Κι απόψε,
όπως κάθε μέρα, όπως κάθε νύχτα,
από τότε που γεννήθηκα,
από τότε που δεν είχα γεννηθεί ακόμα,
από τότε που έφυγες,
σ αναζητώ παντού, σε μέρη άγνωστα και μακρυνά.
Ο ύπνος μου βαριά κουβέρτα που σκεπάζει τα όνειρά μου
και πνίγει σα βραχνάς το στήθος μου,
σαν εφιάλτης ατέλειωτος στο λαβύρινθο των αναζητήσεών μου.
Ουρλιάζω δυνατά φωνάζοντας το όνομά σου,
όμως άχνα δε βγαίνει από το στόμα μου.
Κι ο δαίμονας της απελπισίας μου κλείνει περιπαιχτικά το μάτι
και με καλεί στο βασίλειο της τρέλας και του οριστικού χαμού.
Και σήμερα,
όπως κάθε μέρα, όπως κάθε νύχτα, όπως και πριν,
από τότε που γεννήθηκα,
από τότε που δεν είχα γεννηθεί ακόμα,
από τότε που σ έχασα,
σ αναζητώ παντού, σε μέρη άγνωστα και μακρυνά.
Ο άνεμος που φυσά στα ύψη των χιονισμένων Άνδεων,
με τους μαγικούς φθόγγους της πανάρχαιας μουσικής των ήχων
που τραγουδά τη ζωή και τον έρωτα,
που παίζουν οι σαμπόνιες μιμούμενες τους συριγμούς του παγωμένου αέρα,
που τρέχοντας πηδά από το φρείδι του γκρεμού και πέφτει στο κενό,
εκεί που χάσκει η άβυσσος της απελπισίας μου.
Εκεί,
στο χώρο τον απόκοσμο, που ο ήχος του αέρα
ανακατεύεται με τον ήχο της βροχής,
καθώς η κάθε σταγόνα και μια ξεχωριστή νότα
στη συγχορδία της ευγενικής συνωμοσίας των ουρανών
και υπακούοντας στην αόρατη μπαγκέτα της ύστατης ελπίδας μου,
συνθέτουν,
μέσα από το αντίχησμά τους στις ανεμοδαρμένες πλαγιές
των γιγάντιων βουνών,
το μελωδικό,
απεγνωσμένο κάλεσμά μου για το γυρισμό σου.
Χωρίς εσένα,
ο ήλιος θα πάψει ν ανατέλει κι η αυγή θα παγώσει.
Ο αυγερινός κι όλα τ αστέρια θα χαθούν απ τον ουρανό
κι οι οδοιπόροι θα χάσουν το δρόμο τους.
Το φεγγάρι, θ αναζητήσει άλλους γαλαξίες
και το χλωμό του φως θα πάψει να φωτίζει τις νύχτες
τα χαμόγελα και τα φιλιά των ερωτευμένων.
Τα πευταστέρια, θα μείνουν μετέωρα
πάνω στα ακίνητα νέφη της κοσμικής σκόνης
κι οι ευχές που κάνουν οι νέοι,
κοιτώντας ο ένας τον άλλον πλέκοντας τα δάχτυλά τους,
χωρίς τη φωτεινή τροχιά τους, θα μείνουν ανεκπλήρωτες.
Χωρίς εσένα,
η θάλασσα θα παγώσει,
εγκλωβίζοντας στα βαθειά μαύρα νερά της
τις ασημόχρυσες γοργόνες,
που άδικα θα τις περιμένουν οι ερωτευμένοι,
καθισμένοι στην άκρη του βράχου στην ακρογιαλιά,
να παραλάβουν το αγαπημένο μύνημα.
Ο αέρας θα πάψει να φυσά
και να ταράζει τις κορφές των δέντρων
κι οι καλές νεραΐδες θα μείνουν ακίνητες,
χωρίς τον άνεμο που θα γεμίσει τα διάφανα φτερά τους,
άδικα θα τις περιμένουν οι άτυχοι
για το μαγικό, ανάλαφρο άγγιγμά τους
που θα αλλάξει τη μοίρα τους.
