Έρημοι δρόμοι, φώτα σβηστά.
Η νύχτα σέρνεται αργά προς το ξημέρωμα.
Βήμα μονότονο, αργό, που σπάει τη σιγαλιά
και πίσω απ τη πηχτή σιωπή, στης μοναξιάς την άκρη,
κάπου, κάποιος βουβός λυγμός πνίγεται σ ένα δάκρυ.
Για όσους ελπίδα πια δεν έχουν,
ως και οι ώρες σταμάτησαν να τρέχουν.
Απέραντος ο ουρανός και μεγαλόπρεπος
μ όλα τ αστέρια του να λάμπουν
και η σελήνη ολόγιομη, βασίλισσά του,
χάνεται προς τη δύση.
Η μέρα έρχεται μ ακόμα είναι νύχτα.
Κι εκεί, στο σύνορό της με τη μέρα, στο ψυχορράγημα της,
η νύχτα πάλι παίζει με το μυαλό του.
Από το χέρι τον κρατά,
τον πάει στ' όνειρό του.
Καλή μου νύχτα, πού με πας;
Ξανά με πας σε κόσμους που δεν είναι για μένα,
ξύνεις πληγές που με πονάνε από τα περασμένα.
Και η καρδιά μου που ξέρει ν αγαπά
χωρίς να αγαπά εμένα,
άσκεφτα νύχτα μου σ ακολουθεί,
συνωμοτεί μ εσένα.
Εγώ μόνο στα όνειρά σου έμαθα πια να ζω,
σα σύννεφο μοναχικό, στον ουρανό να τριγυρνώ.
Με πας σε όνειρο παράλογο, πυρετικό!
Τα ξέρω αυτά τ αστέρια που λάμπουν τόσο φωτεινά.
Τόσο κοντά μα...τόσο μακρινά.
Είναι τα μάτια της!
Έχουν της γης και του μελιού το χρώμα,
κι όταν μέσα τους χάνομαι,
νοιώθω πως είμαι νέος ακόμα.
Και τούτο το πυρόξανθο ποτάμι
που χύνεται κυματιστό.
Πόσο απαλά χαϊδεύει το λευκό λαιμό της
και πόσο τρυφερά λούζει τους ώμους και το στήθος της!
Ειν' τα μαλλιά της!
Κι ο ουρανός! Αυτός ο απέραντος,
που γέμισε με θάλασσες από κοράλλια!
Κι όλα έχουν πάρει το χρώμα των χειλιών της.
Που κρίμα! Ποτέ μου δε θα νιώσω το άγγιγμά τους.
Νύχτα, καλή μου φίλη, άσε με εδώ.
Να ξαποστάσω λίγο στο όνειρο αυτό.
Σ αυτό το πέλαγος της γλύκας
που όλα τα ντύνει το χαμόγελό της.
Θέλω να μείνω εδώ!
Ν ακούω τη γλυκιά φωνή της,
σα μουσική να φτάνει ο ήχος της στ αυτιά μου!
Και η εικόνα της, σαν οπτασία όασης
σε διψασμένο οδοιπόρο της ερήμου!
Μου φτάνουν δυο σταγόνες
να πιω απ αυτό το γάργαρο νερό,
για να χω δύναμη
ως τ άλλο όνειρο που θα τη ξαναδώ.
Καλή μου νύχτα, απόψε μη μ αφήσεις.
Μείνε μαζί μου κι όσο θα ζω,
για όσα μ έκανε να νοιώθω θα μιλώ.
Αλίμονο! Τι κρίμα! Μονάχος μου παραμιλώ!
Γιατί καλή μου νύχτα έφυγες;
Πατώντας στ' ακροδάχτυλα, μη με ξυπνήσεις.
Ξεχάστηκα στ' όνειρό σου κι άγρια η μέρα με ξυπνά.
Αυτή η ανελέητη, η άπονη και κακιά!
Χαίρεται να σκοτώνει την ελπίδα μου.
Τα όνειρά μου στα σκουπίδια να πετά.
Με λίγο φως του ήλιου, τις οπτασίες μου
στον άνεμο να τις σκορπά!
Κι εγώ, δεν έχω άλλη δύναμη
να την αντιπαλέψω, να τη νικήσω!
Καλή μου νύχτα,
θα περιμένω ως τ άλλο όνειρο,
ξανά γι αυτή να σου μιλήσω.
Μονάχα, σε παρακαλώ πολύ,
ως τότε να μου τη προσέχεις.
Όταν το λυγερό κορμί της,
γυμνό, στην αγκαλιά θα γέρνει,
εκείνου π αγαπά,
κι αυτός, φιλί - φιλί θα ταξιδεύει πάνω του,
σ όνειρο να τη πας γλυκό, ερωτικό, όπως εμένα
κι όταν ξυπνήσει, ευτυχισμένη να χαμογελά.
Γιατί για μένα είναι πια αργά! Πολύ αργά!
Στο κόσμο το πραγματικό, θέση δεν έχω.
Σε μια γωνιά του ονείρου θα κρυφτώ
φύλακας άγγελός της
από μακρυά να τη προσέχω!
Στήν ευγενική, πανέμορφη κι αγαπημένη φίλη Ασημίνα.
