Ξημερώματα και κολυμπάω σ ένα μαγικό όνειρο. Ένα όνειρο που συνδέει μ ένα αόρατο νήμα όσα ζω ή νομίζω ότι ζω στον ονειρικό αυτό κόσμο, μ όσα βίωνα λίγες ώρες πριν παρακολουθώντας τη ταινία "Μεσάνυχτα στο Παρίσι".
Ζωές παράλληλες κι επιθυμίες ανεκπλήρωτες, πόθοι, απωθημένα, συναισθήματα καταπιεσμένα, εντός κι εκτός ονείρου. Το φανταστικό αντιπαλεύει το ονειρικό. Και τα δυο μαζί καθοδηγούν το υποσεινήδητό μου και πατώντας το Play, βλέπω τον εαυτό μου, σα σκιά να παρακολουθεί το Γκιλ (σαν τον άλλο μου εαυτό με τα ανεκπλήρωτα και τ απωθημένα) νύχτα, κάτω από ένα μουντό συννεφιασμένο ουρανό, να περιδιαβαίνει τους παρισινούς δρόμους, προσπαθώντας να χωρέσει στη μνήμη του, όλα όσα εγκλωβίζει το οπτικό του πεδίο αλλά και όσα λαχταρά η ψυχή του -όπως κι εγώ - ονειροπολώντας. Ζώντας σε μια άλλη εποχή -όπως κι εγώ- περπατά στις όχθες του Σηκουάνα παρατηρώντας την ανάλαφρη ροή του νερού. Συμβολισμός μιας ηρεμίας (τυχαίας;) που πια όχι μόνο δεν τον εκφράζει, αλλά και τη βαριέται.
Νωρίτερα, περπατώντας στα δρομάκια της Μονμάρτρης, χαμένος μέσα στο πλήθος, θα τραβήξει τη προσοχή του ο ήχος της μουσικής του Κόουλ Πόρτερ, καθώς οι νότες της ξεχύνονται στην ατμόσφαιρα από το μαγικό χωνί ενός γραμμοφώνου, πάνω σ ένα τραπεζάκι, έξω από κάποιο βιβλιοπωλείο. Διαλέγει ένα μικρό βιβλίο με ποιήματα. Η νεαρή πωλήτρια, αφού "κουρντίσει" το γραμμόφωνο, θα του μεταφράσει μερικούς στοίχους. Του αρέσουν και το αγοράζει. Θα συνεχίσει τη περιπλάνησή του αφού χαιρετά τη νεαρή πωλήτρια που του ανταποδίδει το χαιρετισμό μ ένα γλυκό χαμόγελο.
Τώρα, ξημερώματα εδώ για μένα, νύχτα πια εκεί για το Γκιλ, τα βήματά του τον οδηγούν στο Μαξίμ. Έχει ακόμα στη τσέπη του το μικρό βιβλίο με τα ποιήματα. Μπαίνοντας, στην είσοδο πέφτει πάνω στους Ντεγκά και Μανέ που βγαίνουν συζητώντας για - τι άλλο -ζωγραφική. Μπαίνει μέσα και περιφέροντας το βλέμμα του στο χώρο αναγνωρίζει τη σιλουέτα της Αντριάνας. Αν και ξέρει ότι κατά διαστήματα υπήρξε ερωμένη διαφόρων καλλιτεχνών, δεν τον ενοχλεί αλλά και δεν αντιστέκεται στο πειρασμό να την ερωτευθεί. Εκείνη, κρατώντας ένα ποτήρι με μαρτίνι, τον ακολουθεί και κάθονται σ ένα άδειο τραπέζι. Δίπλα τους, μόνος και σοβαρός όπως πάντα, ο Τουλούζ Λωτρέκ. Στο παραδίπλα τραπέζι, μια μεγάλη παρέα. Ο Σαλβατόρ Νταλί, κινητικός κι εκφραστικός -όπως πάντα- τους καλεί φωναχτά να πάνε στη παρέα τους. Πριν καθίσουν τους συστήνει στον Έρνεστ Χέμινγουεϊ, στο ζεύγος Φιτζέραλντ, τον Μπουνιουέλ, τον Πικάσο, τον Βαν Γκονγκ, τον Μονέ. Αργότερα , η Αντριάνα θα καλέσει το Γκιλ να τους αφήσουν όλους και να φύγουν οι δυο τους. Κι εκείνος θα αρνηθεί. Αν και το θέλει πολύ, θα διστάσει να ρισκάρει. Ο Γκιλ θα μείνει και η Αντριάνα θα φύγει με κάποιον άλλο. Αυτός θα μείνει μόνος. Και μόνος θα βρεθεί πολύ αργότερα ακουμπισμένος στο κιγκλίδωμα μιας γέφυρας του Σηκουάνα, να παρακολουθεί με άδειο βλέμμα τα νερά του ποταμού.