Χωρίς εσένα,
η βροχή θα πάψει να πέφτει από το νεκρό ουρανό
και τα άδεια σύνεφα,
με τις βουβές βροντές τους και τις άψυχες αστραπές,
αχνό ηλεκτροφόρο περίγραμμα,
κρεμασμένο στο κενό του πουθενά.
Τα ποτάμια θα στερέψουν
κι οι πέτρες που άσπρισαν και στρογγύλεψαν
απ το χιλιόχρονο παιχνίδισμά τους με την ορμή των υδάτων
και το αγκάλιασμά τους με τους βράχους στους αφρισμένους καταράκτες,
θα χάσουν τη στρογγυλάδα τους
και το λευκό χρώμα θα γίνει μαύρο,
το χρώμα του θανάτου.
όπως κάθε μέρα, όπως κάθε νύχτα,
από τότε που γεννήθηκα,
από τότε που δεν είχα γεννηθεί ακόμα,
από τότε που έφυγες,
σ αναζητώ παντού, σε μέρη άγνωστα και μακρυνά.
Ο ύπνος μου βαριά κουβέρτα που σκεπάζει τα όνειρά μου
και πνίγει σα βραχνάς το στήθος μου,
σαν εφιάλτης ατέλειωτος στο λαβύρινθο των αναζητήσεών μου.
Ουρλιάζω δυνατά φωνάζοντας το όνομά σου,
όμως άχνα δε βγαίνει από το στόμα μου.
Κι ο δαίμονας της απελπισίας μου κλείνει περιπαιχτικά το μάτι
και με καλεί στο βασίλειο της τρέλας και του οριστικού χαμού.
Και σήμερα,
όπως κάθε μέρα, όπως κάθε νύχτα, όπως και πριν,
από τότε που γεννήθηκα,
από τότε που δεν είχα γεννηθεί ακόμα,
από τότε που σ έχασα,
σ αναζητώ παντού, σε μέρη άγνωστα και μακρυνά.
Ο άνεμος που φυσά στα ύψη των χιονισμένων Άνδεων,
με τους μαγικούς φθόγγους της πανάρχαιας μουσικής των ήχων
που τραγουδά τη ζωή και τον έρωτα,
που παίζουν οι σαμπόνιες μιμούμενες τους συριγμούς του παγωμένου αέρα,
που τρέχοντας πηδά από το φρείδι του γκρεμού και πέφτει στο κενό,
εκεί που χάσκει η άβυσσος της απελπισίας μου.
Εκεί,
στο χώρο τον απόκοσμο, που ο ήχος του αέρα
ανακατεύεται με τον ήχο της βροχής,
καθώς η κάθε σταγόνα και μια ξεχωριστή νότα
στη συγχορδία της ευγενικής συνωμοσίας των ουρανών
και υπακούοντας στην αόρατη μπαγκέτα της ύστατης ελπίδας μου,
συνθέτουν,
μέσα από το αντίχησμά τους στις ανεμοδαρμένες πλαγιές
των γιγάντιων βουνών,
το μελωδικό,
απεγνωσμένο κάλεσμά μου για το γυρισμό σου.
Χωρίς εσένα,
ο ήλιος θα πάψει ν ανατέλει κι η αυγή θα παγώσει.
Ο αυγερινός κι όλα τ αστέρια θα χαθούν απ τον ουρανό
κι οι οδοιπόροι θα χάσουν το δρόμο τους.
Το φεγγάρι, θ αναζητήσει άλλους γαλαξίες
και το χλωμό του φως θα πάψει να φωτίζει τις νύχτες
τα χαμόγελα και τα φιλιά των ερωτευμένων.
Τα πευταστέρια, θα μείνουν μετέωρα
πάνω στα ακίνητα νέφη της κοσμικής σκόνης
κι οι ευχές που κάνουν οι νέοι,
κοιτώντας ο ένας τον άλλον πλέκοντας τα δάχτυλά τους,
χωρίς τη φωτεινή τροχιά τους, θα μείνουν ανεκπλήρωτες.
