Το νυχτερινό ταξίδι μου στο κόσμο του Μορφέα,
τελειώνει ανώδυνα
και τα ανούσια όνειρά μου βαριεστημένα με ξεπροβοδίζουν
απαράλλαχτα όπως κάθε ξημέρωμα,
ανεμίζοντας πίσω μου τα ιδρωμένα σεντόνια μου,
προσωρινός αποχαιρετισμός.
Βγαίνω απ το κρησφύγετο της μακάριας απραξίας μου
να συναντήσω τη ζωή στο φως της μέρας,
που με φτιασίδια κρύβει το αληθινό της πρόσωπο,
για να τη βλέπω όπως θέλω να τη δω.
Όταν η ανάσα της κοιμισμένης μου συνείδησης αναδίπλωσε,
για μια στιγμή μονάχα,
το σκοτεινό πέπλο της αδιαφορίας μου,
αυτό που βλέπω πίσω του, με κάνει να τρομάζω.
Κάτω από τον ήλιο, που οι ακτίνες του με δυσκολία διαπερνούν
τα σύνεφα των τοξικών αναθυμιάσεων και τα σωματίδια που αιωρούνται,
καθώς η πόλη αργοξυπνά και χασμουριέται νωχελικά,
όταν η πρωινή αύρα,
με χρώμα κίτρινο αρρωστημένο, βαριανασαίνοντας,
σέρνει πάνω από σπίτια και ανθρώπους το λικνιστό κορμί της,
από μακρυά ακούγεται ο ήχος από το σπαραγμό
των δασών που καίγονται
βορά στις αδηφάγες φλόγες της φωτιάς
του κέρδους και της αδιαφορίας.
Όταν οι κρωγμοί των τελευταίων ελαφιών που τρέχουν να σωθούν
ακούγονται σαν πένθιμο εμβατήριο,
όταν τα τελευταία δάκρυα των ποταμών που στέρεψαν
αργοκυλούν στις ξεραμένες κοίτες τους
που χάσκουν σαν ξεκοιλιασμένα ερπετά
και τα φτερουγίσματα των πουλιών δεν ακούγονται πια,
αυτό με κάνει να φοβάμαι.
Από τη μακρινή Ανταρκτική ακούγεται ο κρότος
των χιλιόχρονων πάγων που σπάνε,
σαν σπόνδυλοι της ραχοκοκαλιάς γιγάντιων πλασμάτων
που λαβωμένοι γονατίζουν με λυγμό
και αποκολλημένοι από το παγωμένο τους κορμό,
βουλιάζουν στον υδάτινο τάφο τους.
Όταν ο παφλασμός των πανύψηλων κυμάτων φτάνει μακριά,
χιλιάδες μίλια μακριά και σ όλες τις ακτές των ωκεανών,
η στάθμη της Άγιας θάλασσας
που με τους αόρατους δρόμους της
ενώνει ανθρώπους και πολιτισμούς
και σαν έμβρυο στη μήτρα της κυοφορεί και μεταφέρει παντού
του κοκοφοίνικα το σπόρο,
όταν η ίδια θάλασσα γίνεται τάφος της όμορφης μικρής αμμουδιάς
που κολυμπούν αμέριμνα, γυμνά, πιασμένα χέρι-χέρι,
ο μικρός Ομάρ, ο μελαμψός και η μικρή κατάξανθη Ίνγκριντ,
αυτό με κάνει να τρέμω.
Σκέφτομαι πως μέρες, μήνες, χρόνια τώρα, τα μάτια μου έκλεινα
για να μη βλέπω το αίμα που έτρεχε απ το κορμί της γης.
Έκλεινα τα αυτιά μου για να μην ακούω το βογκητό της
και τη μύτη μου για να μην οσφραίνομαι την οσμή
απ τη καμμένη σάρκα της.
Έκρυβα τα χέρια μου στις τσέπες μου,
για να μη ψηλαφίσω τις πληγές της
που αγιάτρευτες αιμοραγούν.
Αυτό με κάνει να ντρέπομαι!