Αθήνα Σεπτέμβρης 2013.
Η νύχτα σέρνεται αργά προς το ξημέρωμα.
Βήμα μονότονο, αργό, που σπάει τη σιγαλιά
και πίσω απ τη πηχτή σιωπή, στης μοναξιάς την άκρη,
κάπου, κάποιος βουβός λυγμός πνίγεται σ ένα δάκρυ.
Για όσους ελπίδα πια δεν έχουν,
ως και οι ώρες σταμάτησαν να τρέχουν.
Απέραντος ο ουρανός και μεγαλόπρεπος
μ όλα τ αστέρια του να λάμπουν
και η σελήνη ολόγιομη, βασίλισσά του,
χάνεται προς τη δύση.
Η μέρα έρχεται μ ακόμα είναι νύχτα.
Κι εκεί, στο σύνορό της με τη μέρα, στο ψυχορράγημα της,
η νύχτα πάλι παίζει με το μυαλό του.
Από το χέρι τον κρατά,
τον πάει στ' όνειρό του.
Καλή μου νύχτα, πού με πας;
Ξανά με πας σε κόσμους που δεν είναι για μένα,
ξύνεις πληγές που με πονάνε από τα περασμένα.
Και η καρδιά μου που ξέρει ν αγαπά
χωρίς να αγαπά εμένα,
άσκεφτα νύχτα μου σ ακολουθεί,
συνωμοτεί μ εσένα.
Εγώ μόνο στα όνειρά σου έμαθα πια να ζω,
σα σύννεφο μοναχικό, στον ουρανό να τριγυρνώ.
Με πας σε όνειρο παράλογο, πυρετικό!
Τα ξέρω αυτά τ αστέρια που λάμπουν τόσο φωτεινά.
Τόσο κοντά μα...τόσο μακρινά.
Είναι τα μάτια της!
Έχουν της γης και του μελιού το χρώμα,
κι όταν μέσα τους χάνομαι,
νοιώθω πως είμαι νέος ακόμα.
Και τούτο το πυρόξανθο ποτάμι
που χύνεται κυματιστό.
Πόσο απαλά χαϊδεύει το λευκό λαιμό της
και πόσο τρυφερά λούζει τους ώμους και το στήθος της!
Ειν' τα μαλλιά της!
Κι ο ουρανός! Αυτός ο απέραντος,
που γέμισε με θάλασσες από κοράλλια!
Κι όλα έχουν πάρει το χρώμα των χειλιών της.
Που κρίμα! Ποτέ μου δε θα νιώσω το άγγιγμά τους.
Νύχτα, καλή μου φίλη, άσε με εδώ.
Να ξαποστάσω λίγο στο όνειρο αυτό.
Σ αυτό το πέλαγος της γλύκας
που όλα τα ντύνει το χαμόγελό της.
Θέλω να μείνω εδώ!
Ν ακούω τη γλυκιά φωνή της,
σα μουσική να φτάνει ο ήχος της στ αυτιά μου!
Και η εικόνα της, σαν οπτασία όασης
σε διψασμένο οδοιπόρο της ερήμου!
Μου φτάνουν δυο σταγόνες
να πιω απ αυτό το γάργαρο νερό,
για να χω δύναμη
ως τ άλλο όνειρο που θα τη ξαναδώ.
Καλή μου νύχτα, απόψε μη μ αφήσεις.
Μείνε μαζί μου κι όσο θα ζω,
για όσα μ έκανε να νοιώθω θα μιλώ.
Αλίμονο! Τι κρίμα! Μονάχος μου παραμιλώ!
Γιατί καλή μου νύχτα έφυγες;
Πατώντας στ' ακροδάχτυλα, μη με ξυπνήσεις.
Ξεχάστηκα στ' όνειρό σου κι άγρια η μέρα με ξυπνά.
Αυτή η ανελέητη, η άπονη και κακιά!
Χαίρεται να σκοτώνει την ελπίδα μου.
Τα όνειρά μου στα σκουπίδια να πετά.
Με λίγο φως του ήλιου, τις οπτασίες μου
στον άνεμο να τις σκορπά!
Κι εγώ, δεν έχω άλλη δύναμη
να την αντιπαλέψω, να τη νικήσω!
Καλή μου νύχτα,
θα περιμένω ως τ άλλο όνειρο,
ξανά γι αυτή να σου μιλήσω.
Μονάχα, σε παρακαλώ πολύ,
ως τότε να μου τη προσέχεις.
Όταν το λυγερό κορμί της,
γυμνό, στην αγκαλιά θα γέρνει,
εκείνου π αγαπά,
κι αυτός, φιλί - φιλί θα ταξιδεύει πάνω του,
σ όνειρο να τη πας γλυκό, ερωτικό, όπως εμένα
κι όταν ξυπνήσει, ευτυχισμένη να χαμογελά.
Γιατί για μένα είναι πια αργά! Πολύ αργά!
Στο κόσμο το πραγματικό, θέση δεν έχω.
Σε μια γωνιά του ονείρου θα κρυφτώ
φύλακας άγγελός της
από μακρυά να τη προσέχω!
Στήν ευγενική, πανέμορφη κι αγαπημένη φίλη Ασημίνα.
Αθήνα Σεπτέμβρης 2013.