Χωρίς εσένα,
η θάλασσα θα παγώσει,
εγκλωβίζοντας στα βαθειά μαύρα νερά της
τις ασημόχρυσες γοργόνες,
που άδικα θα τις περιμένουν οι ερωτευμένοι,
καθισμένοι στην άκρη του βράχου στην ακρογιαλιά,
να παραλάβουν το αγαπημένο μύνημα.
Ο αέρας θα πάψει να φυσά
και να ταράζει τις κορφές των δέντρων
κι οι καλές νεραΐδες θα μείνουν ακίνητες,
χωρίς τον άνεμο που θα γεμίσει τα διάφανα φτερά τους,
άδικα θα τις περιμένουν οι άτυχοι
για το μαγικό, ανάλαφρο άγγιγμά τους
που θα αλλάξει τη μοίρα τους.
Χωρίς εσένα,
η βροχή θα πάψει να πέφτει από το νεκρό ουρανό
και τα άδεια σύνεφα,
με τις βουβές βροντές τους και τις άψυχες αστραπές,
αχνό ηλεκτροφόρο περίγραμμα,
κρεμασμένο στο κενό του πουθενά.
Τα ποτάμια θα στερέψουν
κι οι πέτρες που άσπρισαν και στρογγύλεψαν
απ το χιλιόχρονο παιχνίδισμά τους με την ορμή των υδάτων
και το αγκάλιασμά τους με τους βράχους στους αφρισμένους καταράκτες,
θα χάσουν τη στρογγυλάδα τους
και το λευκό χρώμα θα γίνει μαύρο,
το χρώμα του θανάτου.
Χωρίς εσένα,
οι λίμνες θα στερέψουν γιατί άλλα δάκρυα δεν έχω
και στις όχθες τους,
δεν θα ανθίζουν πια κρίνα και ζουμπούλια.
Από την ασάλευτη επιφάνεια των νερών τους,
θα χαθούν τα νούφαρα και τα βαθυπράσινα πλατειά φύλλα τους,
που πάνω τους, ρουφώντας τη πρόσκαιρη ζωή τους,
κάνουν τον εναέριο περίπατό τους οι λιβελούλες.
Στις πλαγιές των βουνών,
δεν θα φυτρώνουν πια φλησκούνι και θυμάρι.
Ούτε η άγρια μέντα και η ρίγανη
κι όταν χαθεί η ευωδιά τους, οι μέλισσες,
χωρίς το τρύγισμα της γύρης τους,
δεν θα γυρίσουν ξανά στη κηρήθρα τους.
Χωρίς εσένα,
δεν θ ακουστεί ο ήχος από το χώμα
την ώρα που σπάει η επιφάνειά του
καθώς, τελειώνοντας το μαγικό ταξίδι του
από τα βάθη της γης προς τον ήλιο,
αφήνοντας τη σιγουριά των βολβών του, ο ασφόδελος,
προβάλει για να επιδείξει τα λευκά του άνθη
και τη ντελικάτη κορμοστασιά του.
Χωρίς εσένα,
το γάλα θα πετρώσει στα στήθη των μανάδων και οι ρόγες,
θα παγώσουν στα τρυφερά χείλη των παιδιών τους
και το απορρημένο βλέμα τους θα μείνει απλανές,
με τη πηχτή μορφή της πείνας, εικόνα άϋλη,
στο παγωμένο χώρο και στο σταματημένο χρόνο.
Χωρίς εσένα,
οι ζωγράφοι μάταια θα αναζητούν τα πολύχρωμα, ολάνθιστα τοπία
στο φόντο του ορίζοντα,
κάτω από το γαλανό ουρανό,
με τον ήλιο να ρίχνει στα βάθη της θάλασσας
τη σκιά του ιστιοφόρου
που περνά από το κάβο του μικρού νησιού
με τα λευκά πανιά του ολάνοιχτα ταξιδεύοντας
για άλλους κόσμους, σε λιμάνια μακρυνά.