Ζωές παράλληλες κι επιθυμίες ανεκπλήρωτες, πόθοι, απωθημένα, συναισθήματα καταπιεσμένα, εντός κι εκτός ονείρου. Το φανταστικό αντιπαλεύει το ονειρικό. Και τα δυο μαζί καθοδηγούν το υποσεινήδητό μου και πατώντας το Play, βλέπω τον εαυτό μου, σα σκιά να παρακολουθεί το Γκιλ (σαν τον άλλο μου εαυτό με τα ανεκπλήρωτα και τ απωθημένα) νύχτα, κάτω από ένα μουντό συννεφιασμένο ουρανό, να περιδιαβαίνει τους παρισινούς δρόμους, προσπαθώντας να χωρέσει στη μνήμη του, όλα όσα εγκλωβίζει το οπτικό του πεδίο αλλά και όσα λαχταρά η ψυχή του -όπως κι εγώ - ονειροπολώντας. Ζώντας σε μια άλλη εποχή -όπως κι εγώ- περπατά στις όχθες του Σηκουάνα παρατηρώντας την ανάλαφρη ροή του νερού. Συμβολισμός μιας ηρεμίας (τυχαίας;) που πια όχι μόνο δεν τον εκφράζει, αλλά και τη βαριέται.
Νωρίτερα, περπατώντας στα δρομάκια της Μονμάρτρης, χαμένος μέσα στο πλήθος, θα τραβήξει τη προσοχή του ο ήχος της μουσικής του Κόουλ Πόρτερ, καθώς οι νότες της ξεχύνονται στην ατμόσφαιρα από το μαγικό χωνί ενός γραμμοφώνου, πάνω σ ένα τραπεζάκι, έξω από κάποιο βιβλιοπωλείο. Διαλέγει ένα μικρό βιβλίο με ποιήματα. Η νεαρή πωλήτρια, αφού "κουρντίσει" το γραμμόφωνο, θα του μεταφράσει μερικούς στοίχους. Του αρέσουν και το αγοράζει. Θα συνεχίσει τη περιπλάνησή του αφού χαιρετά τη νεαρή πωλήτρια που του ανταποδίδει το χαιρετισμό μ ένα γλυκό χαμόγελο.
Τώρα, ξημερώματα εδώ για μένα, νύχτα πια εκεί για το Γκιλ, τα βήματά του τον οδηγούν στο Μαξίμ. Έχει ακόμα στη τσέπη του το μικρό βιβλίο με τα ποιήματα. Μπαίνοντας, στην είσοδο πέφτει πάνω στους Ντεγκά και Μανέ που βγαίνουν συζητώντας για - τι άλλο -ζωγραφική. Μπαίνει μέσα και περιφέροντας το βλέμμα του στο χώρο αναγνωρίζει τη σιλουέτα της Αντριάνας. Αν και ξέρει ότι κατά διαστήματα υπήρξε ερωμένη διαφόρων καλλιτεχνών, δεν τον ενοχλεί αλλά και δεν αντιστέκεται στο πειρασμό να την ερωτευθεί. Εκείνη, κρατώντας ένα ποτήρι με μαρτίνι, τον ακολουθεί και κάθονται σ ένα άδειο τραπέζι. Δίπλα τους, μόνος και σοβαρός όπως πάντα, ο Τουλούζ Λωτρέκ. Στο παραδίπλα τραπέζι, μια μεγάλη παρέα. Ο Σαλβατόρ Νταλί, κινητικός κι εκφραστικός -όπως πάντα- τους καλεί φωναχτά να πάνε στη παρέα τους. Πριν καθίσουν τους συστήνει στον Έρνεστ Χέμινγουεϊ, στο ζεύγος Φιτζέραλντ, τον Μπουνιουέλ, τον Πικάσο, τον Βαν Γκονγκ, τον Μονέ. Αργότερα , η Αντριάνα θα καλέσει το Γκιλ να τους αφήσουν όλους και να φύγουν οι δυο τους. Κι εκείνος θα αρνηθεί. Αν και το θέλει πολύ, θα διστάσει να ρισκάρει. Ο Γκιλ θα μείνει και η Αντριάνα θα φύγει με κάποιον άλλο. Αυτός θα μείνει μόνος. Και μόνος θα βρεθεί πολύ αργότερα ακουμπισμένος στο κιγκλίδωμα μιας γέφυρας του Σηκουάνα, να παρακολουθεί με άδειο βλέμμα τα νερά του ποταμού.