Όμως,
όταν από τα κατασπαραγμένα αρχέγονα δάση του Αμαζόνιου
σαν βαλσαμωμένα τα μέλη του σώματός τους φτάνουν σ εμένα,
δώρο ακριβό σε περιτύλιγμα χρυσό
και λίγο πιο κει από τα πορφυρά κοράλλια της Καραϊβικής
που λεηλατημένα από το βυθό τους,
σε θέση ζηλευτή στο σαλόνι μου
επιδεικνύουν τη ματαιοδοξία μου,
οι χαυλιόδοντες των ελεφάντων που εξαφανίζονται,
στολίζουν επιδεικτικά το τοίχο πάνω από το τζάκι,
που στα οργανωμένα, ακριβά σαφάρι
στη Κένυα κι αλλού,
η ζωή τους μετριέται μόνο με μερικά δολάρια,
θυσία στη χαρά του κυνηγού,
όταν του καρχαρία, του περήφανου ταξιδευτή των θαλασσών,
κληρονομιά σ εμάς από εκατομμύρια χρόνια πριν,
η ζωή του αξίζει πολύ λιγότερο απ το πτερύγιό του,
έδεσμα ακριβό στο πιάτο των ολίγων
όταν ο αέρας γίνεται βαρύς
και το οξυγόνο χάνεται στη τρύπα του όζοντος,
δεν μπορώ πια
να τρομάζω, να φοβάμαι, να τρέμω και να ντρέπομαι!
Πρέπει να βγω απ τη νάρκη μου και τη πλαστή ευδαιμονία μου.
Μαζί μ αυτούς τους λίγους, τους ρομαντικούς και τους γενναίους,
να σώσουμε ότι μπορεί ακόμα να σωθεί.
Ίσως, δεν είναι αργά
να δώσουμε κι εμείς σ αυτούς που θα ρθουν
την ευκαιρία να ζουν και να ονειρεύονται,
να ερωτεύονται κάτω από το γαλανό ουρανό,
δίπλα σ ένα ποτάμι που κυλά ήσυχα τα νερά του προς τη θάλασσα!
Ιούλιος 2007.Όταν τα έλατα και τα ελάφια καίγονταν στη Πάρνηθα.
για να μη βλέπω το αίμα που έτρεχε απ το κορμί της γης.
Έκλεινα τα αυτιά μου για να μην ακούω το βογκητό της
και τη μύτη μου για να μην οσφραίνομαι την οσμή
απ τη καμμένη σάρκα της.
Έκρυβα τα χέρια μου στις τσέπες μου,
για να μη ψηλαφίσω τις πληγές της
που αγιάτρευτες αιμοραγούν.
Αυτό με κάνει να ντρέπομαι!
Όμως,
όταν από τα κατασπαραγμένα αρχέγονα δάση του Αμαζόνιου
σαν βαλσαμωμένα τα μέλη του σώματός τους φτάνουν σ εμένα,
δώρο ακριβό σε περιτύλιγμα χρυσό
και λίγο πιο κει από τα πορφυρά κοράλλια της Καραϊβικής
που λεηλατημένα από το βυθό τους,
σε θέση ζηλευτή στο σαλόνι μου
επιδεικνύουν τη ματαιοδοξία μου,
οι χαυλιόδοντες των ελεφάντων που εξαφανίζονται,
στολίζουν επιδεικτικά το τοίχο πάνω από το τζάκι,
που στα οργανωμένα, ακριβά σαφάρι
στη Κένυα κι αλλού,
η ζωή τους μετριέται μόνο με μερικά δολάρια,
θυσία στη χαρά του κυνηγού,
όταν του καρχαρία, του περήφανου ταξιδευτή των θαλασσών,
κληρονομιά σ εμάς από εκατομμύρια χρόνια πριν,
η ζωή του αξίζει πολύ λιγότερο απ το πτερύγιό του,
έδεσμα ακριβό στο πιάτο των ολίγων
όταν ο αέρας γίνεται βαρύς
και το οξυγόνο χάνεται στη τρύπα του όζοντος,
δεν μπορώ πια
να τρομάζω, να φοβάμαι, να τρέμω και να ντρέπομαι!
Πρέπει να βγω απ τη νάρκη μου και τη πλαστή ευδαιμονία μου.
Μαζί μ αυτούς τους λίγους, τους ρομαντικούς και τους γενναίους,
να σώσουμε ότι μπορεί ακόμα να σωθεί.
Ίσως, δεν είναι αργά
να δώσουμε κι εμείς σ αυτούς που θα ρθουν
την ευκαιρία να ζουν και να ονειρεύονται,
να ερωτεύονται κάτω από το γαλανό ουρανό,
δίπλα σ ένα ποτάμι που κυλά ήσυχα τα νερά του προς τη θάλασσα!
Ιούλιος 2007.Όταν τα έλατα και τα ελάφια καίγονταν στη Πάρνηθα.