Και οι δροσουλίτες, που κάθε ξημέρωμα,
όταν η αυγή αχνοχαράζει, αιώνες τώρα,
ακολουθώντας το ταξίδι τους προς τη Κρήτη,
πάνω από τα κύματα του Λιβυκού πελάγους,
με τους ροδόχρωμους χιτώνες τους να ανεμίζουν στον άνεμο
που φυσά πάνω από την αφρισμένη θάλασσα,
ίσως για να ανταμώσουν τον Ερωτόκριτο και την Αρετούσα, θα χαθούν.
Και μόνο η αντανάκλασή τους πάνω στην ασάλευτη επιφάνεια
της θεογεννήτρας θάλασσας της Μεσογείου,
θα θυμίζει την υπερκόσμια και διάφανη ύπαρξή τους.
Χωρίς εσένα,
όταν η γη τη τελευταία της πνοή θ αφήνει
για να χαθεί στο άπειρο, στο τελευταίο της ταξίδι,
αναζητώντας Γαλαξίες όπου τα όντα δε θα πεθαίνουν
για έρωτες ανεκπλήρωτους,
οι ποιητές, το ποίημά τους το στερνό θα γράψουν που θα υμνούν,
το πόσο πολύ σ αγάπησα, πως θα σε περιμένω πάντα,
μοναδική αιτία και λόγο της ύπαρξής μου,
πριν το μολύβι τους τη τελευταία λέξη γράψει: το όνομά σου!
Κι όταν και η στερνή σταλαγματιά από το αίμα μου
εγκαταλείψει τη καρδιά μου,
καθώς το τελευταίο χτύπο της σ εσένα θ αφιερώνω,
εύχομαι μόνο να προλλάβω να σου πω πως:
Ακόμα κι αν ποτέ σου δε μ αγάπησες, δε φταις εσύ γι αυτό,
δάκρυ πικρό ποτέ μη τρέξει από τα μάτια σου τα αγαπημένα,
πόνος ποτέ μη σκιάσει το πρόσωπό σου και το βλέμα σου,
το γέλιο σου το γάργαρο σα μουσική τις νότες να πλουτίζει,
η ανάσα σου, εκείνον να ζεσταίνει που αγαπάς,
καθώς αυτός στο λατρεμένο σου κορμί θα ταξιδεύει
και στα όνειρά σου τα ταξίδια σου,
πάντα σ αυτόν να σ οδηγούν.
Σ εσένα,
θα ήθελα ακόμα αν προλλάβω να σου πω, πως:
Σ ευχαριστώ που μ έμαθες τόσο πολύ να σ αγαπώ
και μια ευχή να κάνω ακόμα, τη τελευταία μου.
Όταν πια τίποτα από μένα δεν θα υπάρχει,
εκτός απ την ελπίδα την απέθαντη,
γιατί αυτή πάντα πεθαίνει τευταία,
αν ξαναγεννηθώ,
να σ αγαπήσω δυο φορές περισσότερο,
απ όσο σ αγάπησα στη πρώτη τη ζωή μου.
Αθήνα 8 Μάρτη 1996.
οι λίμνες θα στερέψουν γιατί άλλα δάκρυα δεν έχω
και στις όχθες τους,
δεν θα ανθίζουν πια κρίνα και ζουμπούλια.
Από την ασάλευτη επιφάνεια των νερών τους,
θα χαθούν τα νούφαρα και τα βαθυπράσινα πλατειά φύλλα τους,
που πάνω τους, ρουφώντας τη πρόσκαιρη ζωή τους,
κάνουν τον εναέριο περίπατό τους οι λιβελούλες.
Στις πλαγιές των βουνών,
δεν θα φυτρώνουν πια φλησκούνι και θυμάρι.
Ούτε η άγρια μέντα και η ρίγανη
κι όταν χαθεί η ευωδιά τους, οι μέλισσες,
χωρίς το τρύγισμα της γύρης τους,
δεν θα γυρίσουν ξανά στη κηρήθρα τους.
Χωρίς εσένα,
δεν θ ακουστεί ο ήχος από το χώμα
την ώρα που σπάει η επιφάνειά του
καθώς, τελειώνοντας το μαγικό ταξίδι του
από τα βάθη της γης προς τον ήλιο,
αφήνοντας τη σιγουριά των βολβών του, ο ασφόδελος,
προβάλει για να επιδείξει τα λευκά του άνθη
και τη ντελικάτη κορμοστασιά του.
