Εκείνος χρώμα λευκό!
Εκείνη χρώμα μαύρο!
Σταυρόλεξο για νέους λύτες.
Στη ταυτότητά του, χρόνια είκοσι.
Στη τσέπη του δυο δεκάρες.
Περπατάει και σφυρίζει!
Πω, πω! Η παγωνιά ράγισε το καθρέφτη.
Μ έκοψε στα δυο!
Έβαλε αντήλιο μια χούφτα σύννεφα κι ένα καπέλο.
Το κεφάλι του δροσίστηκε,
μα...το μυαλό του καίει ακόμα.
0 αρουραίος βγήκε απ τη κρυψώνα του.
Κοίτα! Γέμισε το καλαθάκι του με ήλιο!
Στο σπίτι μπήκαν κλέφτες.
Πήραν όλα τα λεφτά. Και τη χαρά!
Άφησαν μόνο τη πίκρα.
Ο γάτος ανέβηκε στα κεραμίδια.
Είπα κι εγώ! Γιατί χορεύουν τα ποντίκια;
Γαλάζια λουλουδάκια φασκόμηλου.
Κι ο ουρανός καταγάλανος!
Έβαλε στη ζυγαριά όλη τη ζωή του.
Τα παιδικά του χρόνια. Και τις χαρές του.
Πάλι λειψή είναι!
Μια μέλισσα γαντζώθηκε σ ένα μικρό, λευκό ανθάκι.
Όμορφος ο τρύγος ότι κι αν πεις
Όλοι τρέχουν βιαστικοί.
Μόνο η ζωή έχει μουλαρώσει και δε κάνει βήμα!
Μες το σάκο του τις κουβαλά στ' άσπρα ντυμένες,
σα νυφούλες. Κάποτε και με γιρλάντες.
Τη χαρά και τη πίκρα! Ο ταχυδρόμος.
Το ποτάμι στρίβει και ξαναστρίβει.
Η μέρα τραβά ολόισια απ το πρωί για το βράδυ.
Νύχτα μαύρη, σα καρακάξα.
Κι η καρδιά μου το ίδιο.
Ο γέρικος σκύλος κοιμάται έξω απ τη πόρτα.
Τέσσερα μάτια στη κουζίνα,
όμως το φαγητό χύθηκε.
Δε το βλεπε κανείς.
Η βροχή γέμισε με νερό το βρώμικο βαρέλι των σκουπιδιών.
Κοίτα που βρήκε να κρυφτεί το φεγγάρι!
Ευτυχώς που η σαρανταποδαρούσα δε φοράει παπούτσια!
Ασημόγκριζα σπουργίτια στην αυλή.
Και σπαράκια ίδια στο νερό.
Ίδια μουσική χορεύουν!
Ο ψαράς χτυπά αλύπητα στη πλώρη του το χταπόδι.
Θα πρέπει να χουν άλυτες διαφορές.
Μισός ήλιος πάνω απ το βουνό!
Μισός ήλιος πίσω απ το βουνό!
Όλη η μέρα, μπροστά!
Η κουνιστή πολυθρόνα νανουρίζει τις σκέψεις του.
Και το ρολόι στο τοίχο, τικ - τακ, τικ- τακ!
Εκείνη χρώμα μαύρο!
Σταυρόλεξο για νέους λύτες.
Στη ταυτότητά του, χρόνια είκοσι.
Στη τσέπη του δυο δεκάρες.
Περπατάει και σφυρίζει!
Πω, πω! Η παγωνιά ράγισε το καθρέφτη.
Μ έκοψε στα δυο!
Έβαλε αντήλιο μια χούφτα σύννεφα κι ένα καπέλο.
Το κεφάλι του δροσίστηκε,
μα...το μυαλό του καίει ακόμα.
0 αρουραίος βγήκε απ τη κρυψώνα του.
Κοίτα! Γέμισε το καλαθάκι του με ήλιο!
Στο σπίτι μπήκαν κλέφτες.
Πήραν όλα τα λεφτά. Και τη χαρά!
Άφησαν μόνο τη πίκρα.
Ο γάτος ανέβηκε στα κεραμίδια.
Είπα κι εγώ! Γιατί χορεύουν τα ποντίκια;
Γαλάζια λουλουδάκια φασκόμηλου.
Κι ο ουρανός καταγάλανος!
Έβαλε στη ζυγαριά όλη τη ζωή του.
