρκετά ανθεκτική σκάλα. Όχι μόνο για να κολυμπούν, αλλά και για να δένουν το ταχύπλοο σκάφος που διέθετε ο ιδιοκτήτης. Με το καιρό, ο κόσμος το σκάφος αυτό το βάφτισε "τορπιλάκατο" επειδή έτρεχε πολύ, σκίζοντας στα δυο το κόλπο, με τα αφρισμένα κύματά του να χτυπούν στη παραλία. Όπως και με τη τορπιλάκατο του Πολεμικού Ναυτικού που κάθε φορά που ερχόταν
στο κόλπο για περιπολία, τσούρμο από ξυπόλυτα πιτσιρίκια έτρεχαν μαζί της και παράλληλα στο δρόμο προς την έξοδο, ώσπου χάνονταν στο
πέλαγος. Η σκάλα αυτή αποδείχτηκε τόσο στέρεη, που άντεξε για χρόνια την οργή της θάλασσας κι έμεινε ακλόνητη, αν κι όλοι έλεγαν ότι δεν θα βγάλει ούτε το πρώτο χειμώνα και θα αναγκαζόταν να την ξαναφτιάξει ο ιδιοκτήτης της ο καπετάν - Στράτος.
ένα μεγάλο περιφραγμένο κτήμα που αρχίζει από το δρόμο στην άκρη της θάλασσας και φτάνει ψηλά ως το βουνό. Στα πόδια του βουνού, εκεί που τελειώνουν οι βελανιδιές οι κουμαριές και οι μυρτιές, σε απόσταση περίπου διακοσίων μέτρων από τη θάλασσα είναι χτισμένο το σπίτι.
Ένα μεγάλο δίπατο σπίτι με μια φαρδιά μαρμάρινη σκάλα που οδηγεί στον επάνω όροφο και σε μια μεγάλη βεράντα. Γύρω— γύρω στη βεράντα
κάγκελα βαμμένα λευκά κι ανάμεσά τους μικρά δελφίνια σε διάφορες ακανόνιστες κολυμβητικές στάσεις, βαμμένα μαύρα, έτσι που.η αντίθεση
άσπρο— μαύρο αποσπά αμέσως τη προσοχή. Τα κάγκελα μοιάζουν με κομμάτια από χοντρό σχοινί που δένουν κάθετα στο πάνω μέρος της κουπαστής και περνώντας μέσα από τρύπες στο κάτω μέρος, καταλήγουν σε καλοδεμένους κόμπους. Είναι στ' αλήθεια μια εντυπωσιακή κατα -
σκευή και σίγουρα ο τεχνίτης σιδηρουργός που την έφτιαξε, σαν γνήσιος απόγονος του Ήφαιστου κατάφερε να αποδώσει ακριβώς την ιδέα του
ιδιοκτήτη: Να μοιάζει με κουπαστή πλοίου. Περισσότερο γι αυτό άλλωστε όλοι το ήξεραν σαν "το σπίτι του καπετάνιου" παρά επειδή στ' αλήθεια ο
ίδιος ήταν καπετάνιος. Στο μπροστινό μέρος του σπιτιού, σε κάθε όροφο, δεξιά κι αριστερά απ τις μεγάλες πόρτες, υπάρχουν από δυο μεγάλα
παράθυρα που βλέπουν ανατολικά στη θάλασσα και πιο πέρα, απέναντι, στην άλλη πλευρά του κόλπου, στα κατάφυτα από ελιές βουνά. Υπάρχουν
ακόμη δυο παράθυρα στη νότια πλευρά που βλέπουν στην έξοδο του κόλπου, στο πέλαγος και δύο βορινά. Από εκεί μπορείς να δεις μέσα από τα δέντρα και τη ρεματιά, μακρυά το χωριό, τη προκυμαία και τη προβλήτα, εκεί που δένουν τα πλοία, το μεγάλο σαπωνοποιείο, το παλιό
ελαιοτριβείο και γύρω— γύρω τις τεράστιες αποθήκες. Ακόμα πιο μακρυά, στο βάθος του κόλπου, τα βράδια εκτός από τα φώτα του χωριού
φαίνονται τα φώτα στις ιαματικές πηγές και στα παραθαλάσσια σπίτια, σαν ένα μεγάλο ημικύκλιο, σαν ένα γιγάντιο φωτισμένο πέταλο. Στο πίσω
μέρος του σπιτιού υπάρχουν μεγάλες αποθήκες και υπόστεγα και μέχρι τη μέση του βουνού, φτάνει το κτήμα με τα λιόδεντρα. Επειδή η κλήση
του εδάφους σε κάποοια σημεία είναι απότομη κατηφορική, έχουν φτιάξει πεζούλες, "σέτια" όπως τα λένε για να διευκολύνετε η συγκομιδή του καρπού,
αλλά και για να συγκρατούνται τα νερά της βροχής το χειμώνα. Είναι μάλιστα με τέτοιο αριστοτεχνικό τρόπο κατασκευασμένες αυτές οι πεζούλες, "ξεροτρόχαλες", πέτρα πάνω στη πέτρα, χωρίς τσιμέντο ή άλλο υλικό να τις συγκρατεί μεταξύ τους.Τόσο μαστορικά κι αρμονικά η μία σε σχέση με την άλλη, ώστε, αν τις κοιτάξεις από χαμηλά, από κάτω προς τα πάνω κι από κάποια γωνία λοξά, μοιάζουν σαν ένα μεγάλο
κάνιστρο γεμάτο όχι με λουλούδια αλλά με δέντρα. Μπροστά στο σπίτι, υπάρχει ένας μεγάλος κήπος με πολλά θαμνώδη φυτά και λουλούδια
που από κάποιο σημείο και μετά, λίγο περισσότερο από το μισό, καταλήγει σ ένα μπαξέ που φτάνει ως το δρόμο στη θάλασσα. Δεξιά κι αριστερά
απ το σπίτι αλλά και μέσα στο κήπο, μπροστά, υπάρχουν σκόρπια κι ακανόνιστα, πάνω από δέκα ευκάλυπτοι, απροσδιόριστης ηλικίας που κανείς
δε ξέρει αν είναι αυτοφυείς ή κάποιος— και πότε— τους έχει φυτέψει. Όμως ρίχνουν τη πυκνή σκιά τους το καλοκαίρι και προκαλούν δέος με
τον όγκο τους. Στη βόρεια πλευρά του κτήματος και ακριβώς πάνω στην οριογραμμή του, μια πυκνή και καλοστοιχισμένη σειρά από λεύκες,
προστατεύει από τους βόρειους άνεμους και οριοθετεί την ιδιοκτησία στα βόρεια σύνορά της. Στην αυλή του σπιτιού, μια μεγάλη ποικιλία από
λουλούδια: τριανταφυλλιές και γαρυφαλλιές κάθε χρώματος, κατιφέδες και φουγκέτες και ήλιους και στις άκρες ροδοδάφνες, σκίνα κι αγριομαστιχές. Πάνω στους χαμηλούς τοίχους, γιασεμιά κι αγιόκλημ α κι ανάμεσά τους πολλά οπωροφόρα δέντρα. Ένα χωμάτινο δρομάκι,
οδηγεί στην άκρη του μπαξέ και στη φαρδιά καγκελόπορτα που βγάζει στο δρόμο. ˊΈνας δρόμος χωμάτινος, στενός, που αποτελεί προέκταση
του κτήματος κι ανάμεσά στο δρόμο και το κτήμα, ένα, χαντάκι -αγωγός για τα νερά του χειμώνα. Στην άλλη πλευρά του δρόμου, απ τη μεριά της
θάλασσας, ένας τοίχος χτισμένος με μεγάλες πέτρες, συγκρατεί τη φθορά του και τον προστατεύει από τη μανία των κυμάτων της θάλασσας
και τις άγριες φουρτούνες της. Αυτό το χτιστό ανάχωμα, μήκους τριακοσίων περίπου μέτρων, είναι το μοναδικό τμήμα που πληρεί κάπως τον
ορισμό "δρόμος" και ξεχωρίζει από τον υπόλοιπο που είναι περισσότερο ένα μονοπάτι, σημάδι κι αυτό της οικονομικής δυνατότητας του
ιδιοκτήτη. Στην άκρη του δρόμου, δυο τσιμεντένια σκαλιά κατεβαίνουν στη θάλασσα, στη παραλία. Μια παραλία με γκριζόμαυρη άμμο, που μερικά μέτρα πιο μέσα, μικρές αμμουδερές χάνονται ανάμεσα στα μακρυά μαύρα και πράσινα φύκια. Υπάρχουν ακόμη σκόρπια μικρά βραχάκια
με πολλούς αχινούς πάνω τους και γύρω τους. Αυτό καθιστούσε δύσκολη την είσοδο στο νερό κι είχε αναγκάσει τον ιδιοκτήτη του σπιτιού να
φτιάξει μια στενόμακρη ξύλινη σκάλα, που άρχιζε απ την ακτή κι έφτανε στα δεκαπέντε μέτρα μήκος περίπου, ως εκεί που το βάθος της θάλασσας ήταν δύο μέτρα. Ήταν μια κατασκευή που είχε σαν βάση άδεια βαρέλια, από τα οποία είχαν αφαιρεθεί το πάνω και κάτω μέρος και τα
είχαν γεμίσει με τσιμέντο. Στα βαθύτερα σημεία είχαν τοποθετήσει δύο, το ένα πάνω στο άλλο, φτιάχνοντας έτσι μια στέρεη βάση πάνω στην
οποία στερέωσαν χοντρές σανίδες κι έφτιαξαν μια αρκετά ανθεκτική σκάλα. Όχι μόνο για να κολυμπούν, αλλά και για να δένουν το ταχύπλοο σκάφος που διέθετε ο ιδιοκτήτης. Με το καιρό, ο κόσμος το σκάφος αυτό το βάφτισε "τορπιλάκατο" επειδή έτρεχε πολύ, σκίζοντας στα δυο το κόλπο, με τα αφρισμένα κύματά του να χτυπούν στη παραλία. Όπως και με τη τορπιλάκατο του Πολεμικού Ναυτικού που κάθε φορά που ερχόταν
στο κόλπο για περιπολία, τσούρμο από ξυπόλυτα πιτσιρίκια έτρεχαν μαζί της και παράλληλα στο δρόμο προς την έξοδο, ώσπου χάνονταν στο
πέλαγος. Η σκάλα αυτή αποδείχτηκε τόσο στέρεη, που άντεξε για χρόνια την οργή της θάλασσας κι έμεινε ακλόνητη, αν κι όλοι έλεγαν ότι δεν θα βγάλει ούτε το πρώτο χειμώνα και θα αναγκαζόταν να την ξαναφτιάξει ο ιδιοκτήτης της ο καπετάν - Στράτος.
Ο Στράτος ήταν μοναχογυιός, παιδί του Ανανία και της Ρωξάνης. Δεν ήταν από το νησί. Είχαν έρθει πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία, μετά τη
καταστροφή του '22. Τότε, γλύτωσαν από το πνιγμό σαν από θαύμα κι η κυρά- Ρωξάνη δεν έπαψε ποτέ να ευχαριστεί το θεό. Ο κυρ -Ανανίας πάλι,
δεν έπαψε ποτέ να αναρωτιέται γιατί οι Σύμμαχοι -κι αυτό το "οι σύμμαχοι"το έλεγε με σημασία- άφησαν να χαθεί τόσος κόσμος. Είχε να το λέει
-και να το δείχνει μάλιστα- ότι είχε νοιώσει στο πετσί του -κυριολεκτικά- τη συμμαχική αλληλεγγύη. Όταν αυτός, η γυναίκα του κι ο γυιος του
ο Στράτος, που τότε ήταν σχεδόν έφηβος, έκλεινε τα δεκατρεία, πλησίασαν κολυμπώντας για να σωθούν απότους Τούρκους και τη φωτιά που
έκαιγε τη Σμύρνη και προσπάθησαν να ανεβούν στα γαλλικά καράβια, -άλλοι που προσπάθησαν να ανεβούν στα αγγλικά δεν είχαν καλύτερη τύχη- οι Γάλλοι τους απωθούσαν και δεντους άφηναν να ανεβούν. Πριν απ αυτόν είχαν πλησιάσει κι άλλοι, χωρίς να καταφέρουν κάτι καλύτερο.
Μαζεύονταν συνεχώς όλο και περισσότεροι κι οι ναύτες δεν προλάβαιναν πια να τους απωθούν με τα κοντάρια. Έτσι -κατόπιν άνωθεν εντολής
βέβαια- έβαλαν τα μεγάλα μέσα. Άνοιξαν τις αντλίες και με τις μάνικες, έριχναν με πίεση καυτό νερό σ όσους προσπαθούσαν να πλησιάσουν.
Όταν ο Ανανίας κατάλαβε τι γινόταν, γύρισε για να φωνάξει στη γυναίκα του και στο γυιο του να μη πλησιάσουν. Εκείνοι ακολουθούσαν λίγο πιο πίσω κι είχαν καταλάβει πως δεν είχαν να περιμένουν τίποτα καλό, τον είδαν να πετάγετε απ το νερό και με χειρονομίες να προσπαθεί να τους δώσει
να καταλάβουν ότι δεν έπρεπε να πλησιάσουν. Αυτοί απαντούσαν στα σήματά του, αλλά ο Ανανίας δεν το γνώριζε εκείνη τη στιγμή και συνέχισε
να προσπαθει.Από τότε, εκτός από το "γιατί" που τον βασάνιζε, θα κουβαλούσε για πάντα μαζί του, στο πετσί του, τη "καυτή" απόδειξητης
συμμαχικής αλληλεγγυης. Σαν τη σφραγίδα των μαρκαρισμένων με το πυρωμένο σίδερο σκλάβων. Μόνο που θα της έλειπε ο θυρεός της
Γαλλικής Δημοκρατίας.Κατάφερε τελικά να τους ειδοποήσει για το κίνδυο που διέτρεχαν, αλλά ο ίδιος δε γλύτωσε. Καθώς ανασηκωνόταν χειρονομώντας και φωνάζοντας, ένοιωσε τη δεξιά πλευρά του σώματός του, από τον αγκώνα του ανασηκωμένου δεξιού χεριού του, το λαιμό
του περισσότερο και το σβέρκο του, αλλά κυρίως όλη τη πλάτη του να καίγεται. Νόμισε ότι θα λυποθυμίσει. Βούλιαξε στο νερό. Ούτε που
κατάλαβε πόσο έμεινε εκεί.Του φάνηκε αιώνας. Όταν ξαναβγήκε στην επιφάνεια, καθώς ανάσαινε με δυσκολία από το πόνο, είδε γύρω του να
επιπλέουν κομμάτια από το ξεφλουδισμένο δέρμα του κορμιού του. Οι κατάρες της γυναίκας του και οι βλαστήμιες του γυιού του ανακατεύονταν με τις επικλήσεις στο θεό, τις κραυγές των ζεματισμένων και τα γοερά κλάματα των συγγενών των πνιγμένων.
Τα κατάφεραν έπειτα από απίστευτη ταλαιπωρία κι έφτασαν στο νησί.Καθώς ήταν άνθρωποι εργατικοί, ρίχτηκαν στη δουλειά αμέσως. Πήραν
"ανταλάξιμο" σύμφωνα με το νόμο αυτό το "μούλκι με τα γκιόλια" (το κτήμα με τα έλη), το ξεχέρσωσαν από τα βάτα τα βούρλα και τα σκίνα, το
αποξύραναν από τα νερά κι έφτιαξαν ένα γόνιμο κι αποδοτικό χωράφι. Έφτιαξαν τις πεζούλες στα δέντρα που ήταν στις κατηφοριές του
κτήματος κι άρχισαν να δρέπουν τους καρπούς των κόπων τους. Απομωνομένοι απ το κόσμο, ένοιωθαν τη ζωή τους να χάνεται, αλλά δεν τους
ένοιαζε. Το μόνο που ήθελαν ήταν να μη λείψει τίποτα απ το Στράτο το μοναχοπαίδι τους. Ήθελαν να σπουδάδει, να γίνει γιατρός "ντοτόρος" όπως έλεγαν, αλλά ο Στράτος είχε άλλα στο μυαλό του. Συνέχισε τις σπουδές του στο νησί κι όταν τελείωσε το Γυμνάσιο, (τότε δεν υπήρχε το
λύκειο), αντί να πάει στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, αυτόςμπήκε στη Σχολή Εμποροπλοιάρχων. Ότι χειρότερο για τους γονείς
του. Μόνο αυτό δεν ήθελαν. Όσο κι αν έκλαψαν, όσο κι αν τον παρακάλεσαν, εκείνος έκανε αυτό που ήθελε. Μόλις τέλειωσε τη σχολή, τους
αποχαιρέτησε και μπάρκαρε. Ερχόταν κατα διαστήματα να τους δει και ξανάφευγε. Κι όταν έγινε καπετάνιος, τότε ήταν που "ξέχασε" πια να
ξαναγυρίσει. Οι γονείς του μαράζωναν. Η απουσία του και η αγωνία τους για τη ζωή του, ξέροντας πως θαλασσοπνίγεται μέρα - νύχτα στη
θάλασσα, τσάκισε την υγεία τους. Πριν καλά - καλά κλείσει τα σαράντα του, ορφάνεψε από τη μάνα του. Ο θάνατός της τον βρήκε στη μέση του
Ατλαντικού. Ο πόλεμος είχε τελειώσει και κυβερνήτης πια ενός μεγάλου εμπορικού πλοίου όργωνε τις θάλασσες. Δεν ήθελε να θυμάται τα
χρόνια του πολέμου και θύμωνε όταν αναφέρονταν στις ανδραγαθίες του κατά τη διάρκειά του.
Δεν μπόρεσε να είναι στη κηδεία της μάνας του, όταν όμως επέστρεψε μετά από εφτά μήνες, φρόντισε ο ίδιος για τη κηδεία του πατέρα του.
Εκείνος περίμενε πως και πως το γυρισμό του και μόλις επέστρεψε, σα να τέλειωσε η απαντοχή του, τέσσερις μέρες μετά που γύρισε στο χωριό, πέθανε στον ύπνο του. Μ ένα αχνό χαμόγελο, ευχαριστιμένος που τον είδε και μπορούσε να πεθάνει πια. Ο Στράτος τον βρήκε το πρωί στο κρεβάτι του, αφού δεν απαντούσε στο κάλεσμά του να πιούν μαζί το πρωινό καφέ τους. Κανείς δε ξέρει πόσο σκόπευε να μείνει στο χωριό
πριν συμβεί το μοιραίο. Όμως, την επομένη της κηδείας, έφυγε σαν κυνηγημένος. Έφυγε και για δώδεκα χρόνια δεν ξαναφάνηκε. Κανείς δεν τον
ξαναείδε ούτε άκουσε κάτι γι αυτόν. Κι όταν κόντευε πια να ξεχαστεί απ όλους, επέστρεψε.
Μια επιστροφή που αναστάτωσε το χωριό δίνοντας
τροφή για σχόλια, απορίες και εικασίες. Γκρέμισε το παλιό πατρικό του σπίτι που κατέρεε απ την εγκατάλειψη κι έχτισε στη θέση του ένα άλλο,
τεράστιο, σύγχρονο και πολυτελές για την εποχή του. Έφτιαξε την αυλή μπροστά στο σπίτι και το περιβόλι. Φύτεψε δέντρα και λουλούδια και
περιποιήθηκε το κτήμα. Πήρε μαστόρους και "ντουλγκέριδες" (ξυλουργούς) έφερε υλικά και "κερεστέδες" (ξυλεία) κι ότι άλλο χρειαζόταν
κι έφτιαξε υπόστεγα και φρίτζες. Έφτιαξε και τη σκάλα μπροστά στο κτήμα, στη θάλασσα. Όλο αυτό το διάστημα, ήταν μόνος. Μιας κι έλειπε χρόνια
και δεν ήταν κι από το χωριό, δεν είχε φίλους, ούτε καν γνωστούς. Όταν έβγαινε στο "μειντάνι" (στην αγορά) του χωριού για τα ψώνια του, πάντα με το τσιμπούκι του στο στόμα, σε όσους τον χαιρετούσαν, απαντούσε στο χαιρετισμό τους με μια ελαφρά κίνηση του κεφαλιού του. Δεν
ήταν ακατάδεχτος, ούτε ψηλομύτης όπως τον κατηγόρησαν μερικοί. Μάλλον ντροπαλός ήταν κι ένοιωθε μόνος και ξένος. Όταν τέλειωσε τις
δουλειές του, προσέλαβε κάποιον να φροντίζει το σπίτι και τα φυτά. Είχαν ανάγκη κάποιος να τα περιποιείται και να τα ποτίζει το πρώτο καιρό ώσπου να "πιάσουν".Όπως και για όλους τους άλλους ανθρώπους που χρειάσθηκε για τις δουλειές του, έτσι και το φύλακα τον βρήκε μόνος του. Χωρίς να
ρωτήσει κανέναν, προσέλαβε το Θοδωρή το "γιουρούκι", τον άξεστο και βάρβαρο γυιο της κυρά -Γιαννούλας. Ένας άντρας ψηλός, μαυριδερός,
—έμοιαζε περισσότερο με άραβα— με σκοτεινό βλέμμα και συνοφρυωμένο πρόσωπο, με τα μαλλιά του πάντα αχτένιστα και σπάνια ξυρισμένος.