Pont des Arts, Seine, Paris Γέφυρα των Τεχνών, Σηκουάνας, Παρίσι.
Σαν να είμαι στο πραγματικό κόσμο, προσπαθώ να ρωτήσω το Γκιλ γιατί δεν την ακολούθησε; Γιατί δίστασε να ρισκάρει; Να του πω ότι στη ζωή Γκιλ, τη διαφορά τη κάνει το ρίσκο! Μα εκτός από τις χιλιομετρικές αποστάσεις, μας χωρίζει κι ο αχανής κόσμος του ονείρου. Και ο Γκιλ δεν θα ακούσει τίποτα. Αντιθέτως, από τις σκέψεις του θα τον βγάλει μια γλυκιά νεανική φωνή. Είναι η νεαρή βιβλιοπώλης που του μετέφρασε τους στοίχους από τα ποιήματα του βιβλίου που αγόρασε.
— Με λένε Γκάμπριελ, του συστήνεται και τον κοιτά ίσια στα μάτια.
— Με λένε Γκιλ, απαντά εκείνος κι η ματιά του απλώνεται στο όμορφο χαμογελαστό πρόσωπό της.
Εν τω μεταξύ έχει αρχίσει να βρέχει.
— Μένω εδώ κοντά, λίγο πιο κάτω. Θέλεις να έρθεις ώσπου να σταματήσει η βροχή; τον ρωτά.
Μέχρι πριν λίγο ήταν βυθισμένος σε δυο κόσμους από το ταξίδι του στο χρόνο και στη φαντασία, επιρρεασμένος απ τη συναναστροφή του με το σουρεαλισμό και τους εκφραστές του, αρνούμενος το παρόν και το κάλεσμα της Αντριάνας. Τώρα, ίσως έχει μια ευκαιρία ακόμα να κάνει ένα βήμα μπροστά.
— Ναι, της απαντά. Θα ρθω και την ακολουθεί χαμογελώντας στην ομιχλώδη καταχνιά του νυχτερινού παρισινού ουρανού. Τόσο το πουκάμισό του, όσο και το λεπτό φόρεμά της, έχουν βραχεί και κολλούν στα κορμιά τους.