Τα παιδικά του χρόνια. Και τις χαρές του.
Πάλι λειψή είναι!
Μια μέλισσα γαντζώθηκε σ ένα μικρό, λευκό ανθάκι.
Όμορφος ο τρύγος ότι κι αν πεις
Όλοι τρέχουν βιαστικοί.
Μόνο η ζωή έχει μουλαρώσει και δε κάνει βήμα!
Μες το σάκο του τις κουβαλά στ' άσπρα ντυμένες,
σα νυφούλες. Κάποτε και με γιρλάντες.
Τη χαρά και τη πίκρα! Ο ταχυδρόμος.
Το ποτάμι στρίβει και ξαναστρίβει.
Η μέρα τραβά ολόισια απ το πρωί για το βράδυ.
Νύχτα μαύρη, σα καρακάξα.
Κι η καρδιά μου το ίδιο.
Ο γέρικος σκύλος κοιμάται έξω απ τη πόρτα.
Τέσσερα μάτια στη κουζίνα,
όμως το φαγητό χύθηκε.
Δε το βλεπε κανείς.
Η βροχή γέμισε με νερό το βρώμικο βαρέλι των σκουπιδιών.
Κοίτα που βρήκε να κρυφτεί το φεγγάρι!
Ευτυχώς που η σαρανταποδαρούσα δε φοράει παπούτσια!
Ασημόγκριζα σπουργίτια στην αυλή.
Και σπαράκια ίδια στο νερό.
Ίδια μουσική χορεύουν!
Ο ψαράς χτυπά αλύπητα στη πλώρη του το χταπόδι.
Θα πρέπει να χουν άλυτες διαφορές.
Μισός ήλιος πάνω απ το βουνό!
Μισός ήλιος πίσω απ το βουνό!
Όλη η μέρα, μπροστά!
Η κουνιστή πολυθρόνα νανουρίζει τις σκέψεις του.
Και το ρολόι στο τοίχο, τικ - τακ, τικ- τακ!
Το μικρό ζαρκάδι πέρασε τρέχοντας.
Κι ένα ζουζούνι από πίσω.
Τα ακολούθησε κι η σκέψη μου.
Η βρύση στην άκρη του δρόμου τρέχει ακόμα.
Μα... δεν υπάρχουν πια οδοιπόροι!
Ο παλιός φράχτης έπεσε.
Η γέρικη λυγαριά ανθίζει ακόμα.
Το καναρίνι γλυκά κελαηδεί!
Στα γενέθλιά μου, άναψα εκατό κεριά.
Είμαι κιόλας... εικοσιπέντε χρονών!
Η νύφη φορά λευκό νυφικό.
Ο γαμπρός μαύρο κοστούμι.
Πενθεί κάποιος;
Οι χούφτες τις γεμάτες κοχύλια. Κι αυτός,
διάλεξε τα κοχύλια των αυτιών της να φιλήσει.
Στο σύρμα κρεμασμένα τα δαντελένια εσώρουχά της.
Ας με φορούσε κι εμένα μια φορά στο γυμνό κορμί της
κι ας με κρεμούσε μετά!
Τι έρωτας κι αυτός! Η πεταλίδα δε ξεκολλά απ το βράχο!
Το ζεστό νερό χόρτασε το γυμνό κορμί της
και κρύφτηκε στο σιφόνι.
Μόνο οι υδρατμοί στο τζάμι κλαίνε από ζήλια.
Το μενταγιόν της, σα δάκρυ,
περασμένο στην αλυσίδα
χορεύει ανάμεσα στα στήθη της.
Πόσο το ζηλεύω!
Αχ καημέ μου!
Κρύφτηκα στον ύπνο μου
για να γλιτώσω από σένα.
Ως κι εκεί με βρήκες!
Οι δυο φίλοι πάνε χώρια πια
το πρωί στη δουλειά.
Μπήκε εκείνη ανάμεσά τους.
Χάραξε τ όνομά της πρώτα στο θρανίο του σχολείου.
Αργότερα, στα δέντρα της πλατείας.
Το χάραξε και στη καρδιά του. Αλλά εκείνη δε το είδε.
Είχε φύγει με κάποιον άλλο!
Μια ηλιαχτίδα τρύπωσε απ το παράθυρό της.
Χάιδεψε το γυμνό κορμί της
και στάθηκε στο πρόσωπό της.
Εκείνη τεντώθηκε νωχελικά. Καλημέρα!