Άξεστος και βάρβαρος...Όχι γιατί είχε κάτι συγκεκριμένο να του καταμαρτηρίσει κανείς, όχι, αλλά επειδή ήταν μονόχνωτος και δεν είχε πάρε -
δώσε με κανέναν. Ήταν κάτι σαν τον τρελό του χωριού, όμως κανείς δεν τον περιγελούσε. Ούτε και τα παιδιά τον πείραζαν. Ενέπνεε κάτι μεταξύ σεβασμού και φόβου. Δε μιλούσε ποτέ αν δεν του απηύθηνες το λόγο και ότι του ανέθεταν να κάνει, κυρίως βαριές εργατικές και
αγροτικές δουλειές, αν το αναλάμβανε, πάντα το έφερνε σε πέρας. Η τρέλα του; είχε να κάνει με τις πολιτικές του πεποιθήσεις. Σε μια εποχή
δύσκολη, μετά το μεγάλο πόλεμο και τον εμφύλιο, με τη χώρα κατεστραμμένη και το μέλλον αβέβαιο. Όταν οι χωριανοί συζητούσαν για τα προβλήματά τους και πώς θα τα βγάλουν πέρα, αυτός, χωρίς κανείς να τον ρωτήσει και χωρίς να συμμετέχει στη κουβέντα, πέταγε ξαφνικά
ένα "το σφυρί και το δρεπάνι, απ τη πείνα θα μας βγάνει" σα να μονολογούσε κι έφευγε. Ακόμα και τις πιο δύσκολες μέρες, όταν το παρακράτος
της δεξιάς διαφέντευε παντού κι ο φόβος σκέπαζε τα πάντα, αυτός δε δίσταζε να το επαναλαμβάνει. Μάλιστα τον είχαν δει αρκετές φορές να
βγαίνει δαρμένος και καταματωμένος από το αστυνομικό τμήμα. Ωστόσο, κανείς δεν ήξερε αν καταλάβαινε τι έλεγε, αν κάπου το είχε ακούσει
και του μεινε στο συγχισμένο του μυαλό, ή αν ήταν αποτέλεσμα βαθιάς ιδεολογικής πίστης. Πάντως ο Στράτος δεν τον θεωρούσε τρελό κι ότι
χρήματα χρειάζονταν για συμπληρωματικές δουλειές στο σπίτι, του τα έστελνε στο όνομά του χωρίς κανέναν ενδοιασμό κι αυτός πάντα τα
διαχειριζόταν με τον καλύτερο τρόπο.
Είχαν περάσει δυο χρόνια από τότε και προς το τέλος του '57, όλα είχαν μεγαλώσει. Δέντρα και λουλούδια, μια πολύχρωμη ζωγραφιά. Ήταν κάτι απίστευτα όμορφο, ένας μικρός παράδεισος. Και ο Θοδωρής, ίσως για πρώτη και μοναδική φορά στη ζωή του, χαμογελούσε ικανοποιημένος
Τότε ήταν που επέστρεψε ο Στράτος. Στα μέσα του Ιούλη, λίγο πριν το πανηγύρι του Αγίου Παντελεήμονα. Αλλά δεν επέστρεψε μόνος. Έφερε
μαζί του και τη Ροζάλμπα. Μια πανέμορφη λιγερόκορμη μιγάδα, με σταρένιο δέρμα, με δυο μεγάλα μαύρα μάτια και μακριά κατάμαυρα μαλλιά
που έφταναν ως τη μέση της. Και μια φωνή! Απαλή, βαθιά, μελωδική, σαν ψίθυρος αγγέλου. Εκείνο όμως που άναψε φωτιές σ όλους τους
άντρες του χωριού, ήταν το κορμί της. Ένα κορμί θεϊκό! Με τα υπέροχα μακρυά πόδια της, τις τέλειες αναλογίες της και το προκλητικό της
μπούστο -κάτι πρωτόγνωρο για την εποχή-, μαγνήτιζε τα βλέμματα όλα. Δεν έκανε μόνο τους άντρες να αναστενάζουν αλλά και τις γυναίκες
να ζηλεύουν. Κι όταν φορούσε εκείνα τα εφαρμοστά λευκά λινά φορέματα, η αντίθεση του λευκού με το σταρένιο, μελαχροινό χρώμα του
κορμιού της, έφτιαχνε εικόνες απίστευτα αισθησιακές. Κάτω απ το λευκό λινό φόρεμά της, διαγράφονταν ο δαντελένιος στηθόδεσμός της και οι άντρες έχαναν τον ύπνο τους. Στο χωριό άρχισαν οι ψίθυροι. Κι άγνωστο πως, αφού ο Στράτος δεν είχε κουβέντες με κανένα, μαθεύτηκε ότι
την είχε φέρει από τη Κούβα. Ότι ήταν παντρεμένη μ ένα στρατιωτικό που είχε σκοτωθεί σε κάποια μάχη με αντάρτες, που είχαν αρχηγό τους
κάποιο Φιδέλ Κάστρο.Εκεί γινόταν επανάσταση.Κι επειδή όλα έδειχναν ότι τα ψωμιά του Μπατίστα, του δικτάτορα της χώρας ήταν μετρημένα,
τη πήρε μαζί του όταν στο τελευταίο ταξίδι του πέρασε από την Αβάνα. Κανείς δεν έμαθε ποτέ πως μαθεύτηκαν όλες αυτές οι λεπτομέρειες,
όμως αργότερα, σε άσχετο χρόνο, θα του τις επιβεβαίωνε η ίδια η Ροζάλμπα, το ίδιο απορημένη κι αυτή για το πως μαθεύτηκαν. Λίγες μέρες
μετά την άφιξή τους, έφθασε και το σκάφος, η "τορπιλάκατος" όπως τη βάφτισαν αργότερα οι χωριανοί, κι έδεσε στη μικρή σκάλα. Εκτός από το
Θοδωρή, ο Στράτος είχε προσλάβει και μια γειτονοπούλα, τη Μυρσίνη, για να φροντίζει το νοινοκυριό στο σπίτι, να μαγειρεύει κι ότι άλλο
χρειαζόταν. Η Ροζάλμπα δεν είχε "καλές" σχέσεις μ όλα αυτά.
Η "τορπιλάκατος" διέσχιζε συνεχώς και προς κάθε κατεύθυνση το κόλπο, αράζοντας πότε στις ερημικές αμμουδιές και πότε λίγο πιο πέρα
από τις παραλίες που κολυμπούσε ο κόσμος.Πάντα οι δυο τους και πάντα πιασμένοι χέρι - χέρι. Ο καπετάν Στράτος, δε θύμιζε σε τίποτα το
Στράτο που ήξεραν. Το σκοτεινό του βλέμμα είχε ημερέψει, μ ένα μόνιμο αχνό χαμόγελο. Είχε κόψει τα γένια του αποκαλύπτοντας ένα όμορφο
καλοσχηματισμένο πρόσωπο με γλυκά χαρακτηριστικά. Τα ίσια μαύρα μαλλιά του, είχαν γκριζάρει για τα καλά στους κροτάφους και του έδιναν
μια πρόσθετη γοητεία. Φορούσε πάντα λινά παντελόνια και πουκάμισα και παναμέζικο καπέλο που ταίριαζαν πολύ στη ψηλή κορμοστασιά του.
Ήταν ένα ταιριαστό ζευγάρι παρά τη διαφορά ηλικίας που είχαν και κυρίως, ήταν πολύ ερωτευμένοι και οι δυο τους.
τροφή για σχόλια, απορίες και εικασίες. Γκρέμισε το παλιό πατρικό του σπίτι που κατέρεε απ την εγκατάλειψη κι έχτισε στη θέση του ένα άλλο,
τεράστιο, σύγχρονο και πολυτελές για την εποχή του. Έφτιαξε την αυλή μπροστά στο σπίτι και το περιβόλι. Φύτεψε δέντρα και λουλούδια και
περιποιήθηκε το κτήμα. Πήρε μαστόρους και "ντουλγκέριδες" (ξυλουργούς) έφερε υλικά και "κερεστέδες" (ξυλεία) κι ότι άλλο χρειαζόταν
κι έφτιαξε υπόστεγα και φρίτζες. Έφτιαξε και τη σκάλα μπροστά στο κτήμα, στη θάλασσα. Όλο αυτό το διάστημα, ήταν μόνος. Μιας κι έλειπε χρόνια
και δεν ήταν κι από το χωριό, δεν είχε φίλους, ούτε καν γνωστούς. Όταν έβγαινε στο "μειντάνι" (στην αγορά) του χωριού για τα ψώνια του, πάντα με το τσιμπούκι του στο στόμα, σε όσους τον χαιρετούσαν, απαντούσε στο χαιρετισμό τους με μια ελαφρά κίνηση του κεφαλιού του. Δεν
ήταν ακατάδεχτος, ούτε ψηλομύτης όπως τον κατηγόρησαν μερικοί. Μάλλον ντροπαλός ήταν κι ένοιωθε μόνος και ξένος. Όταν τέλειωσε τις
δουλειές του, προσέλαβε κάποιον να φροντίζει το σπίτι και τα φυτά. Είχαν ανάγκη κάποιος να τα περιποιείται και να τα ποτίζει το πρώτο καιρό ώσπου να "πιάσουν".Όπως και για όλους τους άλλους ανθρώπους που χρειάσθηκε για τις δουλειές του, έτσι και το φύλακα τον βρήκε μόνος του. Χωρίς να
ρωτήσει κανέναν, προσέλαβε το Θοδωρή το "γιουρούκι", τον άξεστο και βάρβαρο γυιο της κυρά -Γιαννούλας. Ένας άντρας ψηλός, μαυριδερός,
—έμοιαζε περισσότερο με άραβα— με σκοτεινό βλέμμα και συνοφρυωμένο πρόσωπο, με τα μαλλιά του πάντα αχτένιστα και σπάνια ξυρισμένος.
Άξεστος και βάρβαρος...Όχι γιατί είχε κάτι συγκεκριμένο να του καταμαρτηρίσει κανείς, όχι, αλλά επειδή ήταν μονόχνωτος και δεν είχε πάρε -
δώσε με κανέναν. Ήταν κάτι σαν τον τρελό του χωριού, όμως κανείς δεν τον περιγελούσε. Ούτε και τα παιδιά τον πείραζαν. Ενέπνεε κάτι μεταξύ σεβασμού και φόβου. Δε μιλούσε ποτέ αν δεν του απηύθηνες το λόγο και ότι του ανέθεταν να κάνει, κυρίως βαριές εργατικές και
αγροτικές δουλειές, αν το αναλάμβανε, πάντα το έφερνε σε πέρας. Η τρέλα του; είχε να κάνει με τις πολιτικές του πεποιθήσεις. Σε μια εποχή
δύσκολη, μετά το μεγάλο πόλεμο και τον εμφύλιο, με τη χώρα κατεστραμμένη και το μέλλον αβέβαιο. Όταν οι χωριανοί συζητούσαν για τα προβλήματά τους και πώς θα τα βγάλουν πέρα, αυτός, χωρίς κανείς να τον ρωτήσει και χωρίς να συμμετέχει στη κουβέντα, πέταγε ξαφνικά
ένα "το σφυρί και το δρεπάνι, απ τη πείνα θα μας βγάνει" σα να μονολογούσε κι έφευγε. Ακόμα και τις πιο δύσκολες μέρες, όταν το παρακράτος
της δεξιάς διαφέντευε παντού κι ο φόβος σκέπαζε τα πάντα, αυτός δε δίσταζε να το επαναλαμβάνει. Μάλιστα τον είχαν δει αρκετές φορές να
βγαίνει δαρμένος και καταματωμένος από το αστυνομικό τμήμα. Ωστόσο, κανείς δεν ήξερε αν καταλάβαινε τι έλεγε, αν κάπου το είχε ακούσει
και του μεινε στο συγχισμένο του μυαλό, ή αν ήταν αποτέλεσμα βαθιάς ιδεολογικής πίστης. Πάντως ο Στράτος δεν τον θεωρούσε τρελό κι ότι
χρήματα χρειάζονταν για συμπληρωματικές δουλειές στο σπίτι, του τα έστελνε στο όνομά του χωρίς κανέναν ενδοιασμό κι αυτός πάντα τα
διαχειριζόταν με τον καλύτερο τρόπο.
Είχαν περάσει δυο χρόνια από τότε και προς το τέλος του '57, όλα είχαν μεγαλώσει. Δέντρα και λουλούδια, μια πολύχρωμη ζωγραφιά. Ήταν κάτι απίστευτα όμορφο, ένας μικρός παράδεισος. Και ο Θοδωρής, ίσως για πρώτη και μοναδική φορά στη ζωή του, χαμογελούσε ικανοποιημένος
Τότε ήταν που επέστρεψε ο Στράτος. Στα μέσα του Ιούλη, λίγο πριν το πανηγύρι του Αγίου Παντελεήμονα. Αλλά δεν επέστρεψε μόνος. Έφερε
μαζί του και τη Ροζάλμπα. Μια πανέμορφη λιγερόκορμη μιγάδα, με σταρένιο δέρμα, με δυο μεγάλα μαύρα μάτια και μακριά κατάμαυρα μαλλιά
που έφταναν ως τη μέση της. Και μια φωνή! Απαλή, βαθιά, μελωδική, σαν ψίθυρος αγγέλου. Εκείνο όμως που άναψε φωτιές σ όλους τους
άντρες του χωριού, ήταν το κορμί της. Ένα κορμί θεϊκό! Με τα υπέροχα μακρυά πόδια της, τις τέλειες αναλογίες της και το προκλητικό της
μπούστο -κάτι πρωτόγνωρο για την εποχή-, μαγνήτιζε τα βλέμματα όλα. Δεν έκανε μόνο τους άντρες να αναστενάζουν αλλά και τις γυναίκες
να ζηλεύουν. Κι όταν φορούσε εκείνα τα εφαρμοστά λευκά λινά φορέματα, η αντίθεση του λευκού με το σταρένιο, μελαχροινό χρώμα του
κορμιού της, έφτιαχνε εικόνες απίστευτα αισθησιακές. Κάτω απ το λευκό λινό φόρεμά της, διαγράφονταν ο δαντελένιος στηθόδεσμός της και οι άντρες έχαναν τον ύπνο τους. Στο χωριό άρχισαν οι ψίθυροι. Κι άγνωστο πως, αφού ο Στράτος δεν είχε κουβέντες με κανένα, μαθεύτηκε ότι
την είχε φέρει από τη Κούβα. Ότι ήταν παντρεμένη μ ένα στρατιωτικό που είχε σκοτωθεί σε κάποια μάχη με αντάρτες, που είχαν αρχηγό τους
κάποιο Φιδέλ Κάστρο.Εκεί γινόταν επανάσταση.Κι επειδή όλα έδειχναν ότι τα ψωμιά του Μπατίστα, του δικτάτορα της χώρας ήταν μετρημένα,
τη πήρε μαζί του όταν στο τελευταίο ταξίδι του πέρασε από την Αβάνα. Κανείς δεν έμαθε ποτέ πως μαθεύτηκαν όλες αυτές οι λεπτομέρειες,
όμως αργότερα, σε άσχετο χρόνο, θα του τις επιβεβαίωνε η ίδια η Ροζάλμπα, το ίδιο απορημένη κι αυτή για το πως μαθεύτηκαν. Λίγες μέρες
μετά την άφιξή τους, έφθασε και το σκάφος, η "τορπιλάκατος" όπως τη βάφτισαν αργότερα οι χωριανοί, κι έδεσε στη μικρή σκάλα. Εκτός από το
Θοδωρή, ο Στράτος είχε προσλάβει και μια γειτονοπούλα, τη Μυρσίνη, για να φροντίζει το νοινοκυριό στο σπίτι, να μαγειρεύει κι ότι άλλο
χρειαζόταν. Η Ροζάλμπα δεν είχε "καλές" σχέσεις μ όλα αυτά.
Η "τορπιλάκατος" διέσχιζε συνεχώς και προς κάθε κατεύθυνση το κόλπο, αράζοντας πότε στις ερημικές αμμουδιές και πότε λίγο πιο πέρα
από τις παραλίες που κολυμπούσε ο κόσμος.Πάντα οι δυο τους και πάντα πιασμένοι χέρι - χέρι. Ο καπετάν Στράτος, δε θύμιζε σε τίποτα το
Στράτο που ήξεραν. Το σκοτεινό του βλέμμα είχε ημερέψει, μ ένα μόνιμο αχνό χαμόγελο. Είχε κόψει τα γένια του αποκαλύπτοντας ένα όμορφο
καλοσχηματισμένο πρόσωπο με γλυκά χαρακτηριστικά. Τα ίσια μαύρα μαλλιά του, είχαν γκριζάρει για τα καλά στους κροτάφους και του έδιναν
μια πρόσθετη γοητεία. Φορούσε πάντα λινά παντελόνια και πουκάμισα και παναμέζικο καπέλο που ταίριαζαν πολύ στη ψηλή κορμοστασιά του.
Ήταν ένα ταιριαστό ζευγάρι παρά τη διαφορά ηλικίας που είχαν και κυρίως, ήταν πολύ ερωτευμένοι και οι δυο τους.
Ένα πρωινό στις αρχές του Σεπτέμβρη, μπήκαν στο μπακάλικο που εργαζόταν για να αγοράσουν μια κουλούρα σχοινί για το σκάφος. Το
αφεντικό του έλειπε κι αυτός αντί να τους εξυπηρετήσει γρήγορα, έμεινε να χαζεύει τη Ροζάλμπα μ ανοιχτό το στόμα. Δεν την είχε ξαναδεί από
τόσο κοντά, μόνο από μακρυά και πάντα μέσα στη τορπιλάκατο. Μόνο μια φορά που πήγαιναν προς το χωριό κι αυτός καθόταν στην άκρη της
θάλασσας κι ονειροπολούσε όπως πάντα, πέρασαν από μπροστά του, πολύ κοντά στην ακτή με μικρή ταχύτητα. Στέκονταν κι οι δυο τους όρθιοι, εκείνη
γερμένη στον ώμο του κι αυτός τη κρατούσε προστατευτικά από τη μέση. Το απαλό απογευματινό αεράκι, κόντρα στη πορεία τους, έκανε τα
μακρυά κατάμαυρα μαλλιά της να ανεμίζουν προς τα πίσω, μ ένα τρόπο λες κι είχαν πόλεμο με τον ήλιο και προσπαθούσαν να τη κρύψουν. Και
τώρα την είχε μπροστά του ολοζώντανη. Σίγουρα ήταν πολύ πιο όμορφη απ όσο έλεγαν οι άντρες όταν συζητούσαν μεταξύ τους, λέγοντας
διάφορα υπονοούμενα ψιθυριστά, προσθέτοντας άλλος το μακρύ του κι άλλος το κοντό του.