Ζωές παράλληλες σε φανταστικό χρόνο. Κι ενώ ο ένας μου εαυτός χάνεται ακολουθώντας τη Γκάμπριελ, ο άλλος τριγυρνά στους δρόμους της Αθήνας. Στα δρομάκια και στις γωνιές γύρω απ την Ομόνοια. Άνθρωποι στο περιθώριο της ζωής, ξεχασμένοι απ όλους τους θεούς, Χριστιανοί και Μουσουλμάνοι, Βουδιστές κι Ινδουιστές, λευκοί, μελαψοί κίτρινοι και μαύροι, πηγαινοέρχονται σαν αόρατοι, χωρίς να βλέπει ο ένας τον άλλο και χωρίς να βλέπει εμένα κανένας, χαμένοι ο καθένας στο δικό του κόσμο. Ανηφορίζοντας φτάνω στου Ζόναρς και μπαίνω μέσα. Βαριές κουρτίνες στα παράθυρα και ήρεμη ατμόσφαιρα γεμάτη καπνό απ τα τσιγάρα. Πίνοντας το καφέ μου παρατηρώ τους άλλους γύρω μου. Παρέες - παρέες στα τραπέζια αλλά και μια παρέα όλοι μαζί, συζητούν για Θέατρο, Μουσική, Ζωγραφική, Ποίηση, Λογοτεχνία. Ο Καρυωτάκης με τη Πολυδούρη, ο Χατζηκυριάκος Γκίκας με το Παρθένη και το Τσαρούχη, ο Φώτος Πολίτης με τον Αιμίλιο Βεάκη, ο Καζαντζάκης, ο Σικελιανός, ο Σεφέρης, ο Ρίτσος, ο Χατζηδάκης κι άλλοι κι άλλοι. Κανείς δε με βλέπει και κανείς δεν με προσκαλεί. Ο θαυμασμός μου γίνεται ζήλια και με πονά. Θα ήθελα κι εγώ να είμαι στη παρέα τους... πόσες φορές δε το λαχτάρησα...
— Με λένε Γκάμπριελ, του συστήνεται και τον κοιτά ίσια στα μάτια.
— Με λένε Γκιλ, απαντά εκείνος κι η ματιά του απλώνεται στο όμορφο χαμογελαστό πρόσωπό της.
Εν τω μεταξύ έχει αρχίσει να βρέχει.
— Μένω εδώ κοντά, λίγο πιο κάτω. Θέλεις να έρθεις ώσπου να σταματήσει η βροχή; τον ρωτά.
Μέχρι πριν λίγο ήταν βυθισμένος σε δυο κόσμους από το ταξίδι του στο χρόνο και στη φαντασία, επιρρεασμένος απ τη συναναστροφή του με το σουρεαλισμό και τους εκφραστές του, αρνούμενος το παρόν και το κάλεσμα της Αντριάνας. Τώρα, ίσως έχει μια ευκαιρία ακόμα να κάνει ένα βήμα μπροστά.
— Ναι, της απαντά. Θα ρθω και την ακολουθεί χαμογελώντας στην ομιχλώδη καταχνιά του νυχτερινού παρισινού ουρανού. Τόσο το πουκάμισό του, όσο και το λεπτό φόρεμά της, έχουν βραχεί και κολλούν στα κορμιά τους.
Ζωές παράλληλες σε φανταστικό χρόνο. Κι ενώ ο ένας μου εαυτός χάνεται ακολουθώντας τη Γκάμπριελ, ο άλλος τριγυρνά στους δρόμους της Αθήνας. Στα δρομάκια και στις γωνιές γύρω απ την Ομόνοια. Άνθρωποι στο περιθώριο της ζωής, ξεχασμένοι απ όλους τους θεούς, Χριστιανοί και Μουσουλμάνοι, Βουδιστές κι Ινδουιστές, λευκοί, μελαψοί κίτρινοι και μαύροι, πηγαινοέρχονται σαν αόρατοι, χωρίς να βλέπει ο ένας τον άλλο και χωρίς να βλέπει εμένα κανένας, χαμένοι ο καθένας στο δικό του κόσμο. Ανηφορίζοντας φτάνω στου Ζόναρς και μπαίνω μέσα. Βαριές κουρτίνες στα παράθυρα και ήρεμη ατμόσφαιρα γεμάτη καπνό απ τα τσιγάρα. Πίνοντας το καφέ μου παρατηρώ τους άλλους γύρω μου. Παρέες - παρέες στα τραπέζια αλλά και μια παρέα όλοι μαζί, συζητούν για Θέατρο, Μουσική, Ζωγραφική, Ποίηση, Λογοτεχνία. Ο Καρυωτάκης με τη Πολυδούρη, ο Χατζηκυριάκος Γκίκας με το Παρθένη και το Τσαρούχη, ο Φώτος Πολίτης με τον Αιμίλιο Βεάκη, ο Καζαντζάκης, ο Σικελιανός, ο Σεφέρης, ο Ρίτσος, ο Χατζηδάκης κι άλλοι κι άλλοι. Κανείς δε με βλέπει και κανείς δεν με προσκαλεί. Ο θαυμασμός μου γίνεται ζήλια και με πονά. Θα ήθελα κι εγώ να είμαι στη παρέα τους... πόσες φορές δε το λαχτάρησα...