Το φεγγάρι πρόβαλλε απ το βουνό,
καθεφτίστηκε στο πηγάδι και...
μ ένα πήδημα, κρεμάστηκε απ το παράθυρό της.
Κρίμα! Εκείνη κοιμάται. Δε θα ειδωθούν απόψε.
Καληνύχτα!
Όλη τη μέρα κάτω απ τη γη, βγάζει το κάρβουνο.
Μα όταν βγει στην επιφάνεια...
Δυο μάτια, μαύρα σαν κάρβουνο,
του ανάβουν φωτιές.
Από πάνω το μπλε τ ουρανού.
Μπροστά του η θάλασσα. Κι αυτός...
ζητά το γαλάζιο των ματιών της να πνιγεί!.
Η νύχτα έφτασε ξεπροβοδίζοντας τη μέρα.
Οι κουρτίνες και τα παράθυρα έκλεισαν.
Μόνο το δικό της μένει ανοιχτό
Θα ρθει απόψε;
Αθήνα 2013.
Κι ένα ζουζούνι από πίσω.
Τα ακολούθησε κι η σκέψη μου.
Η βρύση στην άκρη του δρόμου τρέχει ακόμα.
Μα... δεν υπάρχουν πια οδοιπόροι!
Ο παλιός φράχτης έπεσε.
Η γέρικη λυγαριά ανθίζει ακόμα.
Το καναρίνι γλυκά κελαηδεί!
Στα γενέθλιά μου, άναψα εκατό κεριά.
Είμαι κιόλας... εικοσιπέντε χρονών!
Η νύφη φορά λευκό νυφικό.
Ο γαμπρός μαύρο κοστούμι.
Πενθεί κάποιος;
Οι χούφτες τις γεμάτες κοχύλια. Κι αυτός,
διάλεξε τα κοχύλια των αυτιών της να φιλήσει.
Στο σύρμα κρεμασμένα τα δαντελένια εσώρουχά της.
Ας με φορούσε κι εμένα μια φορά στο γυμνό κορμί της
κι ας με κρεμούσε μετά!
Τι έρωτας κι αυτός! Η πεταλίδα δε ξεκολλά απ το βράχο!
Το ζεστό νερό χόρτασε το γυμνό κορμί της
και κρύφτηκε στο σιφόνι.
Μόνο οι υδρατμοί στο τζάμι κλαίνε από ζήλια.
Το μενταγιόν της, σα δάκρυ,
περασμένο στην αλυσίδα
χορεύει ανάμεσα στα στήθη της.
Πόσο το ζηλεύω!
Αχ καημέ μου!
Κρύφτηκα στον ύπνο μου
για να γλιτώσω από σένα.
Ως κι εκεί με βρήκες!
Οι δυο φίλοι πάνε χώρια πια
το πρωί στη δουλειά.
Μπήκε εκείνη ανάμεσά τους.
Χάραξε τ όνομά της πρώτα στο θρανίο του σχολείου.
Αργότερα, στα δέντρα της πλατείας.
Το χάραξε και στη καρδιά του. Αλλά εκείνη δε το είδε.
Είχε φύγει με κάποιον άλλο!
Μια ηλιαχτίδα τρύπωσε απ το παράθυρό της.
Χάιδεψε το γυμνό κορμί της
και στάθηκε στο πρόσωπό της.
Εκείνη τεντώθηκε νωχελικά. Καλημέρα!
Το φεγγάρι πρόβαλλε απ το βουνό,
καθεφτίστηκε στο πηγάδι και...
μ ένα πήδημα, κρεμάστηκε απ το παράθυρό της.
Κρίμα! Εκείνη κοιμάται. Δε θα ειδωθούν απόψε.
Καληνύχτα!
Όλη τη μέρα κάτω απ τη γη, βγάζει το κάρβουνο.
Μα όταν βγει στην επιφάνεια...
Δυο μάτια, μαύρα σαν κάρβουνο,
του ανάβουν φωτιές.
Από πάνω το μπλε τ ουρανού.
Μπροστά του η θάλασσα. Κι αυτός...
ζητά το γαλάζιο των ματιών της να πνιγεί!.
Η νύχτα έφτασε ξεπροβοδίζοντας τη μέρα.
Οι κουρτίνες και τα παράθυρα έκλεισαν.
Μόνο το δικό της μένει ανοιχτό
Θα ρθει απόψε;
Αθήνα 2013.