Η φωνή του Στράτου που τον ρωτούσε πόσο κάνει το σχοινί τον συνέφερε.Μετά τον ρώτησε τίνος γιος είναι και πως τον λένε. Του απάντησε πως είναι γιος του Αγγελή και της Ελένης και πως το όνομά του είναι Αλέξανδρος. Αυτός έβγαλε ένα μακρόσυρτο ...χμμμμ με
σημασία και του είπε ότι τους ξέρει -άγνωστο πως -τον ρώτησε μάλιστα αν είχαν νέα από το πατέρα του, αν είναι καλά στην Αθήνα και αν είναι
καλά η μητέρα του και ο αδελφός του. Του ειπε ακόμα πως, αν ήθελε, μπορούσε να τους επισκεφθεί όποια μέρα δεν εργαζόταν, να πάνε βόλτα
με το σκάφος. Η Ροζάλμπα που παρακολουθούσε χαμογελαστή τη κουβέντα τους, όταν ετοιμάστηκαν να φύγουν, τον ρώτησε κοιτώντας τον
ίσια στα μάτια:— Cuál es tu nombre? Como te llamas? Αυτός τη κοίταξε χαμένος μέσα στα πανέμορφα μαύρα μάτια της, χωρίς να καταλαβαίνει
ούτε λέξη.
— Ρωτάει πιο είναι το όνομά σου, πως σε λένε. Του εξήγησε ο Στράτος.
— Αλέξανδρο! Βιάστηκε να πει εκείνος. Με λένε Αλέξανδρο.
— Alejandro! Es muy bonito tu nombre. Me gusta mucho! Στράφηκε πάλι στο Στράτο απορημένος.
— Λέει ότι έχεις πολύ όμορφο όνομα κι ότι της άρεσε πολύ. Μετά άφησε ένα χαρτονόμισμα πάνω στο πάγκο πολλαπλάσιο της αξίας του σχοινιού και του είπε να κρατήσει δικά του τα ρέστα.
— Όχι, όχι,δεν είναι ανάγκη του είπε αναστατωμένος ενώ έψαχνε στο συρτάρι του ταμείου για τα ρέστα. Αυτός όμως είχε βγει κι όλας στο
δρόμο και κοντοστάθηκε λίγο περιμένοντας τη Ροζάλμπα. Εκείνη, που όλη αυτή την ώρα χαμογελούσε γλυκά κοιτώντας τον, άπλωσε το χέρι
της και τον χάιδεψε στο κεφάλι ανακατεύοντας τα μαλλιά του.
— Chao Alejandro, hasta la vista. του είπε και βγήκε από το μαγαζί.
Αυτή τη φορά ο Στράτος δεν ήταν εκεί για να του εξηγήσει τι είπε εκείνη, τον άκουσε όμως να του φωνάζει καθώς απομακρύνονταν κρατώντας
από το χέρι τη Ροζάλμπα:— Αλέξανδρε, θα σε περιμένω να πάμε βόλτα με το σκάφος.
Για πολύ ώρα έμεινε σαν υπνωτισμένος, έχοντας μπροστά του την εικόνα της κι αναπνέοντας το άρωμά της που γέμιζε το χώρο. Σαν αστραπή
πέρασε από το μυαλό και τα μάτια του η εικόνα τους: οι τρεις τους μαζί στο σκάφος να τρέχουν σαν τον άνεμο στη θάλασσα, κι ένα σύγκριο
χαράς διέτρεξε όλο το σώμα του. Αυτή η βόλτα δεν επρόκειτο να γίνει ποτέ, αλλά εκείνη τη στιγμή δε μπορούσε να το ξέρει κανένας από τους
τρεις τους.
Στο τέλος του Οκτώβρη, μετά τα πρωτοβρόχια και τα πρώτα σημάδια του χειμώνα που ερχόταν, ο Στράτος αποφάσισε να ταξιδέψει για μια
"τελευταία" φορά όπως της είπε. Ήθελε να αποχαιρετίσει τη θάλασσα, τη πρώτη μεγάλη αγάπη της ζωής του. Τα κλάματα και τα παρακάλια της
δε στάθηκαν ικανά να τον κάνουν ν αλλάξει απόφαση. Προσπάθησε να τη πείσει να πάει μαζί του ή τουλάχιστον να μείνει στην Αθήνα να τον
περιμένει ώσπου να επιστρέψει. Εκείνη, αν και καταγόταν από νησιωτική χώρα, φοβόταν πολύ τη θάλασσα για να τον ακολουθήσει. Κι αφού δεν θα ήταν μαζί του, καλύτερα να έμενε στο σπίτι τους να τον περιμένει.Τον παρακάλεσε μόνο να ζητήσει από τον Αλέξανδρο, το νεαρό φίλο τους,
να της κάνει λίγη παρέα αν.μπορούσε και να τη βοηθάει στα ψώνια. Ο καπετάνιος αφού πήγε τη τορπιλάκατο απέναντι, στην άλλη πλευρά του
κόλπου, στο μικρό απάνεμο καρνάγιο και την εξασφάλισε για όσο καιρό θα έλειπε, πήγε και τον βρήκε.Τον παρακάλεσε να την προσέχει όσο θα
λείπει και να τη φροντίζει, αφού ήταν ο μόνος που γνώριζε, ο μόνος "φίλος" της. Θα ένοιωθε ήσυχος αν του υποσχόταν πως θα της συμπαρασταθεί ώσπου να γυρίσει. Και χωρίς να περιμένει την απάντησή του, του έδωσε το χέρι του και σφίγγοντάς το δυνατά τον ευχαρίστησε.
— Αλέξανδρε σˊ ευχαριστώ. Είναι ότι πιο ακριβό, ότι πιο αγαπημένο έχω στο κόσμο. Σου την εμπιστεύομαι.
Εκείνη τη στιγμή, ένοιωσε όπως τότε που ο πατέρας του κυνηγημένος για τις ιδέες του αναγκάστηκε να φύγει και του ζήτησε να αναλάβει την
ευθύνη της οικογένειάς τους όσο εκείνος θα έλειπε, ώσπου να ξανασμίξουν. Έτσι και τώρα ένοιωθε περήφανος που ο καπετάνιος του έδειχνε
τόση εμπιστοσύνη και ήθελε να του πει πως θα τη προσέχει, πως δεν έπρεπε να ανησυχεί, αλλά δε μπορούσε να μιλήσει. Φοβόταν πως θα βάλει
τα κλάματα και δεν το ήθελε. Προσπάθησε κι αυτός να του ανταποδώσει τη χειραψία, αλλά το μικρό εφηβικό του χέρι, έμεινε εγκλωβισμένο
μέσα στη φαρδιά αντρική παλάμη του Στράτου. Εκείνος κατάλαβε. Με το αριστερό του χέρι, τον κράτησε σφιχτά από τον ώμο και φέρνοντας τα
δυο δάχτυλα του δεξιού χεριού του ενωμένα στο μέτωπό του, τον χαιρέτησε κι έφυγε. Δεν τον είδε ποτέ ξανά.
Στο διάστημα που ακολούθησε, στο συγκεκριμένο κοινωνικό και πολιτικό περιβάλλον, τα γεγονότα που διαδραματίστηκαν, επιρρέασαν τη ζωή
του, όπως και τις ζωές όλων και διαμόρφωσαν το χαρακτήρα του.Ένοιωθε πως μεγάλωνε γρήγορα. Δε μπορούσε να καταλάβει πως χάθηκε η
εφηβεία του και δεν ήξερε αν μπορούσε να τη περιμένει ακόμα. Του είχαν αναθέσει ένα ρόλο με πολλές ευθύνες και δεν ήξερε αν ανταποκρινόταν σ΄αυτόν. Αγωνιούσε για το αν αντικαθιστούσε το πατέρα του σωστά κι αν ήταν άξιος της εμπιστοσύνης που του έδειξε. Τί θα
έκανε εκείνος; Δεν είχε προλάβει να μάθει τι κάνει ένας πατέρας, πια ακριβώς είναι η "δουλειά" του. Όσο κι αν προσπαθούσε να γυρίσει πίσω
τη σκέψη του και να θυμηθεί τις στιγμές που ήταν μαζί τους και πως συμπεριφερόταν, αυτό που κυριαρχούσε, ήταν η απουσία του. Όχι από
επιλογή, όχι γιατί το ήθελε να απουσιάζει. Όχι! Αυτό το ήξερε καλά. Από ανάγκη να προλάβει τις ανάγκες της ζωής των παιδιών του και της
οικογένειας. Ερχόταν στα μάτια του η εικόνα του, πάντα παραμορφωμένη από την αγωνία και τη προσπάθεια. Λίγες φορές τον θυμόταν
χαρούμενο, να χαμογελά. Όπως τότε που του είπε πως μπορούσε να δώσει εξετάσεις για να "μπει" στο Γυμνάσιο κι ότι θα έκαναν τ αδύνατα
δυνατά για να σπουδάσει αφού το ήθελε τόσο πολύ. Αυτός και η μητέρα του ήταν τόσο χαρούμενοι. Πόσο όμορφοι ήταν κι οι δυο και πόσο
έλαμπαν! Και λίγο παλιότερα, λίγο πριν πάει στο σχολείο. Ο πατέρας του είχε γυρίσει νωρίς στο σπίτι και του φώναξε να αφήσει για λίγο το
παιχνίδι. Του είχε φτιάξει ένα μικρό καπέλο, ένα "τζόκευ", και στη μέση, μπροστά, πάνω από το γείσο, είχε ράψει ένα κατακόκκινο σφυροδρέπανο
που το είχε κεντήσει ο ίδιος. Του το φόρεσε στο κεφάλι και τον κοίταξε όλο καμάρι. Ήταν ολόκληρος ένα χαμόγελο. Κι όταν αυτός έκανε να
τρέξει στο καθρέφτη για να το δει, η μητέρα του νομίζοντας ότι θα έβγαινε στο δρόμο για να συνεχίσει το παιχνίδι του, κατατρομαγμένη του
φώναξε:— Μη, μη, όχι, όχι στο δρόμο! Μόνο εδώ μέσα στο σπίτι θα το φοράς. Το χαμόγελο του πατέρα του έσβησε κι η ομορφιά του χάθηκε.
— Τώρα ναι, όμως γρήγορα θα ρθει η μέρα που θα το φορά όπου θέλει, είπε προφητικά. Πού να βρισκόταν τώρα άραγε; Κατά καιρούς, κάποιος
τον σταματούσε στο δρόμο, δήθεν τυχαία για να μη προκαλεί υποψίες, για να του πει νέα από το πατέρα του, ότι είναι καλά και να μην ανησυχούν, ότι σύντομα θα τους πάρει κοντά του και με τρόπο έβαζε στο χέρι του τα λεφτά που τους είχε στείλει. Τότε, ένοιωθε ήσυχος που
εκείνος ήταν καλά, αγωνιούσε όμως για το πότε θα έφευγε κι αυτός στην Αθήνα. Ζούσαν στο μικρό χωριό τους αποκομμένοι από παντού, χωρίς νέα
για το τι γινόταν στον υπόλοιπο κόσμο. Στο ραδιόφωνο, το μοναδικό μέσον για μάθουν κάτι, μετέδιδε μόνο τα ψέματα της προπαγάνδας της
δεξιάς. Εφημερίδες δεν έφταναν στο χωριό, αλλά κι αυτές που έφταναν δεν έκαναν τίποτα άλλο από το να βρίζουν τους "Κομμουνιστοσυμμορίτες" και να συκοφαντούν τους αγωνιστές της αντίστασης και παράλληλα να υμνούν τους πέραν του Ατλαντικού αφέντες τους,
τους Αμερικανούς και τους συμμάχους τους. Υπήρχε βέβαια και η "ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΕΛΛΑΔΑ", ο παράνομος ραδιοφωνικός σταθμός του εκτός νόμου
ΚΚΕ αλλά δεν ήταν εύκολο να τον "πιάσεις" μιας κι εξέπεμπε στα βραχέα κύματα, αλλά ήταν και πολύ επικίνδυνο αφού οι ρουφιάνοι είχαν παντού
αυτιά. Πάντως, έστω κι έτσι μάθαιναν για το ξεσηκωμό των Κυπρίων ενάντια στους Άγγλους αποικιοκράτες "συμμάχους" μας, ότι η Γκάνα ήταν η πρώτη Αφρικανική χώρα που απέκτησε την ανεξαρτησία της αποτινάζοντας τον αποικιακό ζυγό. Ότι στη Κούβα, πέρα από τον Ατλαντικό, εκεί
στη Καραιβική, κάτω απ τη μύτη των Αμερικανών, ο λαός ξεσηκώθηκε ενάντια στο τσιράκι τους το δικτάτορα Μπατίστα, που είχε μετατρέψει
τη χώρα σ ένα απέραντο πορνείο κι ένα τεράστιο καζίνο, όπου τζογάριζε όλη η μαφία, στα ίδια τραπέζια μ όλη τη "καλή κοινωνία" των ΗΠΑ. Ο
Φιντέλ Κάστρο κι ο Αργεντίνος Τσε Γκεβάρα με άλλους Κουβανούς πατριώτες, είχαν δώσει το σύνθημα για τη τελική έφοδο και τίποτα πια δεν
μπορούσε να αλλάξει τη πορεία των γεγονότων. Ο νεανικός του ενθουσιασμός τον οδηγούσε στο μακρινό αυτό νησί της Καραϊβικής και στα
βουνά της Σιέρα Μαέστρα με τους άλλους Κουβανούς πατριώτες και με τη φαντασία του έπαιρνε μέρος σε νικηφόρες μάχες. Άλλοτε πάλι,
καθισμένος στην άκρη της θάλασσας, μπροστά στο σπίτι του, έβλεπε τα πλοία να περνούν απ τη στενή είσοδο του κόλπου, να ρχονται ή να
φεύγουν, φορτωμένα λογής - λογής εμπορεύματα και με τη φαντασία του ταξίδευε μαζί τους, μέχρι τα λιμάνια απ όπου ξεκινούσαν για να φτάσουν στο μικρό λιμάνι του χωριού του. Ήταν καλό όσο κρατούσε, όμως γρήγορα έπρεπε να επανέλθει απ το ονειροπόλημα στη σκληρή πραγματικότητα.
Είχε περάσει σχεδόν ένας χρόνος από τότε που είχε φύγει ο Στράτος. Στο διάστημα αυτό, κράτησε την υπόσχεσή του και συμπαραστάθηκε
όσο καλύτερα μπορούσε στη Ροζάλμπα. Της έκανε τα ψώνια, άλλοτε μόνος κι άλλοτε μαζί της, τη βοηθούσε σε ότι χρειαζόταν στο σπίτι και της
κρατούσε συντροφιά. Ιδιαίτερα τις μέρες που της έλειπε πολύ εκείνος και μελαγχολούσε.Και τις Κυριακές που δε δούλευε στο μπακάλικο,
σχεδόν πάντα ήταν όλη τη μέρα κοντά της. Έκαναν μπάνιο μαζί κι επειδή ήταν πολύ καλή κολυμβήτρια, πάντα τον νικούσε. Κι όταν αυτός της
έλεγε ότι φταίει το "άρρωστο" πόδι του (είχε περάσει πολυομυελίτιδα στα έξι του και του είχε αφήσει μια ελαφρά ατροφία στο δεξί του πόδι)
εκείνη του απαντούσε ότι αν δε πάψει να το σκέφτεται, θα είναι άρρωστο για πάντα. Είχαν αρχίσει και μια προσπάθεια να μάθει Ελληνικά κι
επειδή ήταν πολύ έξυπνη, μάθαινε πολύ γρήγορα. Κάποιες φορές μάλιστα για να το πειράξει τον προσφωνούσε "δάσκαλο". Όσα περισσότερα
μάθαινε εκείνη, τόσο περισσότερο συζητούσαν. Εκείνος της έλεγε για την οικογένειά του, για την απογοήτευσή του που δε μπόρεσε να συνεχίσει το σχολείο για οικονομικούς λόγους και για το πατέρα του που αναγκάσθηκε να φύγει από κοντά τους κυνηγημένος για τις ιδέες του.
Ότι ανησυχούσε πολύ για το πως περνάει εκεί που βρίσκετε κι ότι του λείπει πολύ. Ότι λείπει πολύ σ όλους, στη μητέρα του και στο μικρό του
αδελφό. Εκείνη πάλι, του μιλούσε για το Στράτο. Πως γνωρίστηκαν σε μια δεξίωση στην Αβάνα, για το πως ερωτεύθηκαν αμέσως ο ένας τον
άλλο, απ το πρώτο χορό που χόρεψαν μαζί -ο άνδρας της ζούσε ακόμα- και για το πόσο πολύ τον αγαπούσε. Του έλεγε ότι, αν κάποιος σε κάνει
να τον αγαπάς τόσο πολύ, πρέπει να του χρωστάς ευγνωμοσύνη γιατί η αγάπη σε κάνει καλύτερο άνθρωπο. Της είχε υποσχεθεί ότι αυτό θα ήταν
το τελευταίο ταξίδι κι αγωνιούσε να περάσει ο καιρός και να γυρίσει κοντά της. Του έλεγε ακόμα για την οικογένειά της που είχε αφήσει πίσω
στη Κούβα, στην επαρχία Ματάνσας, ογδόντα χιλιόμετρα έξω απ την Αβάνα. Μάλιστα, υπερηφανευόταν που στη Καραϊβική όλοι αποκαλούσαν
τη πόλη της "Αθήνα της Καραϊβικής". Εκεί είχαν μείνει οι ηλικιωμένοι γονείς της, η αδελφή της κι ο αδελφός της, που ήταν στο βουνό με το
Φιντέλ και το Τσε κι ανησυχούσε πολύ γι αυτόν. Πως θα ήθελε πολύ να τους ξανάβλεπε έστω και για λίγο.Είχε πίστη σ αυτό που γινόταν στη
πατρίδα της και στην επανάσταση, γι αυτό δεν είχε βιαστεί να φέρει και τους δικούς της στην Ελλάδα αν και ο Στράτος της είχε πει ότι αν ήθελε
μπορούσαν να τους πάρουν μαζί τους. Του μιλούσε ακόμα με τις ώρες για τις ομορφιές της πατρίδας της και για τους ανθρώπους της. Για την
αγάπη τους για τη ζωή για το χορό και τη μουσική. Εκείνος δε χόρταινε ν ακούει τις ιστορίες της. Κι αργότερα, χρόνια μετά, συνειδητοποίησε
ότι εκτός από την επανάσταση την ίδια σα γεγονός, εκτός απ το Φιντέλ Κάστρο και το Τσε Γκεβάρα, εκείνο που τον έκανε να αγαπήσει τόσο
πολύ αυτή τη χώρα, ήταν εκείνη, η Ροζάλμπα. Ο καιρός περνούσε δύσκολα κι ανήσυχα. Είχαν μπει στο καλοκαίρι κι η Ροζάλμπα ετοιμαζόταν να
υποδεχτεί το Στράτο που θα επέστρεφε για να μείνει πια για πάντα κοντά της. Ήταν τόσο χαρούμενη, που σχεδόν ζήλευε τη χαρά της. Κάποια
μέρα, σε μια από τις συζητήσεις τους, του είπε χαρούμενη με τα σπαστά ελληνικά της: — Παράξενη που είναι η ζωή Αλέξανδρε! Εγώ έχω τα διπλά χρόνια από σένα, ο Στράτος έχει σχεδόν τα διπλά χρόνια από μένα, μέχρι πριν λίγα χρόνια δεν γνώριζε ο ένας την ύπαρξη του άλλου και
μας χώριζαν χιλιάδες μίλια απόστασης. Κι όμως, τώρα είμαστε μαζί κι τρεις κι αγαπάμε τόσο ο ένας τον άλλο! Να περάσει ο καιρός να επιστέψει
κι ο Στράτος, αναστέναξε.
Όμως ο Στράτος, δεν επρόκειτο να επιστρέψει ποτέ.