Βγαίνω απ το καφέ κι απομακρύνομαι. Στις προθήκες των βιβλιοπωλείων της Ιπποκράτους, χαζεύω για λίγο στο χλωμό τους φως. Ανηφορίζω προς τη Δεξαμενή. Από τις σκέψεις μου με βγάζουν οι φωνές από τραγούδια και γέλια που φτάνουν στ αυτιά μου. Από κάποιο υπόγειο ακούγονται ήχοι οχλαγωγίας ανθρώπων που διασκεδάζουν. Κατεβαίνω τα λίγα σκαλιά και μπαίνω σ ένα καπηλειό. Ατμόσφαιρα βαριά από το καπνό και τη τσίκνα. Κάθομαι σ ένα τραπέζι και παραγγέλνω να μου φέρουν κάτι να πιω, να ξεχαστώ μαζί τους, κάτι σαν αντίδοτο στη θλίψη που με βαραίνει. Οι εικόνες και οι εποχές συγχέονται, οι άνθρωποι του χθες και του σήμερα μαζί, αξεχώριστοι. Όλα ανακατεμένα. Γύρω μου πολιτικές συζητήσεις από ανθρώπους του μόχθου, με σκαμμένα πρόσωπα, αλλά σπινθηροβόλο βλέμμα κι αισιόδοξα χαμόγελα. Μου φαίνονται όλοι άγνωστοι. Εκτός από έναν. Τον ξέρω καλά. Είναι ο Βάρναλης! Πίνοντας και χειρονομώντας και κάπου - κάπου "φτώντας κατά γης", σε κάποια κενά απ τις φωνές και τα γέλια, αυτός απαγγέλλει:
"Δεν είμ εγώ σπορά της τύχης
ο πλαστουργός της νιας ζωής,
εγώ είμαι ώριμο τέκνο της ανάγκης
κι ώριμο τέκνο της οργής".
Και λίγο αργότερα:
"και στο πόλεμο όλα για όλα
κουβαλούσα πολυβόλα
να σκοτώνονται οι λαοί
για τ αφέντη το φαΐ.
...Χάιντε θύμα, χάιντε ψώνιο
χάιντε σύμβολο αιώνιο!
Αν ξυπνήσεις μονομιάς
θα ρθει ανάποδα ο ντουνιάς!"
Πίνω το ποτό μου και φεύγω. Καθώς κατηφορίζω, μου φαίνεται ότι η πόλη έχει αλλάξει. Στις γωνιές έμποροι και βαποράκια πλασάρουν τον αργό θάνατο σε ακριβοπληρωμένες δόσεις. Στα υπόστεγα και στις στοές, ένας εδώ κι άλλος εκεί, σφίγγουν το λάστιχο στο μπράτσο και καρφώνουν τη σύριγγα. Λίγο πιο απόμερα απ το φως του ηλεκτρικού, γυναικείες σιλουέτες μ έντονο βάψιμο και κοντά φανταχτερά φορέματα που αποκαλύπτουν κουρασμένα μάτια και βασανισμένα κορμιά, πηγαινοέρχονται με το τσιγάρο στο στόμα περιμένοντας τους πελάτες. Κάποια περίπτερα που δε κλείνουν ποτέ, έχουν κρεμάσει κιόλας στα μανταλάκια τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων μ όλη τη δυστυχία του κόσμου και τα πρόστυχα φτηνά περιοδικά. Αχνά, σα σε ξεθωριασμένη φωτογραφία, το βλέμμα μου απλώνεται αγκαλιάζοντας από μακρυά χώρους και τοπία που δεν υπάρχουν πια. Βλέπω όσα θέλω να δω. Πιο χαρακτηριστική η εικόνα της γέφυρας πάνω από τον Ιλισό, μπροστά στο Παναθηναϊκό στάδιο. Θα θελα κι εγώ ακουμπισμένος στο κιγκλίδωμα της να ξεχαστώ, ώσπου κάποια φωνή να με φέρει στη πραγματικότητα.