Χωρίς εσένα,
το γάλα θα πετρώσει στα στήθη των μανάδων και οι ρόγες,
θα παγώσουν στα τρυφερά χείλη των παιδιών τους
και το απορρημένο βλέμα τους θα μείνει απλανές,
με τη πηχτή μορφή της πείνας, εικόνα άϋλη,
στο παγωμένο χώρο και στο σταματημένο χρόνο.
Χωρίς εσένα,
οι ζωγράφοι μάταια θα αναζητούν τα πολύχρωμα, ολάνθιστα τοπία
στο φόντο του ορίζοντα,
κάτω από το γαλανό ουρανό,
με τον ήλιο να ρίχνει στα βάθη της θάλασσας
τη σκιά του ιστιοφόρου
που περνά από το κάβο του μικρού νησιού
με τα λευκά πανιά του ολάνοιχτα ταξιδεύοντας
για άλλους κόσμους, σε λιμάνια μακρυνά.
Και οι δροσουλίτες, που κάθε ξημέρωμα,
όταν η αυγή αχνοχαράζει, αιώνες τώρα,
ακολουθώντας το ταξίδι τους προς τη Κρήτη,
πάνω από τα κύματα του Λιβυκού πελάγους,
με τους ροδόχρωμους χιτώνες τους να ανεμίζουν στον άνεμο
που φυσά πάνω από την αφρισμένη θάλασσα,
ίσως για να ανταμώσουν τον Ερωτόκριτο και την Αρετούσα, θα χαθούν.
Και μόνο η αντανάκλασή τους πάνω στην ασάλευτη επιφάνεια
της θεογεννήτρας θάλασσας της Μεσογείου,
θα θυμίζει την υπερκόσμια και διάφανη ύπαρξή τους.
Χωρίς εσένα,
όταν η γη τη τελευταία της πνοή θ αφήνει
για να χαθεί στο άπειρο, στο τελευταίο της ταξίδι,
αναζητώντας Γαλαξίες όπου τα όντα δε θα πεθαίνουν
για έρωτες ανεκπλήρωτους,
οι ποιητές, το ποίημά τους το στερνό θα γράψουν που θα υμνούν,
το πόσο πολύ σ αγάπησα, πως θα σε περιμένω πάντα,
μοναδική αιτία και λόγο της ύπαρξής μου,
πριν το μολύβι τους τη τελευταία λέξη γράψει: το όνομά σου!
Κι όταν και η στερνή σταλαγματιά από το αίμα μου
εγκαταλείψει τη καρδιά μου,
καθώς το τελευταίο χτύπο της σ εσένα θ αφιερώνω,
εύχομαι μόνο να προλλάβω να σου πω πως:
Ακόμα κι αν ποτέ σου δε μ αγάπησες, δε φταις εσύ γι αυτό,
δάκρυ πικρό ποτέ μη τρέξει από τα μάτια σου τα αγαπημένα,
πόνος ποτέ μη σκιάσει το πρόσωπό σου και το βλέμα σου,
το γέλιο σου το γάργαρο σα μουσική τις νότες να πλουτίζει,
η ανάσα σου, εκείνον να ζεσταίνει που αγαπάς,
καθώς αυτός στο λατρεμένο σου κορμί θα ταξιδεύει
και στα όνειρά σου τα ταξίδια σου,
πάντα σ αυτόν να σ οδηγούν.
Σ εσένα,
θα ήθελα ακόμα αν προλλάβω να σου πω, πως:
Σ ευχαριστώ που μ έμαθες τόσο πολύ να σ αγαπώ
και μια ευχή να κάνω ακόμα, τη τελευταία μου.
Όταν πια τίποτα από μένα δεν θα υπάρχει,
εκτός απ την ελπίδα την απέθαντη,
γιατί αυτή πάντα πεθαίνει τευταία,
αν ξαναγεννηθώ,
να σ αγαπήσω δυο φορές περισσότερο,
απ όσο σ αγάπησα στη πρώτη τη ζωή μου.
Αθήνα 8 Μάρτη 1996.