του, όπως και τις ζωές όλων και διαμόρφωσαν το χαρακτήρα του.Ένοιωθε πως μεγάλωνε γρήγορα. Δε μπορούσε να καταλάβει πως χάθηκε η
εφηβεία του και δεν ήξερε αν μπορούσε να τη περιμένει ακόμα. Του είχαν αναθέσει ένα ρόλο με πολλές ευθύνες και δεν ήξερε αν ανταποκρινόταν σ΄αυτόν. Αγωνιούσε για το αν αντικαθιστούσε το πατέρα του σωστά κι αν ήταν άξιος της εμπιστοσύνης που του έδειξε. Τί θα
έκανε εκείνος; Δεν είχε προλάβει να μάθει τι κάνει ένας πατέρας, πια ακριβώς είναι η "δουλειά" του. Όσο κι αν προσπαθούσε να γυρίσει πίσω
τη σκέψη του και να θυμηθεί τις στιγμές που ήταν μαζί τους και πως συμπεριφερόταν, αυτό που κυριαρχούσε, ήταν η απουσία του. Όχι από
επιλογή, όχι γιατί το ήθελε να απουσιάζει. Όχι! Αυτό το ήξερε καλά. Από ανάγκη να προλάβει τις ανάγκες της ζωής των παιδιών του και της
οικογένειας. Ερχόταν στα μάτια του η εικόνα του, πάντα παραμορφωμένη από την αγωνία και τη προσπάθεια. Λίγες φορές τον θυμόταν
χαρούμενο, να χαμογελά. Όπως τότε που του είπε πως μπορούσε να δώσει εξετάσεις για να "μπει" στο Γυμνάσιο κι ότι θα έκαναν τ αδύνατα
δυνατά για να σπουδάσει αφού το ήθελε τόσο πολύ. Αυτός και η μητέρα του ήταν τόσο χαρούμενοι. Πόσο όμορφοι ήταν κι οι δυο και πόσο
έλαμπαν! Και λίγο παλιότερα, λίγο πριν πάει στο σχολείο. Ο πατέρας του είχε γυρίσει νωρίς στο σπίτι και του φώναξε να αφήσει για λίγο το
παιχνίδι. Του είχε φτιάξει ένα μικρό καπέλο, ένα "τζόκευ", και στη μέση, μπροστά, πάνω από το γείσο, είχε ράψει ένα κατακόκκινο σφυροδρέπανο
που το είχε κεντήσει ο ίδιος. Του το φόρεσε στο κεφάλι και τον κοίταξε όλο καμάρι. Ήταν ολόκληρος ένα χαμόγελο. Κι όταν αυτός έκανε να
τρέξει στο καθρέφτη για να το δει, η μητέρα του νομίζοντας ότι θα έβγαινε στο δρόμο για να συνεχίσει το παιχνίδι του, κατατρομαγμένη του
φώναξε:— Μη, μη, όχι, όχι στο δρόμο! Μόνο εδώ μέσα στο σπίτι θα το φοράς. Το χαμόγελο του πατέρα του έσβησε κι η ομορφιά του χάθηκε.
— Τώρα ναι, όμως γρήγορα θα ρθει η μέρα που θα το φορά όπου θέλει, είπε προφητικά. Πού να βρισκόταν τώρα άραγε; Κατά καιρούς, κάποιος
τον σταματούσε στο δρόμο, δήθεν τυχαία για να μη προκαλεί υποψίες, για να του πει νέα από το πατέρα του, ότι είναι καλά και να μην ανησυχούν, ότι σύντομα θα τους πάρει κοντά του και με τρόπο έβαζε στο χέρι του τα λεφτά που τους είχε στείλει. Τότε, ένοιωθε ήσυχος που
εκείνος ήταν καλά, αγωνιούσε όμως για το πότε θα έφευγε κι αυτός στην Αθήνα. Ζούσαν στο μικρό χωριό τους αποκομμένοι από παντού, χωρίς νέα
για το τι γινόταν στον υπόλοιπο κόσμο. Στο ραδιόφωνο, το μοναδικό μέσον για μάθουν κάτι, μετέδιδε μόνο τα ψέματα της προπαγάνδας της
δεξιάς. Εφημερίδες δεν έφταναν στο χωριό, αλλά κι αυτές που έφταναν δεν έκαναν τίποτα άλλο από το να βρίζουν τους "Κομμουνιστοσυμμορίτες" και να συκοφαντούν τους αγωνιστές της αντίστασης και παράλληλα να υμνούν τους πέραν του Ατλαντικού αφέντες τους,
τους Αμερικανούς και τους συμμάχους τους. Υπήρχε βέβαια και η "ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΕΛΛΑΔΑ", ο παράνομος ραδιοφωνικός σταθμός του εκτός νόμου
ΚΚΕ αλλά δεν ήταν εύκολο να τον "πιάσεις" μιας κι εξέπεμπε στα βραχέα κύματα, αλλά ήταν και πολύ επικίνδυνο αφού οι ρουφιάνοι είχαν παντού
αυτιά. Πάντως, έστω κι έτσι μάθαιναν για το ξεσηκωμό των Κυπρίων ενάντια στους Άγγλους αποικιοκράτες "συμμάχους" μας, ότι η Γκάνα ήταν η πρώτη Αφρικανική χώρα που απέκτησε την ανεξαρτησία της αποτινάζοντας τον αποικιακό ζυγό. Ότι στη Κούβα, πέρα από τον Ατλαντικό, εκεί
στη Καραιβική, κάτω απ τη μύτη των Αμερικανών, ο λαός ξεσηκώθηκε ενάντια στο τσιράκι τους το δικτάτορα Μπατίστα, που είχε μετατρέψει
τη χώρα σ ένα απέραντο πορνείο κι ένα τεράστιο καζίνο, όπου τζογάριζε όλη η μαφία, στα ίδια τραπέζια μ όλη τη "καλή κοινωνία" των ΗΠΑ. Ο
Φιντέλ Κάστρο κι ο Αργεντίνος Τσε Γκεβάρα με άλλους Κουβανούς πατριώτες, είχαν δώσει το σύνθημα για τη τελική έφοδο και τίποτα πια δεν
μπορούσε να αλλάξει τη πορεία των γεγονότων. Ο νεανικός του ενθουσιασμός τον οδηγούσε στο μακρινό αυτό νησί της Καραϊβικής και στα
βουνά της Σιέρα Μαέστρα με τους άλλους Κουβανούς πατριώτες και με τη φαντασία του έπαιρνε μέρος σε νικηφόρες μάχες. Άλλοτε πάλι,
καθισμένος στην άκρη της θάλασσας, μπροστά στο σπίτι του, έβλεπε τα πλοία να περνούν απ τη στενή είσοδο του κόλπου, να ρχονται ή να
φεύγουν, φορτωμένα λογής - λογής εμπορεύματα και με τη φαντασία του ταξίδευε μαζί τους, μέχρι τα λιμάνια απ όπου ξεκινούσαν για να φτάσουν στο μικρό λιμάνι του χωριού του. Ήταν καλό όσο κρατούσε, όμως γρήγορα έπρεπε να επανέλθει απ το ονειροπόλημα στη σκληρή πραγματικότητα.
Είχε περάσει σχεδόν ένας χρόνος από τότε που είχε φύγει ο Στράτος. Στο διάστημα αυτό, κράτησε την υπόσχεσή του και συμπαραστάθηκε
όσο καλύτερα μπορούσε στη Ροζάλμπα. Της έκανε τα ψώνια, άλλοτε μόνος κι άλλοτε μαζί της, τη βοηθούσε σε ότι χρειαζόταν στο σπίτι και της
κρατούσε συντροφιά. Ιδιαίτερα τις μέρες που της έλειπε πολύ εκείνος και μελαγχολούσε.Και τις Κυριακές που δε δούλευε στο μπακάλικο,
σχεδόν πάντα ήταν όλη τη μέρα κοντά της. Έκαναν μπάνιο μαζί κι επειδή ήταν πολύ καλή κολυμβήτρια, πάντα τον νικούσε. Κι όταν αυτός της
έλεγε ότι φταίει το "άρρωστο" πόδι του (είχε περάσει πολυομυελίτιδα στα έξι του και του είχε αφήσει μια ελαφρά ατροφία στο δεξί του πόδι)
εκείνη του απαντούσε ότι αν δε πάψει να το σκέφτεται, θα είναι άρρωστο για πάντα. Είχαν αρχίσει και μια προσπάθεια να μάθει Ελληνικά κι
επειδή ήταν πολύ έξυπνη, μάθαινε πολύ γρήγορα. Κάποιες φορές μάλιστα για να το πειράξει τον προσφωνούσε "δάσκαλο". Όσα περισσότερα
μάθαινε εκείνη, τόσο περισσότερο συζητούσαν. Εκείνος της έλεγε για την οικογένειά του, για την απογοήτευσή του που δε μπόρεσε να συνεχίσει το σχολείο για οικονομικούς λόγους και για το πατέρα του που αναγκάσθηκε να φύγει από κοντά τους κυνηγημένος για τις ιδέες του.
Ότι ανησυχούσε πολύ για το πως περνάει εκεί που βρίσκετε κι ότι του λείπει πολύ. Ότι λείπει πολύ σ όλους, στη μητέρα του και στο μικρό του
αδελφό. Εκείνη πάλι, του μιλούσε για το Στράτο. Πως γνωρίστηκαν σε μια δεξίωση στην Αβάνα, για το πως ερωτεύθηκαν αμέσως ο ένας τον
άλλο, απ το πρώτο χορό που χόρεψαν μαζί -ο άνδρας της ζούσε ακόμα- και για το πόσο πολύ τον αγαπούσε. Του έλεγε ότι, αν κάποιος σε κάνει
να τον αγαπάς τόσο πολύ, πρέπει να του χρωστάς ευγνωμοσύνη γιατί η αγάπη σε κάνει καλύτερο άνθρωπο. Της είχε υποσχεθεί ότι αυτό θα ήταν
το τελευταίο ταξίδι κι αγωνιούσε να περάσει ο καιρός και να γυρίσει κοντά της. Του έλεγε ακόμα για την οικογένειά της που είχε αφήσει πίσω
στη Κούβα, στην επαρχία Ματάνσας, ογδόντα χιλιόμετρα έξω απ την Αβάνα. Μάλιστα, υπερηφανευόταν που στη Καραϊβική όλοι αποκαλούσαν
τη πόλη της "Αθήνα της Καραϊβικής". Εκεί είχαν μείνει οι ηλικιωμένοι γονείς της, η αδελφή της κι ο αδελφός της, που ήταν στο βουνό με το
Φιντέλ και το Τσε κι ανησυχούσε πολύ γι αυτόν. Πως θα ήθελε πολύ να τους ξανάβλεπε έστω και για λίγο.Είχε πίστη σ αυτό που γινόταν στη
πατρίδα της και στην επανάσταση, γι αυτό δεν είχε βιαστεί να φέρει και τους δικούς της στην Ελλάδα αν και ο Στράτος της είχε πει ότι αν ήθελε
μπορούσαν να τους πάρουν μαζί τους. Του μιλούσε ακόμα με τις ώρες για τις ομορφιές της πατρίδας της και για τους ανθρώπους της. Για την
αγάπη τους για τη ζωή για το χορό και τη μουσική. Εκείνος δε χόρταινε ν ακούει τις ιστορίες της. Κι αργότερα, χρόνια μετά, συνειδητοποίησε
ότι εκτός από την επανάσταση την ίδια σα γεγονός, εκτός απ το Φιντέλ Κάστρο και το Τσε Γκεβάρα, εκείνο που τον έκανε να αγαπήσει τόσο
πολύ αυτή τη χώρα, ήταν εκείνη, η Ροζάλμπα. Ο καιρός περνούσε δύσκολα κι ανήσυχα. Είχαν μπει στο καλοκαίρι κι η Ροζάλμπα ετοιμαζόταν να
υποδεχτεί το Στράτο που θα επέστρεφε για να μείνει πια για πάντα κοντά της. Ήταν τόσο χαρούμενη, που σχεδόν ζήλευε τη χαρά της. Κάποια
μέρα, σε μια από τις συζητήσεις τους, του είπε χαρούμενη με τα σπαστά ελληνικά της: — Παράξενη που είναι η ζωή Αλέξανδρε! Εγώ έχω τα διπλά χρόνια από σένα, ο Στράτος έχει σχεδόν τα διπλά χρόνια από μένα, μέχρι πριν λίγα χρόνια δεν γνώριζε ο ένας την ύπαρξη του άλλου και
μας χώριζαν χιλιάδες μίλια απόστασης. Κι όμως, τώρα είμαστε μαζί κι τρεις κι αγαπάμε τόσο ο ένας τον άλλο! Να περάσει ο καιρός να επιστέψει
κι ο Στράτος, αναστέναξε.
Όμως ο Στράτος, δεν επρόκειτο να επιστρέψει ποτέ.
Λίγες μέρες μετά απ αυτή τη συζήτηση που είχαν οι δυο τους, έφτασε η είδηση για το τραγικό
ναυάγιο. Είχαν φορτώσει από τη Νότιο Αφρική με προορισμό τη Μασσαλία στη Γαλλία κι έβαλαν πλώρη για το τελευταίο ταξίδι του Στράτου. Η
μοίρα όμως έπαιξε το δικό της άσχημο παιχνίδι. Το πλοίο χάθηκε μ όλοˊτου το πλήρωμα. Είχαν περισυλλέξει δεκαοχτώ πτώματα, αλλά ο
Στράτος δεν ήταν ανάμεσά τους. Αγνοούνταν άλλα δεκατρία μέλη του πληρώματος κι ανάμεσά τους κι ο Στράτος. Κι.έτσι θα έμενε για πάντα,
αγνοούμενος. Τους επόμενους πέντε μήνες, η Ροζάλμπα θα άφηνε τη πραγματικότητα και θα ζούσε στο δικό της κόσμο. Σε μια κατάσταση
φαντασίωσης, υστερίας,αναμονής και τρέλας. Δεν ήθελε να παραδεχτεί ότι ο Στράτος, ο δικός της Στράτος είχε χαθεί.Είχαν πάψει πια να
αναφέρουν το παραμικρό για το ναυάγιο, αλλά εκείνη κόλλαγε στο ραδιόφωνο, περιμένοντας να ακούσει ότι βρέθηκε. Κι αν κάποια φορά ανέφεραν ότι βρέθηκε κάποιος ναυαγός, έστω κι από άλλο ναυάγιο, γέμιζε με ψεύτικες ελπίδες που γρήγορα διαψεύδονταν.
—Ο Στράτος είναι αυτός Αλέξανδρε, θα δεις! Για να ξαναπέσει πάλι γρήγορα στην απελπισία, στη νάρκη της αναμονής της καλής είδησης και στην απογοήτευση.
Αυτός προσπαθούσε να περνάει μαζί της όσο περισσότερο χρόνο μπορούσε, αλλά έπρεπε να ετοιμάζει και το δικό του ταξίδι, την αναχώρησή
του στην Αθήνα.Ο πατέρας του τον είχε ειδοποιήσει, ότι το αργότερο μέχρι τα Χριστούγεννα έπρεπε να πάει να τον βρει. Πρώτα αυτός και κατόπιν η μητέρα του κι ο αδελφός του. Είχε ειδοποιήσει ήδη το αφεντικό του για να βρει τον αντικαταστάτη του, μόνο που τον παρακάλεσε να
το καθυστερήσει ως την αναχώρησή του επειδή είχαν ανάγκη τα χρήματα που έπαιρνε κι εκείνος συμφώνησε. Άρχισε να προετοιμάζεται, ενώ
παράλληλα ενημέρωσε και τη Ροζάλμπα. Εκείνη, συνειδειτοποιούσε σιγά - σιγά τη πραγματικότητα και σταδιακά επανερχόταν, βγαίνοντας από το
λήθαργό της. Τον είχε παρακαλέσει μόνο αν μπορούσε, ώσπου να φύγει να μένει μερικά βράδια μαζί της, γιατί μόνο τη νύχτα μπορούσε να
σκεφθεί τις αποφάσεις που έπρεπε να πάρει, κι ήθελε να τις συζητά μαζί του.Αυτός δέχτηκε ευχαρίστως, αλλά η μητέρα του δεν είδε με καλό
μάτι το να μένει μαζί της τη νύχτα. "Μια νέα γυναίκα μόνη της μ έναν άντρα! Τί θα πει ο κόσμος;" Και τον συμβούλεψε τι έπρεπε να κάνει και τι
όχι. Ότι χειρότερο δηλαδή. Το μόνο που κατάφερε ήταν να τον κάνει να σκεφθεί πράγματα που αλλοιώς ποτέ δεν θα τα σκεφτόταν. Κι ενώ μέχρι
τότε ήταν ένα παιδί που έκανε παρέα σε μια φίλη, ξαφνικά προσπαθούσε να συμπεριφερθεί όπως ένας άντρας σε μια γυναίκα. Ένοιωθε πολύ
αμήχανα και όλα έγιναν δύσκολα. Κι έγιναν ακόμα δυσκολώτερα, όταν ένα βράδυ του ζήτησε να πάει στο κρεβάτι να κοιμηθούν μαζί γιατί κρύωνε πολύ. Εκείνη τον αγγάλιαζε και σφιγγόταν πάνω του για να ζεσταθεί, γιατί ήταν "φούρνος" όπως έλεγε, ενώ αυτός έτρεμε μήπως εκείνη
καταλάβει αυτό που του συνέβαινε και κινδύνευε να αποκαλυφθεί σε κάθε κίνησή της. Έμενε άγρυπνος για να μη φανερωθεί κι όταν κάποια
στιγμή αποκαμωμένος παραδινόταν στον ύπνο, ξυπνούσε τρομαγμένος κι αναστατωμένος. Η κατάσταση δυσκόλευε συνεχώς και με αγωνία
περίμενε τη μέρα που θα έφυγε, αν και μέσα του ήξερε ότι δεν ήταν ειλικρινής με τον εαυτό του. Κατά βάθος ήθελε να κρατήσει λίγο ακόμα
αυτό.Αρκετές φορές είχε πιάσει τον εαυτό του όταν προσπαθούσε να μείνει ξύπνιος, να την παρακολουθεί την ώρα που εκείνη κοιμόταν, να
πλησιάζει το πρόσωπό του στο δικό της, να νοιώθει την ανάγκη να τη φιλήσει, να νοιώσει την ανάσα της, να κοιτά το στήθος της έτσι όπως
ανεβοκατέβαινε στο ρυθμό της αναπνοής της και ήθελε πολύ να την αγγαλιάσει. Κι όταν εκείνη ξυπνούσε και τον έβλεπε να τη παρακολουθεί,
της έλεγε ότι τον ξύπνησε το παραμιλητό της. Κάποιο πρωινό, σ ένα τέτοιο ανορθόδοξο ξύπνημα, πάνω στη συζήτηση του εκμυστηρεύθηκε ότι
είχε αποφασίσει να μείνει ως την άνοιξη και μετά θα επέστρεφε στη πατρίδα της. Ο Στράτος δεν είχε συγγενείς που θα διεκδικούσαν μερίδιο
απ τη περιουσία, ούτε σκόπευε να πουλήσει τίποτα αν και μπορούσε να το κάνει. Θα εξουσιοδοτούσε το Θοδωρή να μείνει να φροντίζει το σπίτι
και το κτήμα και να ενεργεί κατά τη κρίση του όσο εκείνη θα έλειπε. Αργότερα θα καταλάβαινε ότι είχε ήδη αποφασίσει να μην επιστρέψει
ποτέ στο τόπο που έζησε κάποιες απ τις ομορφότερες μέρες της ζωής της, παράλληλα όμως είχε θάψει όλα τα νεανικά της όνειρα. Το ίδιο
πρωινό του ζήτησε να της γράψει σ ένα χαρτί τη διεύθυνσή του και του έδωσε τη δική της που την είχε γράψει από πριν σ ένα χαρτί διπλωμένο
στα τέσσερα. — "Αν κάποτε έρθεις στην Αβάνα, θα το βρεις πολύ εύκολα", του είπε. Οι μέρες κυλούσαν και η ημερομηνία της αναχώρησής του
είχε ορισθεί.Θα έφευγε το Σάββατο, μια βδομάδα πριν τα Χριστούγεννα. Η μητέρα του είχε ήδη ετοιμάσει ότι έπρεπε να πάρει μαζί του.