"Δεν είμ εγώ σπορά της τύχης
ο πλαστουργός της νιας ζωής,
εγώ είμαι ώριμο τέκνο της ανάγκης
κι ώριμο τέκνο της οργής".
Και λίγο αργότερα:
"και στο πόλεμο όλα για όλα
κουβαλούσα πολυβόλα
να σκοτώνονται οι λαοί
για τ αφέντη το φαΐ.
...Χάιντε θύμα, χάιντε ψώνιο
χάιντε σύμβολο αιώνιο!
Αν ξυπνήσεις μονομιάς
θα ρθει ανάποδα ο ντουνιάς!"
Πίνω το ποτό μου και φεύγω. Καθώς κατηφορίζω, μου φαίνεται ότι η πόλη έχει αλλάξει. Στις γωνιές έμποροι και βαποράκια πλασάρουν τον αργό θάνατο σε ακριβοπληρωμένες δόσεις. Στα υπόστεγα και στις στοές, ένας εδώ κι άλλος εκεί, σφίγγουν το λάστιχο στο μπράτσο και καρφώνουν τη σύριγγα. Λίγο πιο απόμερα απ το φως του ηλεκτρικού, γυναικείες σιλουέτες μ έντονο βάψιμο και κοντά φανταχτερά φορέματα που αποκαλύπτουν κουρασμένα μάτια και βασανισμένα κορμιά, πηγαινοέρχονται με το τσιγάρο στο στόμα περιμένοντας τους πελάτες. Κάποια περίπτερα που δε κλείνουν ποτέ, έχουν κρεμάσει κιόλας στα μανταλάκια τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων μ όλη τη δυστυχία του κόσμου και τα πρόστυχα φτηνά περιοδικά. Αχνά, σα σε ξεθωριασμένη φωτογραφία, το βλέμμα μου απλώνεται αγκαλιάζοντας από μακρυά χώρους και τοπία που δεν υπάρχουν πια. Βλέπω όσα θέλω να δω. Πιο χαρακτηριστική η εικόνα της γέφυρας πάνω από τον Ιλισό, μπροστά στο Παναθηναϊκό στάδιο. Θα θελα κι εγώ ακουμπισμένος στο κιγκλίδωμα της να ξεχαστώ, ώσπου κάποια φωνή να με φέρει στη πραγματικότητα.
Αλλά....Ευτυχώς εδώ δε βρέχει. Δυστυχώς, δεν υπάρχει καμιά Γκάμπριελ για να με προσκαλέσει κάπου... Και τα πράσινα μάτια εκείνης χάνονται μακρυά, στον ορίζοντα των είκοσι χρόνων από το χωρισμό μας. Θα ήθελα το όνειρό μου (όνειρο που το ζω όταν κοιμάμαι,αλλά κι όταν δε κοιμάμαι, μ ανοιχτά μάτια) να τελειώσει εδώ. Όμως όχι! Θα μείνω ακόμα για ώρα τυλιγμένος στην ονειρική ομίχλη και χαμένος στα αναπάντητα ερωτήματά μου. Γιατί την άφησα να φύγει; Γιατί αρνήθηκα να ρισκάρω; Γιατί αποφάσισα εγώ και για τους δυο μας; Γιατί; Γιατί; Βασανιστικά ερωτήματα που επαναλαμβάνονται χρόνια τώρα, στον ύπνο μου μα και στο ξύπνο μου. Το πρωινό ξύπνημα θα με ανακουφίσει προσωρινά. Ξέρω όμως, ότι ακόμα κι αν ήμουν ο Γκιλ, έστω κι αν ήμουν στις όχθες του Σηκουάνα ή στα δρομάκια της Μονμάρτρης, ακόμα κι αν ήμουν οπουδήποτε, δεν θα μπορούσα να απαλλαγώ απ τα ερωτήματά μου αυτά κι οι νύχτες μου, όπως κι οι μέρες μου, θα είναι για πάντα ταραγμένες. Ώσπου...
Κάποιο ξημέρωμα. Τι σημασία έχει το πού και το πότε!
Κάποιο ξημέρωμα. Τι σημασία έχει το πού και το πότε!