Πράγματα δικά του αλλά και του πατέρα του, που δεν μπορούσε να τα πάρει ο ίδιος όταν έφευγε κρυφά κυνηγημένος. Στις πολύωρες συζητήσεις
που έκαναν οι τρεις τους, αυτός η μητέρα του κι ο αδελφός του για τη κατάσταση που διαμορφωνόταν, η μητέρα του αν και μετά βίας συγκρατούσε τα δάκρυά της, δεν έπαυε να εκφράζει την αισιοδοξία της και τη σιγουριά της, ότι "όλα θα πάνε καλά". Βέβαια, δήθεν αδιάφορα, τον
ρωτούσε πως τα πήγαινε με τη "Ρόζα" όπως την έλεγε και τι θα έκανε τώρα που αυτός θα έφευγε.Βιαστικά της απαντούσε ότι αυτό ήταν δική της δουλειά και δε τον αφορούσε.Αν και ένοιωθε ενοχές που δε της είχε πει -ούτε σε κανέναν άλλο- ότι κοιμόταν μαζί της στο ίδιο κρεβάτι και
πόσο τον αναστάτωνε αυτό. Τέλος, τη Πέμπτη το βράδυ, δυο μέρες πριν την αναχώρησή του, αφού είπε στη μητέρα του ότι εκείνο το βράδυ θα
έμενε με τη Ροζάλμπα -για τελευταία φορά- τους καληνύχτισε κι έφυγε. Όταν έφτασε, τη βρήκε να ετοιμάζεται να κάνει μπάνιο. Βγήκε απ τη κρεβατοκάμαρα φορώντας ένα νυχτικό και του είπε ότι δε θ αργούσε να βγει για να τα πούνε για τελευταία φορά με την ησυχία τους.Αν και
μπαινόβγαινε τόσο καιρό στο σπίτι, δεν είχε τύχει να γίνει κουβέντα για το μπάνιο.Αυτός ντρεπόταν να συγκρίνει το δικό τους τρόπο που
έκαναν μπάνιο κι εκείνη το θεωρούσε μάλλον δεδομένο. Βέβαια, αρκετές φορές όταν χρειάσθηκε να χρησιμοποιήσει τη τουαλέτα, είχε δει τη
μπανιέρα με τα τέσσερα χρυσά πόδια, τις διπλές βρύσες στη μέση, τη ντουζιέρα ψηλά στο τοίχο κι όλα τα σχετικά, αλλά το θεώρησε αδιακρισία
να ρωτήσει λεπτομέρειες.Σε μια εποχή που όλοι είχαν τη τουαλέτα τους έξω από το σπίτι, ήταν κάτι πρωτόγνωρο κάποιος να τη μεταφέρει
μέσα σ αυτό. Αυτός και οι δικοί του έκαναν το μπάνιο τους στη μικρή κουζίνα που βρισκόταν δίπλα στο σπίτι, στα αριστερά της εισόδου, στο χώρο που εκτός απότο μαγείρεμα η μητέρα του έκανε σχεδόν όλες τις δουλειές του σπιτιού. Εκεί, στη "γωνιά", στο τζάκι δηλαδή, με τη χτιστή
εστία, έβαζαν το καζάνι κι έβραζαν το νερό. Μετά έριχναν όσο κρύο νερό χρειαζόταν για να πάει η θερμοκρασία εκεί που ήθελαν κι έκαναν το
μπάνιο τους. Αυτά σκεφτόταν όταν εκείνη του φώναξε: — Αλέξανδρε, μια που είσε εδώ, έρχεσαι σε παρακαλώ να μου τρίψεις λίγο τη πλάτη;
Ευχήθηκε να μην είχε ακούσει καλά.
ναυάγιο. Είχαν φορτώσει από τη Νότιο Αφρική με προορισμό τη Μασσαλία στη Γαλλία κι έβαλαν πλώρη για το τελευταίο ταξίδι του Στράτου. Η
μοίρα όμως έπαιξε το δικό της άσχημο παιχνίδι. Το πλοίο χάθηκε μ όλοˊτου το πλήρωμα. Είχαν περισυλλέξει δεκαοχτώ πτώματα, αλλά ο
Στράτος δεν ήταν ανάμεσά τους. Αγνοούνταν άλλα δεκατρία μέλη του πληρώματος κι ανάμεσά τους κι ο Στράτος. Κι.έτσι θα έμενε για πάντα,
αγνοούμενος. Τους επόμενους πέντε μήνες, η Ροζάλμπα θα άφηνε τη πραγματικότητα και θα ζούσε στο δικό της κόσμο. Σε μια κατάσταση
φαντασίωσης, υστερίας,αναμονής και τρέλας. Δεν ήθελε να παραδεχτεί ότι ο Στράτος, ο δικός της Στράτος είχε χαθεί.Είχαν πάψει πια να
αναφέρουν το παραμικρό για το ναυάγιο, αλλά εκείνη κόλλαγε στο ραδιόφωνο, περιμένοντας να ακούσει ότι βρέθηκε. Κι αν κάποια φορά ανέφεραν ότι βρέθηκε κάποιος ναυαγός, έστω κι από άλλο ναυάγιο, γέμιζε με ψεύτικες ελπίδες που γρήγορα διαψεύδονταν.
—Ο Στράτος είναι αυτός Αλέξανδρε, θα δεις! Για να ξαναπέσει πάλι γρήγορα στην απελπισία, στη νάρκη της αναμονής της καλής είδησης και στην απογοήτευση.
Αυτός προσπαθούσε να περνάει μαζί της όσο περισσότερο χρόνο μπορούσε, αλλά έπρεπε να ετοιμάζει και το δικό του ταξίδι, την αναχώρησή
του στην Αθήνα.Ο πατέρας του τον είχε ειδοποιήσει, ότι το αργότερο μέχρι τα Χριστούγεννα έπρεπε να πάει να τον βρει. Πρώτα αυτός και κατόπιν η μητέρα του κι ο αδελφός του. Είχε ειδοποιήσει ήδη το αφεντικό του για να βρει τον αντικαταστάτη του, μόνο που τον παρακάλεσε να
το καθυστερήσει ως την αναχώρησή του επειδή είχαν ανάγκη τα χρήματα που έπαιρνε κι εκείνος συμφώνησε. Άρχισε να προετοιμάζεται, ενώ
παράλληλα ενημέρωσε και τη Ροζάλμπα. Εκείνη, συνειδειτοποιούσε σιγά - σιγά τη πραγματικότητα και σταδιακά επανερχόταν, βγαίνοντας από το
λήθαργό της. Τον είχε παρακαλέσει μόνο αν μπορούσε, ώσπου να φύγει να μένει μερικά βράδια μαζί της, γιατί μόνο τη νύχτα μπορούσε να
σκεφθεί τις αποφάσεις που έπρεπε να πάρει, κι ήθελε να τις συζητά μαζί του.Αυτός δέχτηκε ευχαρίστως, αλλά η μητέρα του δεν είδε με καλό
μάτι το να μένει μαζί της τη νύχτα. "Μια νέα γυναίκα μόνη της μ έναν άντρα! Τί θα πει ο κόσμος;" Και τον συμβούλεψε τι έπρεπε να κάνει και τι
όχι. Ότι χειρότερο δηλαδή. Το μόνο που κατάφερε ήταν να τον κάνει να σκεφθεί πράγματα που αλλοιώς ποτέ δεν θα τα σκεφτόταν. Κι ενώ μέχρι
τότε ήταν ένα παιδί που έκανε παρέα σε μια φίλη, ξαφνικά προσπαθούσε να συμπεριφερθεί όπως ένας άντρας σε μια γυναίκα. Ένοιωθε πολύ
αμήχανα και όλα έγιναν δύσκολα. Κι έγιναν ακόμα δυσκολώτερα, όταν ένα βράδυ του ζήτησε να πάει στο κρεβάτι να κοιμηθούν μαζί γιατί κρύωνε πολύ. Εκείνη τον αγγάλιαζε και σφιγγόταν πάνω του για να ζεσταθεί, γιατί ήταν "φούρνος" όπως έλεγε, ενώ αυτός έτρεμε μήπως εκείνη
καταλάβει αυτό που του συνέβαινε και κινδύνευε να αποκαλυφθεί σε κάθε κίνησή της. Έμενε άγρυπνος για να μη φανερωθεί κι όταν κάποια
στιγμή αποκαμωμένος παραδινόταν στον ύπνο, ξυπνούσε τρομαγμένος κι αναστατωμένος. Η κατάσταση δυσκόλευε συνεχώς και με αγωνία
περίμενε τη μέρα που θα έφυγε, αν και μέσα του ήξερε ότι δεν ήταν ειλικρινής με τον εαυτό του. Κατά βάθος ήθελε να κρατήσει λίγο ακόμα
αυτό.Αρκετές φορές είχε πιάσει τον εαυτό του όταν προσπαθούσε να μείνει ξύπνιος, να την παρακολουθεί την ώρα που εκείνη κοιμόταν, να
πλησιάζει το πρόσωπό του στο δικό της, να νοιώθει την ανάγκη να τη φιλήσει, να νοιώσει την ανάσα της, να κοιτά το στήθος της έτσι όπως
ανεβοκατέβαινε στο ρυθμό της αναπνοής της και ήθελε πολύ να την αγγαλιάσει. Κι όταν εκείνη ξυπνούσε και τον έβλεπε να τη παρακολουθεί,
της έλεγε ότι τον ξύπνησε το παραμιλητό της. Κάποιο πρωινό, σ ένα τέτοιο ανορθόδοξο ξύπνημα, πάνω στη συζήτηση του εκμυστηρεύθηκε ότι
είχε αποφασίσει να μείνει ως την άνοιξη και μετά θα επέστρεφε στη πατρίδα της. Ο Στράτος δεν είχε συγγενείς που θα διεκδικούσαν μερίδιο
απ τη περιουσία, ούτε σκόπευε να πουλήσει τίποτα αν και μπορούσε να το κάνει. Θα εξουσιοδοτούσε το Θοδωρή να μείνει να φροντίζει το σπίτι
και το κτήμα και να ενεργεί κατά τη κρίση του όσο εκείνη θα έλειπε. Αργότερα θα καταλάβαινε ότι είχε ήδη αποφασίσει να μην επιστρέψει
ποτέ στο τόπο που έζησε κάποιες απ τις ομορφότερες μέρες της ζωής της, παράλληλα όμως είχε θάψει όλα τα νεανικά της όνειρα. Το ίδιο
πρωινό του ζήτησε να της γράψει σ ένα χαρτί τη διεύθυνσή του και του έδωσε τη δική της που την είχε γράψει από πριν σ ένα χαρτί διπλωμένο
στα τέσσερα. — "Αν κάποτε έρθεις στην Αβάνα, θα το βρεις πολύ εύκολα", του είπε. Οι μέρες κυλούσαν και η ημερομηνία της αναχώρησής του
είχε ορισθεί.Θα έφευγε το Σάββατο, μια βδομάδα πριν τα Χριστούγεννα. Η μητέρα του είχε ήδη ετοιμάσει ότι έπρεπε να πάρει μαζί του.
Πράγματα δικά του αλλά και του πατέρα του, που δεν μπορούσε να τα πάρει ο ίδιος όταν έφευγε κρυφά κυνηγημένος. Στις πολύωρες συζητήσεις
που έκαναν οι τρεις τους, αυτός η μητέρα του κι ο αδελφός του για τη κατάσταση που διαμορφωνόταν, η μητέρα του αν και μετά βίας συγκρατούσε τα δάκρυά της, δεν έπαυε να εκφράζει την αισιοδοξία της και τη σιγουριά της, ότι "όλα θα πάνε καλά". Βέβαια, δήθεν αδιάφορα, τον
ρωτούσε πως τα πήγαινε με τη "Ρόζα" όπως την έλεγε και τι θα έκανε τώρα που αυτός θα έφευγε.Βιαστικά της απαντούσε ότι αυτό ήταν δική της δουλειά και δε τον αφορούσε.Αν και ένοιωθε ενοχές που δε της είχε πει -ούτε σε κανέναν άλλο- ότι κοιμόταν μαζί της στο ίδιο κρεβάτι και
πόσο τον αναστάτωνε αυτό. Τέλος, τη Πέμπτη το βράδυ, δυο μέρες πριν την αναχώρησή του, αφού είπε στη μητέρα του ότι εκείνο το βράδυ θα
έμενε με τη Ροζάλμπα -για τελευταία φορά- τους καληνύχτισε κι έφυγε. Όταν έφτασε, τη βρήκε να ετοιμάζεται να κάνει μπάνιο. Βγήκε απ τη κρεβατοκάμαρα φορώντας ένα νυχτικό και του είπε ότι δε θ αργούσε να βγει για να τα πούνε για τελευταία φορά με την ησυχία τους.Αν και
μπαινόβγαινε τόσο καιρό στο σπίτι, δεν είχε τύχει να γίνει κουβέντα για το μπάνιο.Αυτός ντρεπόταν να συγκρίνει το δικό τους τρόπο που
έκαναν μπάνιο κι εκείνη το θεωρούσε μάλλον δεδομένο. Βέβαια, αρκετές φορές όταν χρειάσθηκε να χρησιμοποιήσει τη τουαλέτα, είχε δει τη
μπανιέρα με τα τέσσερα χρυσά πόδια, τις διπλές βρύσες στη μέση, τη ντουζιέρα ψηλά στο τοίχο κι όλα τα σχετικά, αλλά το θεώρησε αδιακρισία
να ρωτήσει λεπτομέρειες.Σε μια εποχή που όλοι είχαν τη τουαλέτα τους έξω από το σπίτι, ήταν κάτι πρωτόγνωρο κάποιος να τη μεταφέρει
μέσα σ αυτό. Αυτός και οι δικοί του έκαναν το μπάνιο τους στη μικρή κουζίνα που βρισκόταν δίπλα στο σπίτι, στα αριστερά της εισόδου, στο χώρο που εκτός απότο μαγείρεμα η μητέρα του έκανε σχεδόν όλες τις δουλειές του σπιτιού. Εκεί, στη "γωνιά", στο τζάκι δηλαδή, με τη χτιστή
εστία, έβαζαν το καζάνι κι έβραζαν το νερό. Μετά έριχναν όσο κρύο νερό χρειαζόταν για να πάει η θερμοκρασία εκεί που ήθελαν κι έκαναν το
μπάνιο τους. Αυτά σκεφτόταν όταν εκείνη του φώναξε: — Αλέξανδρε, μια που είσε εδώ, έρχεσαι σε παρακαλώ να μου τρίψεις λίγο τη πλάτη;
Ευχήθηκε να μην είχε ακούσει καλά.
— Τι να κάνω; ρώτησε κι αμέσως τον έπιασε ταραχή.
— Έλα να μου τρίψεις λίγο τη πλάτη μου, επανέλαβε εκείνη μ ένα παρακλητικό τόνο στη φωνή της
Με χέρια και πόδια να τρέμουν, άνοιξε τη πόρτα του μπάνιου και μπήκε. Ο χώρος ήταν γεμάτος υδρατμούς και δυσκολεύτηκε να προσαρμοστεί σ αυτή την ομίχλη. Μετά από λίγο, μόλις τα μάτια του συνήθισαν, την είδε μπροστά του, όρθια μέσα στη μπανιέρα, με τη πλάτη
γυρισμένη και το χέρι της απλωμένο προς τα πίσω δίνοντάς του το σαπούνι. Ήταν μπροστά του ολόγυμνη! Εκείνη χωρίς να αντιληφθεί τη ταραχή του, με το πιο φυσιολογικό ύφος του είπε: — Έλα, σαπούνισέ μου καλά τη πλάτη. Είναι ευκαιρία σήμερα που είσαι εδώ. Έμεινε αποσβολωμένος να κοιτά το υπέροχο κορμί της. Όταν ήταν μικρός, έξι - εφτά χρονών δηλαδή, η γιαγιά του τον έπαιρνε μαζί της στα ιαματικά
λουτρά που πήγαινε για τα αρθριτικά της. Εκεί είχε πρωτοδεί γυμνή γυναίκα. Γυναίκες μεγάλες στην ηλικία, σα τη γιαγιά του,που "κρέμονταν"
μπροστά απελπιστικά το "ηθικό" τους, νέες γυναίκες, νεαρά κορίτσια με σφριγηλά και καλοφτιαγμένα για την επικρατούσα τότε αντίληψη
κορμιά, άσχετα με το πρόβλημα υγείας τους. Αυτός και μερικά ακόμα συνομήλικά του παιδιά, αγόρια και κορίτσια, κολυμπούσαν ανάμεσά τους,
χωρίς να τους δίνει κανείς σημασία, εξ αιτίας της ηλικίας τους. Έτσι, είχε όλη την άνεση να παρατηρήσει τις διαφορές τόσο μεταξύ των ανδρών
και των γυναικών, όσο και μεταξύ των ίδιων των γυναικών. Κι όταν περίεργος όπως όλα τα παιδιά κι αυτός, ρώτησε τη γιαγιά του: "Γιατί γιαγιά
τα δικά σου βυζιά κρέμονται μέχρι τον αφαλό σου, ενώ της Στάσας( μιας γειτονοπούλας) είναι τόσο τουρλωτά; έφαγε μια μεγαλόπρεπη σφαλιάρα που βούιξαν τ΄ αυτιά του ενώ η γιαγιά του ωρυόταν "από τώρα μπήκε αυτός στο νόημα" και όλες οι άλλες γυναίκες ξεσπούσαν στα γέλια. Καθώς τα σκεφτόταν όλα αυτά, πήρε το σαπούνι κι άρχισε να σαπουνίζει τη πλάτη της. Στην αρχή ψηλά στους ώμους και μετά πιο κάτω
ως τη μέση.
— Και λίγο πιο κάτω Αλέξανδρε, του ζήτησε εκείνη και δεν άργησε να νοιώσει όπως ένοιωθε τις νύχτες όταν εκείνη σφιγγόταν πάνω του για
να ζεσταθεί. Η αναστάτωση ανάμεσα στα σκέλια του, η ζέστη στο μικρό χώρο του μπάνιου και οι υδρατμοί, του προκαλούσαν μια δυσφορία
γλυκιά και ζεσταινόταν πολύ. Κάτι τον ρώτησε που δεν το άκουσε και τον ξαναρώτησε:
— Γιατί δεν απαντάς Αλέξανδρε; Πού έχεις το μυαλό σου;
— Σκέφτομαι ότι έτσι κι εγώ θα έκανα μπάνιο δυο φορές τη μέρα, της είπε μια γρήγορη δικαιολογία.Αλλά μέσα στο παγωμένο κουζινάκι που
κάνω μπάνιο εγώ, ρίχνοντας μόνος μου νερό με το κατσαρολάκι κι ώσπου να τελειώσω να μου κόβεται η ανάσα απ το κρύο, δεν είναι και τόσο
εύκολο. Εκείνη δεν είπε τίποτα για λίγο και μετά αφού έκλεισε το νερό, πρόσταξε:
— Αλέξανδρε γδύσου. Έχει αρκετό νερό ακόμα για να κάνεις μπάνιο κι εσύ. Βλέποντάς τον ακίνητο, άρχισε να τον γδύνει η ίδια.
— Έλα, έλα, βγάλε τα ρούχα σου, του είπε και ξεκούμπωσε το πουκάμισό του αφού το τράβηξε και το έβγαλε από το παντελόνι του. Ήταν ήδη
στα δεκατέσσερα και είχε μια φυσιολογική ανάπτυξη αν και λίγο αδύνατος, όμως εκείνη ήταν οπωσδήποτε πιο ψηλή. Η μπανιέρα, μέσα στην
οποία βρισκόταν εκείνη, με τα τέσσερα πόδια της ψηλότερα απ το δάπεδο, έδινε το ιδανικό ύψος έτσι ώστε όταν έσκυψε να του ξεκουμπώσει το παντελόνι αφού αυτός έμενε ακίνητος, να φέρει το στήθος της στο πρόσωπό του και τις ρόγες της, να του χαϊδεύουν τα μάγουλα και τα χείλη. Όταν τον
έγδυσε κι έμεινε εντελώς γυμνός, έβαλε τα χέρια του να καλύψει τη γύμνια του και βρέθηκε μαζί της στη μπανιέρα κατακόκκινος κι αμήχανος.
Εκείνη, άνοιξε πάλι το νερό και τράβηξε τα χέρια του απ το σημείο που προσπαθούσε να κρύψει, αποκαλύπτοντας ένα μικρό, στητό, θυμωμένο θεό. Την επόμενη στιγμή, είδε εκείνη να κοιτά ξαφνιασμένη σα να μη πιστεύει στα μάτια της, ενώ αυτός ευχόταν ν ανοίξει η γη να τον καταπιεί
απ τη ντροπή του.
— Ροζάλμπα, ψιθύρισε με σβησμένη φωνή. Εγώ...δε ξέρω...δεν...δεν...
Εκείνη είχε βρει την αυτοκυριαρχία της και κλείνοντάς του το στόμα με το δάχτυλό της του είπε:
— Σσσς! Αλέξανδρε, μη μιλάς! Εσύ δε θα κάνεις τίποτα. Εγώ θα τα κάνω όλα. Κι αφού έριξε πάνω του αρκετό νερό, πήρε το σαπούνι κι άρχισε να
τον πλένει.Πρώτα στους ώμους, μετά στο στήθος και στη κοιλιά. Έφτασε κάτω από τη μέση, ανάμεσα στα πόδια του και με την άφθονη σαπουνάδα που είχε κάνει, άρχισε να περιποιείται το αγριεμένο όργανό του, που όρθιο και σκληρό μέσα στις παλάμες της, νόμιζε πως θα εκραγεί από στιγμή σε στιγμή. Χωρίς να σταματήσει να τον πλένει, τον κοίταξε σοβαρά στα μάτια και του είπε σα να μονολογούσε:
— Αλέξανδρε, μεγάλωσες. Πως δεν το είχα προσέξει;
Είχε αφεθεί σ αυτή τη γλυκιά αποχαύνωση και το μυαλό του γύρισε λίγο πίσω, δυο χρόνια πριν, εκείνη τη μέρα που όλοι έλειπαν απ τη γειτονιά
στο πανηγύρι της Παναγίας, τότε που αυτός κι ο αδελφός του είχαν κλειστεί αποκαμωμένοι απ το παιχνίδι στο σπίτι της Χριστίνας, μιας γειτονοπούλας τους που ήταν δυο— τρία χρόνια μεγαλύτερή τους. Κι οι τρεις βρέθηκαν κάποια στιγμή ολόγυμνοι, παίζοντας με τα κορμιά τους
κι εξερευνώντας τα για πρώτη φορά, αν και δεν ήξεραν— αργότερα αποδείχτηκε ότι η Χριστίνα ήξερε— τι έψαχναν. Την ίδια αναστάτωση είχε
νοιώσει και τότε. Από τις σκέψεις του αυτές τον απέσπασε εκείνη που τον έβγαλε από τη μπανιέρα και αφού τον σκούπισε και τον στέγνωσε,
τον οδήγησε στο κρεβάτι κρατώντας τον από το χέρι και τον ξάπλωσε ανάσκελα. Σαν υπνωτισμένος υπάκουε σ ότι τον καθοδηγούσε. Ήταν
πολύ σοβαρή και γλυκά ήρεμη. Το πρόσωπό της είχε μια έκφραση που δεν είχε ξαναδεί όσο καιρό τη γνώριζε. Ξάπλωσε δίπλα του, πολύ κοντά
του, έτσι που το γυμνό στήθος της, ακουμπούσε στο σώμα του. Το αριστερό της πόδι κολλημένο στο δικό του. Με μια απαλή κίνηση, έσπρωξε τα
ανασηκωμένα γόνατά του προς τα κάτω, ελευθέρωσε αυτό που με τα χέρια του προσπαθούσε να κρύψει και άπλωσε το δεξί της πόδι πάνω στα
δικά του απλωμένα πόδια. Έσκυψε πάνω του και τον κοίταξε ίσια βαθιά στα μάτια. Του φάνηκε πως κάτι τον ρωτούσε, δεν ήξερε τι, αλλά ότι
κι αν ήταν αυτό, δε μπορούσε να αρνηθεί. Έκλεισε τα μάτια του και ψιθύρισε: — Ναι, ναι, ναι...
Ένοιωσε την αρωματισμένη ανάσα της να του ζεσταίνει το πρόσωπο και τα χείλη της, ζεστά, απαλά, τρυφερά, φίλησαν τα δικά του. Το δεξί της
χέρι, αφού τον χάιδεψε στο πρόσωπο, στο στήθος, στη κοιλιά, έφθασε χαμηλά. Έκλεισε μέσα στη παλάμη της το άγουρο και άμαθο όργανό του και το χάιδεψε απαλά, με μια κίνηση ανεβοκατεβάζοντας το χέρι της, που πυροδότησε την έκρηξη που απεγνωσμένα προσπαθούσε από ώρα να
αποφύγει. Ταράχτηκε σύγκορμος, η λεκάνη του ανασηκώθηκε, έμεινε για λίγο έτσι σα να βρισκόταν στον αέρα, του ξέφυγε ένα "Ροζάλμπααα" σαν
αναστεναγμός και το προϊόν της έκρηξης, αφού διέγραψε μια μεγαλόπρεπη κυκλική τροχιά στον αέρα, προσγειώθηκε σκόρπια εδώ κι εκεί,
ραντίζοντας το πρόσωπό του, τα μαλλιά της, τα μαξιλάρια και τα σεντόνια. Για λίγες στιγμές, κανείς τους δεν είπε τίποτα. Κι όταν εκείνος
προσπάθησε να σκουπίσει τα μαλλιά της, εκείνη του χαμογέλασε γλυκά, τον φίλησε απαλά στο στόμα και του είπε:— Δε πειράζει αγόρι μου. Αυτή
τη φορά ήταν μόνο για σένα.Ελπίζω την επόμενη να με περιμένεις.
Αφέθηκε με κλειστά μάτια, σαν μαγεμένος, για ώρα στα χάδια της και στα φιλιά της στη σιωπή του δωματίου. Μια σιωπή που τη διέκοπτε
μόνο η ανάσα της, που όσο πέρναγε η ώρα γινόταν πιο γρήγορη και βαριά, ψιθυρίζοντας μικρές άγνωστες γι αυτόν λέξεις που τις χρωμάτιζε με
πολύ πάθος κι αισθησιασμό:
— Mi amor! Mi vida! Cariñito! Mi tesoro...
— Έλα να μου τρίψεις λίγο τη πλάτη μου, επανέλαβε εκείνη μ ένα παρακλητικό τόνο στη φωνή της
Με χέρια και πόδια να τρέμουν, άνοιξε τη πόρτα του μπάνιου και μπήκε. Ο χώρος ήταν γεμάτος υδρατμούς και δυσκολεύτηκε να προσαρμοστεί σ αυτή την ομίχλη. Μετά από λίγο, μόλις τα μάτια του συνήθισαν, την είδε μπροστά του, όρθια μέσα στη μπανιέρα, με τη πλάτη
γυρισμένη και το χέρι της απλωμένο προς τα πίσω δίνοντάς του το σαπούνι. Ήταν μπροστά του ολόγυμνη! Εκείνη χωρίς να αντιληφθεί τη ταραχή του, με το πιο φυσιολογικό ύφος του είπε: — Έλα, σαπούνισέ μου καλά τη πλάτη. Είναι ευκαιρία σήμερα που είσαι εδώ. Έμεινε αποσβολωμένος να κοιτά το υπέροχο κορμί της. Όταν ήταν μικρός, έξι - εφτά χρονών δηλαδή, η γιαγιά του τον έπαιρνε μαζί της στα ιαματικά
λουτρά που πήγαινε για τα αρθριτικά της. Εκεί είχε πρωτοδεί γυμνή γυναίκα. Γυναίκες μεγάλες στην ηλικία, σα τη γιαγιά του,που "κρέμονταν"
μπροστά απελπιστικά το "ηθικό" τους, νέες γυναίκες, νεαρά κορίτσια με σφριγηλά και καλοφτιαγμένα για την επικρατούσα τότε αντίληψη
κορμιά, άσχετα με το πρόβλημα υγείας τους. Αυτός και μερικά ακόμα συνομήλικά του παιδιά, αγόρια και κορίτσια, κολυμπούσαν ανάμεσά τους,
χωρίς να τους δίνει κανείς σημασία, εξ αιτίας της ηλικίας τους. Έτσι, είχε όλη την άνεση να παρατηρήσει τις διαφορές τόσο μεταξύ των ανδρών
και των γυναικών, όσο και μεταξύ των ίδιων των γυναικών. Κι όταν περίεργος όπως όλα τα παιδιά κι αυτός, ρώτησε τη γιαγιά του: "Γιατί γιαγιά
τα δικά σου βυζιά κρέμονται μέχρι τον αφαλό σου, ενώ της Στάσας( μιας γειτονοπούλας) είναι τόσο τουρλωτά; έφαγε μια μεγαλόπρεπη σφαλιάρα που βούιξαν τ΄ αυτιά του ενώ η γιαγιά του ωρυόταν "από τώρα μπήκε αυτός στο νόημα" και όλες οι άλλες γυναίκες ξεσπούσαν στα γέλια. Καθώς τα σκεφτόταν όλα αυτά, πήρε το σαπούνι κι άρχισε να σαπουνίζει τη πλάτη της. Στην αρχή ψηλά στους ώμους και μετά πιο κάτω
ως τη μέση.
— Και λίγο πιο κάτω Αλέξανδρε, του ζήτησε εκείνη και δεν άργησε να νοιώσει όπως ένοιωθε τις νύχτες όταν εκείνη σφιγγόταν πάνω του για
να ζεσταθεί. Η αναστάτωση ανάμεσα στα σκέλια του, η ζέστη στο μικρό χώρο του μπάνιου και οι υδρατμοί, του προκαλούσαν μια δυσφορία
γλυκιά και ζεσταινόταν πολύ. Κάτι τον ρώτησε που δεν το άκουσε και τον ξαναρώτησε:
— Γιατί δεν απαντάς Αλέξανδρε; Πού έχεις το μυαλό σου;
— Σκέφτομαι ότι έτσι κι εγώ θα έκανα μπάνιο δυο φορές τη μέρα, της είπε μια γρήγορη δικαιολογία.Αλλά μέσα στο παγωμένο κουζινάκι που
κάνω μπάνιο εγώ, ρίχνοντας μόνος μου νερό με το κατσαρολάκι κι ώσπου να τελειώσω να μου κόβεται η ανάσα απ το κρύο, δεν είναι και τόσο
εύκολο. Εκείνη δεν είπε τίποτα για λίγο και μετά αφού έκλεισε το νερό, πρόσταξε:
— Αλέξανδρε γδύσου. Έχει αρκετό νερό ακόμα για να κάνεις μπάνιο κι εσύ. Βλέποντάς τον ακίνητο, άρχισε να τον γδύνει η ίδια.
— Έλα, έλα, βγάλε τα ρούχα σου, του είπε και ξεκούμπωσε το πουκάμισό του αφού το τράβηξε και το έβγαλε από το παντελόνι του. Ήταν ήδη
στα δεκατέσσερα και είχε μια φυσιολογική ανάπτυξη αν και λίγο αδύνατος, όμως εκείνη ήταν οπωσδήποτε πιο ψηλή. Η μπανιέρα, μέσα στην
οποία βρισκόταν εκείνη, με τα τέσσερα πόδια της ψηλότερα απ το δάπεδο, έδινε το ιδανικό ύψος έτσι ώστε όταν έσκυψε να του ξεκουμπώσει το παντελόνι αφού αυτός έμενε ακίνητος, να φέρει το στήθος της στο πρόσωπό του και τις ρόγες της, να του χαϊδεύουν τα μάγουλα και τα χείλη. Όταν τον
έγδυσε κι έμεινε εντελώς γυμνός, έβαλε τα χέρια του να καλύψει τη γύμνια του και βρέθηκε μαζί της στη μπανιέρα κατακόκκινος κι αμήχανος.
Εκείνη, άνοιξε πάλι το νερό και τράβηξε τα χέρια του απ το σημείο που προσπαθούσε να κρύψει, αποκαλύπτοντας ένα μικρό, στητό, θυμωμένο θεό. Την επόμενη στιγμή, είδε εκείνη να κοιτά ξαφνιασμένη σα να μη πιστεύει στα μάτια της, ενώ αυτός ευχόταν ν ανοίξει η γη να τον καταπιεί
απ τη ντροπή του.
— Ροζάλμπα, ψιθύρισε με σβησμένη φωνή. Εγώ...δε ξέρω...δεν...δεν...
Εκείνη είχε βρει την αυτοκυριαρχία της και κλείνοντάς του το στόμα με το δάχτυλό της του είπε:
— Σσσς! Αλέξανδρε, μη μιλάς! Εσύ δε θα κάνεις τίποτα. Εγώ θα τα κάνω όλα. Κι αφού έριξε πάνω του αρκετό νερό, πήρε το σαπούνι κι άρχισε να
τον πλένει.Πρώτα στους ώμους, μετά στο στήθος και στη κοιλιά. Έφτασε κάτω από τη μέση, ανάμεσα στα πόδια του και με την άφθονη σαπουνάδα που είχε κάνει, άρχισε να περιποιείται το αγριεμένο όργανό του, που όρθιο και σκληρό μέσα στις παλάμες της, νόμιζε πως θα εκραγεί από στιγμή σε στιγμή. Χωρίς να σταματήσει να τον πλένει, τον κοίταξε σοβαρά στα μάτια και του είπε σα να μονολογούσε:
— Αλέξανδρε, μεγάλωσες. Πως δεν το είχα προσέξει;
Είχε αφεθεί σ αυτή τη γλυκιά αποχαύνωση και το μυαλό του γύρισε λίγο πίσω, δυο χρόνια πριν, εκείνη τη μέρα που όλοι έλειπαν απ τη γειτονιά
στο πανηγύρι της Παναγίας, τότε που αυτός κι ο αδελφός του είχαν κλειστεί αποκαμωμένοι απ το παιχνίδι στο σπίτι της Χριστίνας, μιας γειτονοπούλας τους που ήταν δυο— τρία χρόνια μεγαλύτερή τους. Κι οι τρεις βρέθηκαν κάποια στιγμή ολόγυμνοι, παίζοντας με τα κορμιά τους
κι εξερευνώντας τα για πρώτη φορά, αν και δεν ήξεραν— αργότερα αποδείχτηκε ότι η Χριστίνα ήξερε— τι έψαχναν. Την ίδια αναστάτωση είχε
νοιώσει και τότε. Από τις σκέψεις του αυτές τον απέσπασε εκείνη που τον έβγαλε από τη μπανιέρα και αφού τον σκούπισε και τον στέγνωσε,
τον οδήγησε στο κρεβάτι κρατώντας τον από το χέρι και τον ξάπλωσε ανάσκελα. Σαν υπνωτισμένος υπάκουε σ ότι τον καθοδηγούσε. Ήταν
πολύ σοβαρή και γλυκά ήρεμη. Το πρόσωπό της είχε μια έκφραση που δεν είχε ξαναδεί όσο καιρό τη γνώριζε. Ξάπλωσε δίπλα του, πολύ κοντά
του, έτσι που το γυμνό στήθος της, ακουμπούσε στο σώμα του. Το αριστερό της πόδι κολλημένο στο δικό του. Με μια απαλή κίνηση, έσπρωξε τα
ανασηκωμένα γόνατά του προς τα κάτω, ελευθέρωσε αυτό που με τα χέρια του προσπαθούσε να κρύψει και άπλωσε το δεξί της πόδι πάνω στα
δικά του απλωμένα πόδια. Έσκυψε πάνω του και τον κοίταξε ίσια βαθιά στα μάτια. Του φάνηκε πως κάτι τον ρωτούσε, δεν ήξερε τι, αλλά ότι
κι αν ήταν αυτό, δε μπορούσε να αρνηθεί. Έκλεισε τα μάτια του και ψιθύρισε: — Ναι, ναι, ναι...
Ένοιωσε την αρωματισμένη ανάσα της να του ζεσταίνει το πρόσωπο και τα χείλη της, ζεστά, απαλά, τρυφερά, φίλησαν τα δικά του. Το δεξί της
χέρι, αφού τον χάιδεψε στο πρόσωπο, στο στήθος, στη κοιλιά, έφθασε χαμηλά. Έκλεισε μέσα στη παλάμη της το άγουρο και άμαθο όργανό του και το χάιδεψε απαλά, με μια κίνηση ανεβοκατεβάζοντας το χέρι της, που πυροδότησε την έκρηξη που απεγνωσμένα προσπαθούσε από ώρα να
αποφύγει. Ταράχτηκε σύγκορμος, η λεκάνη του ανασηκώθηκε, έμεινε για λίγο έτσι σα να βρισκόταν στον αέρα, του ξέφυγε ένα "Ροζάλμπααα" σαν
αναστεναγμός και το προϊόν της έκρηξης, αφού διέγραψε μια μεγαλόπρεπη κυκλική τροχιά στον αέρα, προσγειώθηκε σκόρπια εδώ κι εκεί,
ραντίζοντας το πρόσωπό του, τα μαλλιά της, τα μαξιλάρια και τα σεντόνια. Για λίγες στιγμές, κανείς τους δεν είπε τίποτα. Κι όταν εκείνος
προσπάθησε να σκουπίσει τα μαλλιά της, εκείνη του χαμογέλασε γλυκά, τον φίλησε απαλά στο στόμα και του είπε:— Δε πειράζει αγόρι μου. Αυτή
τη φορά ήταν μόνο για σένα.Ελπίζω την επόμενη να με περιμένεις.
Αφέθηκε με κλειστά μάτια, σαν μαγεμένος, για ώρα στα χάδια της και στα φιλιά της στη σιωπή του δωματίου. Μια σιωπή που τη διέκοπτε
μόνο η ανάσα της, που όσο πέρναγε η ώρα γινόταν πιο γρήγορη και βαριά, ψιθυρίζοντας μικρές άγνωστες γι αυτόν λέξεις που τις χρωμάτιζε με
πολύ πάθος κι αισθησιασμό:
— Mi amor! Mi vida! Cariñito! Mi tesoro...
Την ένοιωθε δίπλα του, στιγμές - στιγμές όμως είχε την αίσθηση ότι εκεί, ήταν μόνο το κορμί της. Η ανάσα της πύρωνε το μάγουλό του και το
αυτί του, το πρόσωπό του και τα χείλη του. Ταυτόχρονα τα χέρια της με κινήσεις άγνωστες σ αυτόν ως τότε, τον χάιδευαν παντού, με μια αργή γλυκιά τρυφερότητα που έκανε πιο οριστική, πιο τέλεια την υποταγή του σ αυτήν και παράλληλα τροφοδοτούσε νέες εκρήξεις σ όλο του το
σώμα, σε κάθε κύτταρό του. Τον φιλούσε χωρίς διακοπή, με απανωτά μικρά αγγίγματα των χειλιών της σ όλο του το κορμί. Στο μέτωπο, στη μύτη, στα χείλη, στο λαιμό, στο στήθος, στη κοιλιά και τέλος κρατώντας με τα δυο της χέρια σαν κάτι ακριβό, σαν κάτι μοναδικό κι εύθραυστο
το όργανό του, που αν και δεν είχε το θυμό και την έξαψη που είχε πριν, ήταν ζωηρό. Με μια ζωηράδα τρυφερή, σα να ήθελε να ανταποδώσει όση
τρυφερότητα μπορούσε απ αυτή που είχε δεχτεί. Φίλησε πολλές φορές το μικρό κατακόκκινο κεφάλι του, πότε με τα χείλη της και πότε με τη
γλώσσα της, ενώ ταυτόχρονα με το δεξί της χέρι κράτησε για λίγο στη χούφτα της τους εφηβικούς του όρχεις. Και σαν για να μη τον βλέπουν
μάτια αόρατα, έκρυψε στο στόμα της το σάρκινο βλαστάρι του, που το ένοιωθε ξανά αγριεμένο. Το ένοιωθε να μεγαλώνει και να σκληραίνει,
να ταράζεται εσωτερικά στους μύες και στα αιμοφόρα αγγεία του, σ αυτή τη διαδρομή από τα καυτά χείλη της και τη γλώσσα της, ως τον
ουρανίσκο και το λάρυγγά της. Εκείνο το ρίγος που είχε διαπεράσει όλο του το κορμί πριν λίγο, άρχισε πάλι να διατρέχει τη ραχοκοκαλιά του
και να μουδιάζει όλο του το σώμα. Εκείνη το κατάλαβε. Με αργές κινήσεις, χωρίς ούτε στιγμή να πάψει να τον χαϊδεύει, έφθασε στο πάνω
μέρος τού κρεβατιού και ξάπλωσε δίπλα του ανάσκελα, με τα μισάνοιχτα πόδια της ανασηκωμένα. Στα υγρά μάτια της, περισσότερο από ένστικτο παρά από γνώση, διάβασε το κάλεσμά της. Ανασηκώθηκε, τη κοίταξε για λίγο κι επικοινώνησαν με τα μάτια. Μετά, έσκυψε το κεφάλι
του ανάμεσα στα πόδια της και τη φίλησε στα μεγάλα ροζ-κόκκινα χείλη της, οσφρίστηκε τη μυρωδιά της ηδονής, τη χάιδεψε για λίγο με τη
γλώσσα του και την ένοιωσε να ανασαίνει βαριά και να ανασηκώνει τους γοφούς της.Με το χέρι της τον τράβηξε απαλά, μαλακά πάνω της.
Τον κοίταξε επίμονα, βαθιά στα μάτια και απλώνοντας το χέρι της προς τα κάτω, ανάμεσα στα κορμιά τους, τον οδήγησε μέσα της. Έπειτα τον
κράτησε σφιχτά πάνω της πιέζοντάς τον με το δεξί χέρι της στη μέση και τα δυο κορμιά τους έγιναν ένα. Χωρίς να πάψει να τον πιέζει,
ενώ το αριστερό της χέρι αναζήτησε το δικό του και το έσφιξε με δύναμη πλέκοντας τα δάχτυλά τους. Τώρα, παρά την απειρία του το
καταλάβαινε ότι ήταν εκείνη που δήλωνε την απόλυτη υποταγή της. Άνοιγε όλες τις πόρτες του είναι της για να τον δεχτεί. Χωρίς φωνές και
καλοσωρίσματα, χωρίς πομπώδεις υποδοχές. Με την υποδοχή μόνο της σιωπής και της απόλυτης νάρκης. Στιγμιαία, ένοιωσε κάτι. Κάτι που δεν
ήταν ηδονή, που συνέβαινε όμως στο χώρο, ανάμεσά τους. Δεν είχε την εμπειρία να το προσδιορίσει ακριβώς όμως ότι συνέβαινε εκείνη τη
στιγμή, ήταν κάτι που το βίωνε με όλες του τις αισθήσεις, με όλο του το είναι, όπως κι εκείνη. Ήταν κάτι ανεπαίσθητο, σα θρόισμα ψυχής, που
πλανήθηκε για λίγο στην ατμόσφαιρα. Αυτος δεν έκανε τη παραμικρή κίνηση που θα την αποσπούσε από το ηδονικό ταξίδι της. Εκείνη καθόριζε
το τρόπο και το χρόνο. Άρχισε να κινείται πιο γρήγορα, πήρε το χέρι της και ελευθέρωσε τη μέση του, το κεφάλι της πηγαινοερχόταν δεξιά κι
αριστερά και με τη γλώσσα της έβρεχε τα χείλη της που είχαν στεγνώσει. Κατάλαβε. Είχε έρθει η στιγμή να πάρει ενεργά μέρος κι αυτός και
δεν έκανε λάθος γιατί κι εκείνη το δέχτηκε. Την αγκάλιασε σφιχτά περνώντας τα δυο του χέρια κάτω απ το κορμί της καθώς κι αυτή τον
έσφιγγε με τα δικά της χέρια πάνω της. Κόλλησε τα χείλη του στα δικά της κι ένοιωσε στο στήθος του να τον πιέζουν τα δικά της στήθη και οι
ρόγες της που είχαν σκληρύνει και γρήγορα απογειώθηκαν κι οι δυο. Ένοιωσε πάλι στο κορμί του τη γλυκιά ανατριχίλα, μια πρωτόγνωρη
επανάσταση της σάρκας του με εκπυρσοκροτήσεις κι απ το τελευταίο κύτταρό του. Πίεσε με δύναμη το κορμί του στο δικό της τη στιγμή που κι
αυτό ανασηκωνόταν να συναντήσει το δικό του, ένοιωσε να είναι βαθιά μέσα της ως το τέλος του είναι της, έσφιξαν δυνατά ο ένας τον άλλο στην αγκαλιά του κι έφθασαν στην αποκορύφωση τη στιγμή που νόμιζε ότι είχε νικήσει τους νόμους της βαρύτητας και πετούσε ψηλά στον ουρανό, πάνω από ροζ σύνεφα. Κι όταν αυτός συγκλονίστικε με τον τελευταίο του σπασμό που εξακόντισε το σπέρμα του μέσα της ψιθυρίζοντας...Ροζάλμπα...Ροζάλμπα....εκείνη, μ ένα βογκητό, μετά τα τραντάγματα του κορμιού της και με δάκρυα στα μάτια, με φωνή που έβγαινε από τα βάθη του είναι της και μ ένα σπαραγμό που ξέφυγε απ τη ψυχή της για να φτάσει σε κάθε άκρη του υπαρκτού μα και του νοητού
σύμπαντος, σε κάθε γωνιά του μεταφυσικού, την άκουσε να λέει σπαρακτικά:
— Στράτο...Στράτο...Αγαπημένε μου Στράτο...στα ελληνικά, όχι στα ισπανικά όπως νωρίτερα.Σήμαινε κάτι άραγε αυτό; Και τότε κατάλαβε τι ήταν εκείνο το κάτι, αυτό το ανεπαίσθητο θρόισμα της ψυχής που ένοιωσε πριν να πλανιέται στο χώρο. Ήταν εκείνος, που ανταποκρίθηκε στο
βουβό κάλεσμά της κι ενώθηκαν σε μια υπερκόσμια ένωση. Τον πλημμύρισε μια αίσθηση απέραντης τρυφερότητας για την αφοσίωσή της και τη
πίστη της στη χαμένη αγάπη της. Καθόλου δεν τον πείραξε που αυτός ήταν το "όχημα", το "σκάφος" μέσα στο οποίο ξανασυναντήθηκαν οι δυο
τους.Κάπου είχε διαβάσει, ότι η συγκίνηση είναι πιο τίμια και πιο αληθινή από τα λόγια. Τώρα το έβλεπε στο πρόσωπό της και δεν χρειάζονταν
τα λόγια της για να καταλάβει αυτό που αισθανόταν. Γι αυτό την ένοιωθε τόσο κοντά του κι ας τους χώριζε εκείνη η περιπλανώμενη αόρατη και
άϋλη παρουσία, η ζωγραφισμένη μ όλα τα διάφανα χρώματα της καρδιάς της εικόνα του έρωτά της. Δεν αισθανόταν προδομένος. Άνοιξε τα
μάτια της χωρίς να σκουπίσει τα δάκρυά της που έτρεχαν ασταμάτητα, τον χάιδεψε τρυφερά και απολογητικά:
— Συγχώρεσέ με Αλέξανδρε. Δεν το ήθελα μα ήταν πιο δυνατό από μένα, απ τη θέλησή μου. Άπλωσε το χέρι της και τον χάιδεψε μ ένα αχνό
χαμόγελο ενοχής ενώ τα δάκρυά της έτρεχαν ασταμάτητα στα μάγουλά της.
Έσκυψε και τη φίλησε απαλά πρώτα στο μέτωπο, μετά στέγνωσε με τα χείλη του τα δάκρυά της και της έδωσε ένα τελευταίο φιλί στο στόμα.
— Δε χρειάζεται να ζητάς συγνώμη Ροζάλμπα, της είπε. Δεν έκανες κάτι που να απαιτεί κάτι τέτοιο, το αντίθετο μάλιστα. Δε ξέρω αν θα
ξαναειδωθούμε και πότε. Δε ξέρω τι με περιμένει από δω και πέρα και τι θα συναντήσω στη ζωή μου. Ξέρω όμως ότι θα θυμάμαι πάντα με αγάπη
εσένα κι εκείνον. Θα σε ευγνωμονώ για την αλήθεια σου, την ομορφιά που κρύβεις μέσα σου και για το τρόπο που μου γνώρισες τον έρωτα.
Τίποτα δε θα μπορέσει να σκιάσει την εικόνα σου στη σκέψη και τη καρδιά μου.
Σηκώθηκε χωρίς να βιάζεται, ντύθηκε και φόρεσε τα παπούτσια του σημάδι πως δεν θα έμενε άλλο. Είχε αποφασίσει να φύγει. Εκείνη παρέμενε στο
κρεβάτι ακίνητη κλαίγοντας σιωπηλά. Δεν είπε τίποτα όσο τον έβλεπε να ετοιμάζεται, ούτε προσπάθησε να τον εμποδίσει, να τον κρατήσει.
Μόνο όταν έφτασε στη πόρτα της κρεβατοκάμαρας, καθώς της έριξε μια τελευταία ματιά πριν βγει, την άκουσε να λέει: — Πως μεγάλωσες
Αλέξανδρε! Ξαφνικά μεγάλωσες ή μήπως εγώ άργησα να το καταλάβω; Θα με θυμάσαι Αλέξανδρε; Δε θα θελα να με ξεχάσεις όπως κι εγώ δε θα
σε ξεχάσω ποτέ.
Κοντοστάθηκε και τη κοίταξε για τελευταία φορά, έτσι ακίνητη στο κρεβάτι, φορώντας μόνο την αστραφτερή γύμνια της.
— Θα σε θυμάμαι πάντα Ροζάλμπα! της είπε. Όσο ζω και αναπνέω. Δε θέλω κι ούτε θα μπορέσω ποτέ να σε ξεχάσω!
αυτί του, το πρόσωπό του και τα χείλη του. Ταυτόχρονα τα χέρια της με κινήσεις άγνωστες σ αυτόν ως τότε, τον χάιδευαν παντού, με μια αργή γλυκιά τρυφερότητα που έκανε πιο οριστική, πιο τέλεια την υποταγή του σ αυτήν και παράλληλα τροφοδοτούσε νέες εκρήξεις σ όλο του το
σώμα, σε κάθε κύτταρό του. Τον φιλούσε χωρίς διακοπή, με απανωτά μικρά αγγίγματα των χειλιών της σ όλο του το κορμί. Στο μέτωπο, στη μύτη, στα χείλη, στο λαιμό, στο στήθος, στη κοιλιά και τέλος κρατώντας με τα δυο της χέρια σαν κάτι ακριβό, σαν κάτι μοναδικό κι εύθραυστο
το όργανό του, που αν και δεν είχε το θυμό και την έξαψη που είχε πριν, ήταν ζωηρό. Με μια ζωηράδα τρυφερή, σα να ήθελε να ανταποδώσει όση
τρυφερότητα μπορούσε απ αυτή που είχε δεχτεί. Φίλησε πολλές φορές το μικρό κατακόκκινο κεφάλι του, πότε με τα χείλη της και πότε με τη
γλώσσα της, ενώ ταυτόχρονα με το δεξί της χέρι κράτησε για λίγο στη χούφτα της τους εφηβικούς του όρχεις. Και σαν για να μη τον βλέπουν
μάτια αόρατα, έκρυψε στο στόμα της το σάρκινο βλαστάρι του, που το ένοιωθε ξανά αγριεμένο. Το ένοιωθε να μεγαλώνει και να σκληραίνει,
να ταράζεται εσωτερικά στους μύες και στα αιμοφόρα αγγεία του, σ αυτή τη διαδρομή από τα καυτά χείλη της και τη γλώσσα της, ως τον
ουρανίσκο και το λάρυγγά της. Εκείνο το ρίγος που είχε διαπεράσει όλο του το κορμί πριν λίγο, άρχισε πάλι να διατρέχει τη ραχοκοκαλιά του
και να μουδιάζει όλο του το σώμα. Εκείνη το κατάλαβε. Με αργές κινήσεις, χωρίς ούτε στιγμή να πάψει να τον χαϊδεύει, έφθασε στο πάνω
μέρος τού κρεβατιού και ξάπλωσε δίπλα του ανάσκελα, με τα μισάνοιχτα πόδια της ανασηκωμένα. Στα υγρά μάτια της, περισσότερο από ένστικτο παρά από γνώση, διάβασε το κάλεσμά της. Ανασηκώθηκε, τη κοίταξε για λίγο κι επικοινώνησαν με τα μάτια. Μετά, έσκυψε το κεφάλι
του ανάμεσα στα πόδια της και τη φίλησε στα μεγάλα ροζ-κόκκινα χείλη της, οσφρίστηκε τη μυρωδιά της ηδονής, τη χάιδεψε για λίγο με τη
γλώσσα του και την ένοιωσε να ανασαίνει βαριά και να ανασηκώνει τους γοφούς της.Με το χέρι της τον τράβηξε απαλά, μαλακά πάνω της.
Τον κοίταξε επίμονα, βαθιά στα μάτια και απλώνοντας το χέρι της προς τα κάτω, ανάμεσα στα κορμιά τους, τον οδήγησε μέσα της. Έπειτα τον
κράτησε σφιχτά πάνω της πιέζοντάς τον με το δεξί χέρι της στη μέση και τα δυο κορμιά τους έγιναν ένα. Χωρίς να πάψει να τον πιέζει,
ενώ το αριστερό της χέρι αναζήτησε το δικό του και το έσφιξε με δύναμη πλέκοντας τα δάχτυλά τους. Τώρα, παρά την απειρία του το
καταλάβαινε ότι ήταν εκείνη που δήλωνε την απόλυτη υποταγή της. Άνοιγε όλες τις πόρτες του είναι της για να τον δεχτεί. Χωρίς φωνές και
καλοσωρίσματα, χωρίς πομπώδεις υποδοχές. Με την υποδοχή μόνο της σιωπής και της απόλυτης νάρκης. Στιγμιαία, ένοιωσε κάτι. Κάτι που δεν
ήταν ηδονή, που συνέβαινε όμως στο χώρο, ανάμεσά τους. Δεν είχε την εμπειρία να το προσδιορίσει ακριβώς όμως ότι συνέβαινε εκείνη τη
στιγμή, ήταν κάτι που το βίωνε με όλες του τις αισθήσεις, με όλο του το είναι, όπως κι εκείνη. Ήταν κάτι ανεπαίσθητο, σα θρόισμα ψυχής, που
πλανήθηκε για λίγο στην ατμόσφαιρα. Αυτος δεν έκανε τη παραμικρή κίνηση που θα την αποσπούσε από το ηδονικό ταξίδι της. Εκείνη καθόριζε
το τρόπο και το χρόνο. Άρχισε να κινείται πιο γρήγορα, πήρε το χέρι της και ελευθέρωσε τη μέση του, το κεφάλι της πηγαινοερχόταν δεξιά κι
αριστερά και με τη γλώσσα της έβρεχε τα χείλη της που είχαν στεγνώσει. Κατάλαβε. Είχε έρθει η στιγμή να πάρει ενεργά μέρος κι αυτός και
δεν έκανε λάθος γιατί κι εκείνη το δέχτηκε. Την αγκάλιασε σφιχτά περνώντας τα δυο του χέρια κάτω απ το κορμί της καθώς κι αυτή τον
έσφιγγε με τα δικά της χέρια πάνω της. Κόλλησε τα χείλη του στα δικά της κι ένοιωσε στο στήθος του να τον πιέζουν τα δικά της στήθη και οι
ρόγες της που είχαν σκληρύνει και γρήγορα απογειώθηκαν κι οι δυο. Ένοιωσε πάλι στο κορμί του τη γλυκιά ανατριχίλα, μια πρωτόγνωρη
επανάσταση της σάρκας του με εκπυρσοκροτήσεις κι απ το τελευταίο κύτταρό του. Πίεσε με δύναμη το κορμί του στο δικό της τη στιγμή που κι
αυτό ανασηκωνόταν να συναντήσει το δικό του, ένοιωσε να είναι βαθιά μέσα της ως το τέλος του είναι της, έσφιξαν δυνατά ο ένας τον άλλο στην αγκαλιά του κι έφθασαν στην αποκορύφωση τη στιγμή που νόμιζε ότι είχε νικήσει τους νόμους της βαρύτητας και πετούσε ψηλά στον ουρανό, πάνω από ροζ σύνεφα. Κι όταν αυτός συγκλονίστικε με τον τελευταίο του σπασμό που εξακόντισε το σπέρμα του μέσα της ψιθυρίζοντας...Ροζάλμπα...Ροζάλμπα....εκείνη, μ ένα βογκητό, μετά τα τραντάγματα του κορμιού της και με δάκρυα στα μάτια, με φωνή που έβγαινε από τα βάθη του είναι της και μ ένα σπαραγμό που ξέφυγε απ τη ψυχή της για να φτάσει σε κάθε άκρη του υπαρκτού μα και του νοητού
σύμπαντος, σε κάθε γωνιά του μεταφυσικού, την άκουσε να λέει σπαρακτικά:
— Στράτο...Στράτο...Αγαπημένε μου Στράτο...στα ελληνικά, όχι στα ισπανικά όπως νωρίτερα.Σήμαινε κάτι άραγε αυτό; Και τότε κατάλαβε τι ήταν εκείνο το κάτι, αυτό το ανεπαίσθητο θρόισμα της ψυχής που ένοιωσε πριν να πλανιέται στο χώρο. Ήταν εκείνος, που ανταποκρίθηκε στο
βουβό κάλεσμά της κι ενώθηκαν σε μια υπερκόσμια ένωση. Τον πλημμύρισε μια αίσθηση απέραντης τρυφερότητας για την αφοσίωσή της και τη
πίστη της στη χαμένη αγάπη της. Καθόλου δεν τον πείραξε που αυτός ήταν το "όχημα", το "σκάφος" μέσα στο οποίο ξανασυναντήθηκαν οι δυο
τους.Κάπου είχε διαβάσει, ότι η συγκίνηση είναι πιο τίμια και πιο αληθινή από τα λόγια. Τώρα το έβλεπε στο πρόσωπό της και δεν χρειάζονταν
τα λόγια της για να καταλάβει αυτό που αισθανόταν. Γι αυτό την ένοιωθε τόσο κοντά του κι ας τους χώριζε εκείνη η περιπλανώμενη αόρατη και
άϋλη παρουσία, η ζωγραφισμένη μ όλα τα διάφανα χρώματα της καρδιάς της εικόνα του έρωτά της. Δεν αισθανόταν προδομένος. Άνοιξε τα
μάτια της χωρίς να σκουπίσει τα δάκρυά της που έτρεχαν ασταμάτητα, τον χάιδεψε τρυφερά και απολογητικά:
— Συγχώρεσέ με Αλέξανδρε. Δεν το ήθελα μα ήταν πιο δυνατό από μένα, απ τη θέλησή μου. Άπλωσε το χέρι της και τον χάιδεψε μ ένα αχνό
χαμόγελο ενοχής ενώ τα δάκρυά της έτρεχαν ασταμάτητα στα μάγουλά της.
Έσκυψε και τη φίλησε απαλά πρώτα στο μέτωπο, μετά στέγνωσε με τα χείλη του τα δάκρυά της και της έδωσε ένα τελευταίο φιλί στο στόμα.
— Δε χρειάζεται να ζητάς συγνώμη Ροζάλμπα, της είπε. Δεν έκανες κάτι που να απαιτεί κάτι τέτοιο, το αντίθετο μάλιστα. Δε ξέρω αν θα
ξαναειδωθούμε και πότε. Δε ξέρω τι με περιμένει από δω και πέρα και τι θα συναντήσω στη ζωή μου. Ξέρω όμως ότι θα θυμάμαι πάντα με αγάπη
εσένα κι εκείνον. Θα σε ευγνωμονώ για την αλήθεια σου, την ομορφιά που κρύβεις μέσα σου και για το τρόπο που μου γνώρισες τον έρωτα.
Τίποτα δε θα μπορέσει να σκιάσει την εικόνα σου στη σκέψη και τη καρδιά μου.
Σηκώθηκε χωρίς να βιάζεται, ντύθηκε και φόρεσε τα παπούτσια του σημάδι πως δεν θα έμενε άλλο. Είχε αποφασίσει να φύγει. Εκείνη παρέμενε στο
κρεβάτι ακίνητη κλαίγοντας σιωπηλά. Δεν είπε τίποτα όσο τον έβλεπε να ετοιμάζεται, ούτε προσπάθησε να τον εμποδίσει, να τον κρατήσει.
Μόνο όταν έφτασε στη πόρτα της κρεβατοκάμαρας, καθώς της έριξε μια τελευταία ματιά πριν βγει, την άκουσε να λέει: — Πως μεγάλωσες
Αλέξανδρε! Ξαφνικά μεγάλωσες ή μήπως εγώ άργησα να το καταλάβω; Θα με θυμάσαι Αλέξανδρε; Δε θα θελα να με ξεχάσεις όπως κι εγώ δε θα
σε ξεχάσω ποτέ.
Κοντοστάθηκε και τη κοίταξε για τελευταία φορά, έτσι ακίνητη στο κρεβάτι, φορώντας μόνο την αστραφτερή γύμνια της.
— Θα σε θυμάμαι πάντα Ροζάλμπα! της είπε. Όσο ζω και αναπνέω. Δε θέλω κι ούτε θα μπορέσω ποτέ να σε ξεχάσω!
Στα χρόνια που ακολούθησαν, μέσα στη δύνη των γεγονότων, άλλοτε πολύ σκληρά κι επώδυνα κι άλλοτε λιγότερο δύσκολα, δεν άφησε τη ζωή
του αιχμάλωτη της μονοτονίας, ούτε επέτρεψε στο χρόνο και στις ανάγκες να την εξουσιάζουν σαν αφέντες. Είχε αποφασίσει όταν έφευγε από
το χωριό του, το χωριό που στοίχειωνε τις μοναχικές ηδονές του ως τα όρια της εφηβείας του, τις βασανιστικές διαδρομές του στους πλημμυρισμένους δρόμους από τις μπόρες και τη μανιασμένη χειμωνιάτικη θάλασσα που μετέτρεπαν τα πάντα - και τις ζωές των ανθρώπων -σε
βούρκο, τον ταραγμένο ύπνο του τα βράδια μέσα στους φόβους της νύχτας και τις αγωνίες για το αύριο, την απογοήτευση για όνειρα χαμένα
στην αφετηρία της ζωής πριν καν ο αφέτης δώσει το σήμα της εκκίνησης και για ταξίδια απραγματοποίητα, ότι θα αντιστεκόταν! Με ΝΥΧΙΑ ΚΑΙ
ΜΕ ΔΟΝΤΙΑ! Δεν θα άφηνε να τον φθείρει η υγρασία μιας βαλτωμένης ζωής που σκουριάζει τις ψυχές των ανθρώπων, τη καλημέρα τους και τη
καληνύχτα τους, το σήμερα και το αύριό τους, το μέσα τους και το έξω τους όντας φυλακισμένοι σ ένα κελί που το κουβαλούν μαζί τους όπως
κουβαλάει μαζί του το καβούκι του ο σάλιαγκας, φυλακίζοντας εκτός απ τη ψυχή τους και τα όνειρά τους. Με κάθε τρόπο θα προσπαθούσε να
ονειρεύεται, γιατί πίστευε ότι στα όνειρά του κανείς δε μπορούσε να τον αγγίξει και θα ήταν πραγματικά ελεύθερος. Είχε αποφασίσει επίσης, να
κλείσει αεροστεγώς κάθε πόρτα που οδηγούσε στη ψυχή του και κάθε χαραμάδα απ όπου θα μπορούσε να εισχωρήσει η σκόνη του χρόνου στη
φαντασία του και στη θύμησή του και να σκεπάσει όλα όσα ήθελε να θυμάται. Από τότε είχε επιστρέψει πολλές φορές στο χωριό του. Πολλά
είχαν αλλάξει, άλλα προς το καλύτερο κι άλλα προς το χειρότερο. Δεν υπάρχουν πια τουαλέτες στις αυλές των σπιτιών, ούτε γεμίζουν οι δρόμοι με ακαθαρσίες όταν πλημμυρίζει το χωριό. Οι καλοφτιαγμένοι δρόμοι και τα γρήγορα αυτοκίνητα, οδηγούν τα παιδιά στο σχολείο χωρίς
να βρέχονται από τη βροχή και τις πλημμύρες. Δεν καλυτέρευσαν όμως οι συνθήκες μάθησης αφού οι ταξικές διαφορές παραμένουν κι έχει
καταστεί αυτοσκοπός, όχι η μάθηση κι η γνώση, αλλά το "χαρτί" σα διαβατήριο για κάποιο διορισμό. Η μόλυνση του περιβάλλοντος που κατατρώει τα μεγάλα αστικά κέντρα και την υγεία των πολιτών, πλήττει πλέον και την ύπαιθρο. Οι αποστάσεις μηδενίστηκαν και οι ειδήσεις
μεταδίδονται αστραπιαία, όμως μεθοδευμένες και βασισμένες στη θεωρεία του επιρρεασμού των μαζών. Οι κοινωνίες μετατρέπονται σε κοινωνίες μοναχικών ανθρώπων που έπαψαν ακόμα και να ονειρεύονται. Αλλοίμονο στους ανθρώπους που δεν ονειρεύονται, αυτός όμως εξακολουθεί να ονειρεύεται κι επιστρέφει πάντα στις αναμνήσεις του. Θυμάται πάντα με κάθε λεπτομέρεια ότι αφορούσε στη -σύντομη- γνωριμία του με το Στράτο και τη Ροζάλμπα κι ότι συνέβει μεταξύ τους, στο διάστημα που οι ζωές τους ενώθηκαν σα σύννεφα στον ουρανό, πριν
η αστραπή κι ο δυνατός άνεμος τις σκορπίσει πάλι σε διαφορετικές πορείες. Δεν ένοιωσε ποτέ πριν την ανάγκη να έρθει ως το σπίτι του καπετάνιου, δεν έλαβε ποτέ κανένα γράμμα της ούτε της έγραψε ποτέ. Δεν έμαθε ποτέ κανείς τι απέγινε η Ροζάλμπα. Στο ταξίδι του στη
Κούβα, έφθασε έξω από τη πόρτα της διεύθυνσης που του είχε γράψει, αλλά έφυγε σαν κυνηγημένος. Δεν είχε το κουράγιο να δει - αν θα το έβλεπε - το ομορφότερο όνειρο της εφηβείας του γερασμένο, τσακισμένο απ το χρόνο. Κράτησε στη μνήμη του εκείνη τη εικόνα, όταν την είδε
για τελευταία φορά βγαίνοντας από τη κρεβατοκάμαρα. Ήταν σίγουρο πως εκείνη αν το ήθελε, μπορούσε εύκολα να τον βρει ή να επιστρέψει.
Δεν ήταν όμως σίγουρος ότι εκείνη ήθελε να την αναζητήσει αυτός. Στα γράμματα που της έστελνε ο Θοδωρής και μ αγωνία ρωτούσε τι να κάνει
με το σπίτι και τα χωράφια, τι να κάνει με τα λάδια που συσωρρεύονταν στις αποθήκες, δε πήρε ποτέ απάντηση. Ώσπου πέθαναν κι οι δυο τους.
Πρώτα η μάνα του η κυρά - Γιαννούλα κι ύστερα αυτός. Η Μυρσίνη παντρεύτηκε κι έφυγε απ το νησί. Ούτε η "τορπιλάκατος" ξαναφάνηκε ποτέ να
διασχίζει τα νερά του κόλπου. Ρήμαξαν όλα. Θύματα του χρόνου και της εγκατάλειψης. Οι φράχτες έπεσαν, οι πεζούλες κατέρρευσαν, το σπίτι
λεηλατήθηκε και τα μικρά δελφίνια στα κάγκελα του μπαλκονιού πνίγηκαν στη σκουριά που ξέρασαν τα σίδερα κι ο χρόνος. Αργά -αργά κι αναποφάσιστος, έβαλε το χέρι του στη τσέπη τού σακακιού του κι έβγαλε το πορτοφόλι του. Μετά από λίγη σκέψη, αποφασιστικά, έχωσε τα
δάχτυλά του στη θήκη πίσω απ τη ταυτότητα κι έβγαλε ένα μικρό χαρτί διπλωμένο στα τέσσερα κιτρινισμένο απ το χρόνο και φθαρμένο στις
τσακίσεις. Με τρεμάμενα χέρια το άνοιξε και διάβασε: Rosalba Rontrigues Contreras. Av.de la Independencia No 42. Ciudad la Habana. Cuba.
Σήκωσε το χέρι του ψηλά και το άφησε να φύγει, ανοίγοντας τα δάχτυλά του. Αυτό αφού στροβιλίστηκε για λίγο παρασυρμένο από τον άνεμο
εδώ κι εκεί, έπεσε στη θάλασσα και χάθηκε στα κύματα.
—Adios Rosalba, te recordare para siempre! ψιθύρισε μ ένα βουβό λυγμό.
Σκούπισε τα δάκρυα που κύλησαν απ τα μάτια του. Σκέφθηκε πως το ταξίδι του στο παρελθόν με δάκρυα ξεκίνησε και με δάκρυα τέλειωσε.
Έριξε μια τελευταία ματιά σ ότι απέμεινε να θυμίζει κάποιες απ τις πιο αγαπημένες του στιγμές καθώς χανόταν λίγο - λίγο κάτω απ τη βραδινή
ομίχλη και πήρε το δρόμο του γυρισμού. Στη γωνία, στην άκρη του χωραφιού και στην ευθεία με τις γέρικες λεύκες, στο τρεμόσβημα της μέρας
που έφευγε κυνηγημένη από τη νύχτα που καταπιεστικά ερχόταν να πάρει τη θέση της, είδε μια μυρτιά. Κοντοστάθηκε, έσκυψε κι έκοψε δυο
κλωνάρια και πριν φύγει, σκόρπισε τα ταλαιπωρημένα μικρά λευκά ανθάκια τους μέσα στο χορταριασμένο περιβόλι, σαν σπονδή στο κοιμητήριο
των ονείρων. Απομακρύνθηκε περνώντας το αριστερό του χέρι πάνω απ τα σκουριασμένα σύρματα του φράχτη, σαν τελευταίο χάδι.
Ξαφνικά, ένοιωσε πως κρύωνε πολύ κι ένοιωθε πολύ κουρασμένος. Έπρεπε να βιαστεί. Η μητέρα του θα ανησυχούσε που αργούσε να επιστρέψει.
Chao Alejandro, hasta la vista. Γεια σου, Αλέξανδρε, εις το επανιδείν.
Mi amor! Mi vida! Cariñito! Mi tesoro! Αγάπη μου! Ζωή μου! Καρδούλα μου! Θησαυρέ μου!
Adios Rosalba! Te recordare para siempre! Aντίο Ροζάλμπα! Θα σε θυμάμαι για πάντα!
Αθήνα, Οκτώβρης - Νοέμβρης 2007.
του αιχμάλωτη της μονοτονίας, ούτε επέτρεψε στο χρόνο και στις ανάγκες να την εξουσιάζουν σαν αφέντες. Είχε αποφασίσει όταν έφευγε από
το χωριό του, το χωριό που στοίχειωνε τις μοναχικές ηδονές του ως τα όρια της εφηβείας του, τις βασανιστικές διαδρομές του στους πλημμυρισμένους δρόμους από τις μπόρες και τη μανιασμένη χειμωνιάτικη θάλασσα που μετέτρεπαν τα πάντα - και τις ζωές των ανθρώπων -σε
βούρκο, τον ταραγμένο ύπνο του τα βράδια μέσα στους φόβους της νύχτας και τις αγωνίες για το αύριο, την απογοήτευση για όνειρα χαμένα
στην αφετηρία της ζωής πριν καν ο αφέτης δώσει το σήμα της εκκίνησης και για ταξίδια απραγματοποίητα, ότι θα αντιστεκόταν! Με ΝΥΧΙΑ ΚΑΙ
ΜΕ ΔΟΝΤΙΑ! Δεν θα άφηνε να τον φθείρει η υγρασία μιας βαλτωμένης ζωής που σκουριάζει τις ψυχές των ανθρώπων, τη καλημέρα τους και τη
καληνύχτα τους, το σήμερα και το αύριό τους, το μέσα τους και το έξω τους όντας φυλακισμένοι σ ένα κελί που το κουβαλούν μαζί τους όπως
κουβαλάει μαζί του το καβούκι του ο σάλιαγκας, φυλακίζοντας εκτός απ τη ψυχή τους και τα όνειρά τους. Με κάθε τρόπο θα προσπαθούσε να
ονειρεύεται, γιατί πίστευε ότι στα όνειρά του κανείς δε μπορούσε να τον αγγίξει και θα ήταν πραγματικά ελεύθερος. Είχε αποφασίσει επίσης, να
κλείσει αεροστεγώς κάθε πόρτα που οδηγούσε στη ψυχή του και κάθε χαραμάδα απ όπου θα μπορούσε να εισχωρήσει η σκόνη του χρόνου στη
φαντασία του και στη θύμησή του και να σκεπάσει όλα όσα ήθελε να θυμάται. Από τότε είχε επιστρέψει πολλές φορές στο χωριό του. Πολλά
είχαν αλλάξει, άλλα προς το καλύτερο κι άλλα προς το χειρότερο. Δεν υπάρχουν πια τουαλέτες στις αυλές των σπιτιών, ούτε γεμίζουν οι δρόμοι με ακαθαρσίες όταν πλημμυρίζει το χωριό. Οι καλοφτιαγμένοι δρόμοι και τα γρήγορα αυτοκίνητα, οδηγούν τα παιδιά στο σχολείο χωρίς
να βρέχονται από τη βροχή και τις πλημμύρες. Δεν καλυτέρευσαν όμως οι συνθήκες μάθησης αφού οι ταξικές διαφορές παραμένουν κι έχει
καταστεί αυτοσκοπός, όχι η μάθηση κι η γνώση, αλλά το "χαρτί" σα διαβατήριο για κάποιο διορισμό. Η μόλυνση του περιβάλλοντος που κατατρώει τα μεγάλα αστικά κέντρα και την υγεία των πολιτών, πλήττει πλέον και την ύπαιθρο. Οι αποστάσεις μηδενίστηκαν και οι ειδήσεις
μεταδίδονται αστραπιαία, όμως μεθοδευμένες και βασισμένες στη θεωρεία του επιρρεασμού των μαζών. Οι κοινωνίες μετατρέπονται σε κοινωνίες μοναχικών ανθρώπων που έπαψαν ακόμα και να ονειρεύονται. Αλλοίμονο στους ανθρώπους που δεν ονειρεύονται, αυτός όμως εξακολουθεί να ονειρεύεται κι επιστρέφει πάντα στις αναμνήσεις του. Θυμάται πάντα με κάθε λεπτομέρεια ότι αφορούσε στη -σύντομη- γνωριμία του με το Στράτο και τη Ροζάλμπα κι ότι συνέβει μεταξύ τους, στο διάστημα που οι ζωές τους ενώθηκαν σα σύννεφα στον ουρανό, πριν
η αστραπή κι ο δυνατός άνεμος τις σκορπίσει πάλι σε διαφορετικές πορείες. Δεν ένοιωσε ποτέ πριν την ανάγκη να έρθει ως το σπίτι του καπετάνιου, δεν έλαβε ποτέ κανένα γράμμα της ούτε της έγραψε ποτέ. Δεν έμαθε ποτέ κανείς τι απέγινε η Ροζάλμπα. Στο ταξίδι του στη
Κούβα, έφθασε έξω από τη πόρτα της διεύθυνσης που του είχε γράψει, αλλά έφυγε σαν κυνηγημένος. Δεν είχε το κουράγιο να δει - αν θα το έβλεπε - το ομορφότερο όνειρο της εφηβείας του γερασμένο, τσακισμένο απ το χρόνο. Κράτησε στη μνήμη του εκείνη τη εικόνα, όταν την είδε
για τελευταία φορά βγαίνοντας από τη κρεβατοκάμαρα. Ήταν σίγουρο πως εκείνη αν το ήθελε, μπορούσε εύκολα να τον βρει ή να επιστρέψει.
Δεν ήταν όμως σίγουρος ότι εκείνη ήθελε να την αναζητήσει αυτός. Στα γράμματα που της έστελνε ο Θοδωρής και μ αγωνία ρωτούσε τι να κάνει
με το σπίτι και τα χωράφια, τι να κάνει με τα λάδια που συσωρρεύονταν στις αποθήκες, δε πήρε ποτέ απάντηση. Ώσπου πέθαναν κι οι δυο τους.
Πρώτα η μάνα του η κυρά - Γιαννούλα κι ύστερα αυτός. Η Μυρσίνη παντρεύτηκε κι έφυγε απ το νησί. Ούτε η "τορπιλάκατος" ξαναφάνηκε ποτέ να
διασχίζει τα νερά του κόλπου. Ρήμαξαν όλα. Θύματα του χρόνου και της εγκατάλειψης. Οι φράχτες έπεσαν, οι πεζούλες κατέρρευσαν, το σπίτι
λεηλατήθηκε και τα μικρά δελφίνια στα κάγκελα του μπαλκονιού πνίγηκαν στη σκουριά που ξέρασαν τα σίδερα κι ο χρόνος. Αργά -αργά κι αναποφάσιστος, έβαλε το χέρι του στη τσέπη τού σακακιού του κι έβγαλε το πορτοφόλι του. Μετά από λίγη σκέψη, αποφασιστικά, έχωσε τα
δάχτυλά του στη θήκη πίσω απ τη ταυτότητα κι έβγαλε ένα μικρό χαρτί διπλωμένο στα τέσσερα κιτρινισμένο απ το χρόνο και φθαρμένο στις
τσακίσεις. Με τρεμάμενα χέρια το άνοιξε και διάβασε: Rosalba Rontrigues Contreras. Av.de la Independencia No 42. Ciudad la Habana. Cuba.
Σήκωσε το χέρι του ψηλά και το άφησε να φύγει, ανοίγοντας τα δάχτυλά του. Αυτό αφού στροβιλίστηκε για λίγο παρασυρμένο από τον άνεμο
εδώ κι εκεί, έπεσε στη θάλασσα και χάθηκε στα κύματα.
—Adios Rosalba, te recordare para siempre! ψιθύρισε μ ένα βουβό λυγμό.
Σκούπισε τα δάκρυα που κύλησαν απ τα μάτια του. Σκέφθηκε πως το ταξίδι του στο παρελθόν με δάκρυα ξεκίνησε και με δάκρυα τέλειωσε.
Έριξε μια τελευταία ματιά σ ότι απέμεινε να θυμίζει κάποιες απ τις πιο αγαπημένες του στιγμές καθώς χανόταν λίγο - λίγο κάτω απ τη βραδινή
ομίχλη και πήρε το δρόμο του γυρισμού. Στη γωνία, στην άκρη του χωραφιού και στην ευθεία με τις γέρικες λεύκες, στο τρεμόσβημα της μέρας
που έφευγε κυνηγημένη από τη νύχτα που καταπιεστικά ερχόταν να πάρει τη θέση της, είδε μια μυρτιά. Κοντοστάθηκε, έσκυψε κι έκοψε δυο
κλωνάρια και πριν φύγει, σκόρπισε τα ταλαιπωρημένα μικρά λευκά ανθάκια τους μέσα στο χορταριασμένο περιβόλι, σαν σπονδή στο κοιμητήριο
των ονείρων. Απομακρύνθηκε περνώντας το αριστερό του χέρι πάνω απ τα σκουριασμένα σύρματα του φράχτη, σαν τελευταίο χάδι.
Ξαφνικά, ένοιωσε πως κρύωνε πολύ κι ένοιωθε πολύ κουρασμένος. Έπρεπε να βιαστεί. Η μητέρα του θα ανησυχούσε που αργούσε να επιστρέψει.
Chao Alejandro, hasta la vista. Γεια σου, Αλέξανδρε, εις το επανιδείν.
Mi amor! Mi vida! Cariñito! Mi tesoro! Αγάπη μου! Ζωή μου! Καρδούλα μου! Θησαυρέ μου!
Adios Rosalba! Te recordare para siempre! Aντίο Ροζάλμπα! Θα σε θυμάμαι για πάντα!
Αθήνα, Οκτώβρης - Νοέμβρης 2007.